Μια τρίχα από τα μαλλιά μου,
ο αέρας τη στέλνει στα χείλη μου.
Στον 12ο όροφο δε στέκεσαι.
Ο άνεμος λυσσομανά.
Στη σκοτεινή ταράτσα,
με το φεγγάρι δε τα βάζεις.
Όλος ο κόσμος εκεί έξω.
Στα φώτα
που τρεμοπαίζουν
ανενόχλητα.
Μου βάζω όρια ακόμα
και στους ορόφους.
Μένω χαμηλά.
Μυρίζω στα χαμηλά.
Κι όλα έχουν μιά μουσικότητα
μια αξία, που δεν την δανείζω.
Η ταράτσα να θυμάσαι
είναι επικίνδυνη.
Ένα φως κίτρινο,
από τούλι, ελαφριά σελήνη
επιφέρει φευγαλέες διελεύσεις.
Η ζωή είναι εκεί έξω,
κοιτώντας από ψηλά
το βλέμμα χάνεται.
Ναι,
εκεί στα τρεμάμενα φωτάκια,
διάφορων χρωμάτων και έντασης.
Βρίσκω στη χαρά της κοιλιάς μου
ένα ταίριασμα με το έξω
του κάτω.
Εκεί που μελοποιώ ακανόνιστους ήχους
σε νερά πεζοδρομίων
και κάτω από ραγισμένες στέγες
στεγνώνω το μέλλον.
Αυτό το αδίδακτο.
Το ταπεινό.
Το αδάμαστο.
Με μυστήρια και παράφρονες εκπλήξεις.
Με λάθη ολόδικά μου.
Μόνο δικά μου,
ούτε αυτά τα δανείζω.
Εκεί,
μπουσουλάω σε θρυμματισμένα γυαλιά,
κι όλο δυναμώνω.
Και δε παραπονιέμαι πια.
Κι όλο ψηλώνω εδώ στα χαμηλά.
Αφήνω τα παιδιά
έξω απ’ το σπίτι μου,
στο παιχνίδι τους να κάνουν φασαρία.
Το πάνω να πάρει ανάσα
από τα γέλια τους.
Να συμμετέχει η διαφορά
της έντασης του κάτω.
Κάποιες φορές,
μπαίνω στο κύκλο του παιχνιδιού κι εγώ.
Κι όλο ψηλώνω στον όροφο μηδέν.
Τρίβω τα βαμμένα μάτια μου
και δε με νοιάζει αν λερωθώ.
Αξίζω στη δράση μου
ποικιλία ελαφρότητας και ανεμελιάς.
Ένα βράδυ,
ας κατέβει ο ουρανός στα χαμηλά μας.
Κι όλα τ’ αστέρια
να πέσουν πούπουλα στα χέρια μας.
Το φεγγάρι μισό.
Έτσι το ζωγραφίζω, πάντοτε μισό
για να ‘χω να προσμένω
την ολόγιομη αντανάκλαση του.
Τι συναίσθημα η προσμονή.
Ακραίο στρίμωγμα
και γύρω μόνο καθρέπτες.
Να κατέβουν τ’ άστρα
να τους κάνω καντάδα.
Να είστε κι εσείς εκεί
κι όλος ο κόσμος του κάτω.
Στον όροφο μηδέν.
Εκεί θα μοιραστούμε αξίες,
ανάγκες μετέωρες,
κι οι πιο αδύναμοι θα ψηλώνουν
στηρίζοντας τη καρδιά τους
μέσα στην αγκαλιά μας.
Αφήνω τα μαλλιά μου
να μπαίνουν στο στόμα μου
εδώ στα χαμηλά
κι όλο ψηλώνω.
Ραντεβού στις απόκρυφες μοιρασιές μας.
πηγή
ο αέρας τη στέλνει στα χείλη μου.
Στον 12ο όροφο δε στέκεσαι.
Ο άνεμος λυσσομανά.
Στη σκοτεινή ταράτσα,
με το φεγγάρι δε τα βάζεις.
Όλος ο κόσμος εκεί έξω.
Στα φώτα
που τρεμοπαίζουν
ανενόχλητα.
Μου βάζω όρια ακόμα
και στους ορόφους.
Μένω χαμηλά.
Μυρίζω στα χαμηλά.
Κι όλα έχουν μιά μουσικότητα
μια αξία, που δεν την δανείζω.
Η ταράτσα να θυμάσαι
είναι επικίνδυνη.
Ένα φως κίτρινο,
από τούλι, ελαφριά σελήνη
επιφέρει φευγαλέες διελεύσεις.
Η ζωή είναι εκεί έξω,
κοιτώντας από ψηλά
το βλέμμα χάνεται.
Ναι,
εκεί στα τρεμάμενα φωτάκια,
διάφορων χρωμάτων και έντασης.
Βρίσκω στη χαρά της κοιλιάς μου
ένα ταίριασμα με το έξω
του κάτω.
Εκεί που μελοποιώ ακανόνιστους ήχους
σε νερά πεζοδρομίων
και κάτω από ραγισμένες στέγες
στεγνώνω το μέλλον.
Αυτό το αδίδακτο.
Το ταπεινό.
Το αδάμαστο.
Με μυστήρια και παράφρονες εκπλήξεις.
Με λάθη ολόδικά μου.
Μόνο δικά μου,
ούτε αυτά τα δανείζω.
Εκεί,
μπουσουλάω σε θρυμματισμένα γυαλιά,
κι όλο δυναμώνω.
Και δε παραπονιέμαι πια.
Κι όλο ψηλώνω εδώ στα χαμηλά.
Αφήνω τα παιδιά
έξω απ’ το σπίτι μου,
στο παιχνίδι τους να κάνουν φασαρία.
Το πάνω να πάρει ανάσα
από τα γέλια τους.
Να συμμετέχει η διαφορά
της έντασης του κάτω.
Κάποιες φορές,
μπαίνω στο κύκλο του παιχνιδιού κι εγώ.
Κι όλο ψηλώνω στον όροφο μηδέν.
Τρίβω τα βαμμένα μάτια μου
και δε με νοιάζει αν λερωθώ.
Αξίζω στη δράση μου
ποικιλία ελαφρότητας και ανεμελιάς.
Ένα βράδυ,
ας κατέβει ο ουρανός στα χαμηλά μας.
Κι όλα τ’ αστέρια
να πέσουν πούπουλα στα χέρια μας.
Το φεγγάρι μισό.
Έτσι το ζωγραφίζω, πάντοτε μισό
για να ‘χω να προσμένω
την ολόγιομη αντανάκλαση του.
Τι συναίσθημα η προσμονή.
Ακραίο στρίμωγμα
και γύρω μόνο καθρέπτες.
Να κατέβουν τ’ άστρα
να τους κάνω καντάδα.
Να είστε κι εσείς εκεί
κι όλος ο κόσμος του κάτω.
Στον όροφο μηδέν.
Εκεί θα μοιραστούμε αξίες,
ανάγκες μετέωρες,
κι οι πιο αδύναμοι θα ψηλώνουν
στηρίζοντας τη καρδιά τους
μέσα στην αγκαλιά μας.
Αφήνω τα μαλλιά μου
να μπαίνουν στο στόμα μου
εδώ στα χαμηλά
κι όλο ψηλώνω.
Ραντεβού στις απόκρυφες μοιρασιές μας.
πηγή