Κρουστή ευωδιά άσπρων ναρκίσσων:
Ιανουάριος, χιόνι παντού.
Παγώνουν οι σωλήνες απ’ το κρύο.
Τα σκαλιά της εισόδου γλιστράνε. Προσοχή!
Τη νύχτα το σπίτι τρίζει.
Έμπαινες κι έβγαινες κατά βούληση,
όμως τέτοια εποχή έμενες μέσα,
Ιανουάριος, χιόνι παντού.
Παγώνουν οι σωλήνες απ’ το κρύο.
Τα σκαλιά της εισόδου γλιστράνε. Προσοχή!
Τη νύχτα το σπίτι τρίζει.
Έμπαινες κι έβγαινες κατά βούληση,
όμως τέτοια εποχή έμενες μέσα,
ευτραφής μέσα στη γούνα σου, νεκροθάφτη.
Ονειρευόσουνα ήλιο,
μακελλεμένα σπουργίτια,
μαύρε γάτε που δεν είσαι πια εδώ.
Αν, αν, μπορούσες να γυρίσεις πίσω
απ’ το ποτάμι όπου τα λουλούδια έχουν παγώσει,
από το δάσος όπου δεν υπάρχει τίποτα να φας,
αν μπορούσες να μπεις πάλι μέσα,
απ’ το παράθυρο που ’χει πιάσει πάγο,
πάλι μέσα από τον κλειδωμένο αεραγωγό.
Ονειρευόσουνα ήλιο,
μακελλεμένα σπουργίτια,
μαύρε γάτε που δεν είσαι πια εδώ.
Αν, αν, μπορούσες να γυρίσεις πίσω
απ’ το ποτάμι όπου τα λουλούδια έχουν παγώσει,
από το δάσος όπου δεν υπάρχει τίποτα να φας,
αν μπορούσες να μπεις πάλι μέσα,
απ’ το παράθυρο που ’χει πιάσει πάγο,
πάλι μέσα από τον κλειδωμένο αεραγωγό.