Ασπρότερους
κι απ’ τον αφρό
που άφησε το κύμα,
μας κέντρισεν η άμμος
κι απ’ τον αφρό
που άφησε το κύμα,
μας κέντρισεν η άμμος
***
Η σκληρή η άμμος σπάει
κι οι κόκκοι της
είναι καθάριοι σαν κρασί
Αμφιβολίες γιομάτος
σ’ ένα τρίστρατο μπρος
υποδέχεται τους περάτες
Οι ανέμοι χιμάνε
πάνω από τ’ αμμολόφια
Ερμή, Ερμή,
η μεγάλη θάλασσ’ άφρισε
κι έτριξε απάνω μου τα δόντια της
***
Ω άνεμε, κόψε ως πέρα,
σκίσ’ την στα δυο την έξαψη,
κουρέλιασέ την
***
Τη φουρτούνα σου φέρε, θάλασσα –
φουρτούνιασε τα αιχμηρά σου πεύκα
και τα μεγάλα, λούσε
τα βράχια μας,
χτύπ’ απάνω μας το πράσινό σου,
κάλυψέ μας με τα ελάτινα νερά σου
***
Το φως του προσώπου της πέφτει απ’ τον ανθό του,
καθώς υάκινθος,
κρυμμένος σε μια λαγκαδιά αλαργινή,
που χάνεται μες στα καμένα χόρτα
***
Το φως περνάει
από κορφή σε κορφή
από λουλούδι σε λουλούδι
Η σκιά ζητάει τη σκιά
***
Το φως με χτυπά
κι έχω σαστίσει
Έν’ απαλό αεράκι σείει τους καρπούς—
οι σκέψεις μου ξοδεύτηκαν
σαν και τους μαύρους σπόρους·
οι σκέψεις που με τυραννούν·
τρέμω τον πυρετό τους
Εσκόρπισα στη δίνη του
Εσκόρπισα,
καυτός, μαραζωμένος σπόρος
***
Τι πίκρα
Τι κεντρί, που σκίζει την καρδιά
Τι γδάρσιμο, τι φως και τι φωτιά
που μου πυρώνει τα μάτια, παραδομένα στη φλόγα της
Γιατί με τυφλώνεις;
Μίλησε, ακατανόμαστη δύναμη και ισχύ·
πότε ήσυχη θα μ’ αφήσεις;
Πότε θα τσακίσεις τα φτερά μου
ή θα τ’ αφήσεις εντελώς ελεύθερα,
ατελεύτητα να σκαρφαλώνω στα ουράνια;
Ένα πικρό, σπασμένο πράμα,
η καρδιά μου
***
Μπορεί το μέλι να κρατήσει τέτοιαν ευωδιά
σαν και των λαμπερών μαλλιών σου;
Το πρόσωπό σου είν’ όμορφο σαν τη βροχή
***
Ο νάρκισσος που αγαπά τη βροχή
Ο νάρκισσος, μεθυσμένος,
μεθυσμένος απ’ τη βροχή
Το στόμα ενός κοριτσιού
πιασμένο στο φιλί
είν’ ένας κρίνος που γελά
Τα βλέφαρά της είναι μάλλον σα μυρτιά
***
Κανείς δεν ξέρει
ενός παιδιού η καρδιά
πώς μεγαλώνει,
ώσπου να είναι πια πολύ αργά
Κανείς δεν ξέρει το χρώμα ενός λουλουδιού,
ώσπου να σπάσει,
κανείς δεν ξέρει τ’ από μέσα πέταλα του ρόδου,
ώσπου η πορφύρα
να σκιστεί
***
Μήτε λόγο μήτε άγγισμα μήτε ματιά
εραστή, συ
δε θε να ποθείς τη νύχτα πάρεξ
φουσκονεριάς το σκέπασμα να σε καλύψει
δίχως και απορία,
δίχως φιλί
***
Άσπρο, ω ολάσπρο πρόσωπο—
απ’ τους καιρούς της απογοήτευσης
μαραζώνεις ίδιο ρόδο σκοτεινό·
μήτε προσφορά στα χέρια μας
μήτε και δύναμη για να παινέσουμε,
μόνο σιγή και συντριβή
***
Ρόδο, ρόδο δριμύ
και μισερό με τα αραιά,
θλιφτά σου πέταλα,
άνθος φτωχό κι αδύνατο
***
Αν ήμουν αγόρι,
θα λάτρευα τη χάρη σου,
θα είχ’ αποθέσει τη λατρεία μου
στα πόδια σου μπρος,
όλο ευτυχία, σαν μου δόθηκεν η έκσταση
του να σε βλέπω να γυρνάς
τη θεία κεφαλή
Θα ‘χα σταθεί
και θα ‘βλεπα και θα ‘βλεπα
και θα καιόμουν
Ώστε, καθώς θ’ ανασταινόσουν
απ’ όλην του έρωτα την έξαψη, το λήθαργο,
θε να καλούσες εμένα,
εμέ μονάχα,
και θα ‘βρισκες τα χέρια μου,
πέρ’ απ’ τα χέρια όλου του κόσμου,
παγωμένα, παγωμένα, παγωμένα,
αφόρητα παγωμένα και γλυκά
***
Είμαι τυφλή, μα και κουφή —αλιά μου—
σαν χαθήκαν όλ’ αυτά από τ’ αυτιά μου;
Όχι, ερωμένη μου, Ατθίς·
δίχως φτηνή ντροπή, πυρέσσουσα,
σου λέγω το εξής
Δεν κοιμόμουν
Δεν αποκοιμήθηκα σ’ ετούτα τα πυρωμένα λιθάρια,
όσον εσύ περίμενες
Ανέγνωρη δεν ήμουνα, σαν κοίταξα
τη θάλασσα
κι είδα τα πορφυρά καράβια
Κυρά της πάσας ομορφιάς,
λάβε από μένα τούτο·
μην πεις πως εγκατέλειψα τους βωμούς σου,
πως η φωτιά στην ολάσπρη εστία σου
ήτανε τόσο μεγαλόπρεπη,
που πισωπάτησα στο πρώτο αντίκρισμα
Σου δίνω κάτι
το υπεράνω,
ζωή και πνεύμα μ’ αυτό
Φωτοπερίχυτ’ η ζωή,
φτιαγμένη για τον ωραίον έρωτα
και την παράδοξη έκσταση
Πάρτε την ομορφιά, γυρίστε την
στις σκιές των δέντρων,
πηγαίντε μακριά, μακριά ‘πο ‘δω,
στην ευτυχία σας
~
Επιλογή - μετάφραση - επίμετρο: Βασίλης Πανδής
πηγή Α Β Γ