Πού μας πηγαίνει
τώρα που γύρισε πίσω;
Πού θα μας βγάλει αυτό,
αυτός ο πυρετός,
που απλώνεται στο φως;
Τίποτε απ’ όσα ως τώρα αισθανθήκαμε
τίποτε απ’ όσα ονειρευτήκαμε,
ή μας έρχονταν στο μυαλό τη νύχτα
ή επινοήσαμε στη μοναξιά,
δεν συγκρίνεται μαζί του.
Το στόμα μου είναι υγρό απ’ τη ζωή σου,
τα μάτια μου τυφλωμένα απ’ το πρόσωπό σου,
μια καρδιά από μόνη της που
αισθάνεται τη μύχια μουσική.
Το μυαλό μου είναι παγιδευμένο,
θολωμένο από αυτό,
(πού μας πάει ο έρωτας;)
τα χείλη μου είναι υγρά απ’ τη ζωή σου.
Μέσα στο σώμα μου εκτοξεύτηκαν μαργαριτάρια,
με διάχυτες ιόνιες αποχρώσεις, ιώδεις,
ζωηρές μες στο λευκό.
Φύλαξε τον έρωτα κι εκείνος θα φτερουγίσει
με το τόξο του,
ψηλά, χλευάζοντάς μας,
φύλαξε τον έρωτα κι αυτός θα μας περιγελάσει,
και θα το σκάσει.
Φύλαξε τον έρωτα και εκείνος θα λικνιστεί μακριά
σε έναν άλλο κόσμο,
προσπερνώντας μας.
Φύλαξε τον έρωτα κι εκείνος θα χλευάσει,
αχ, γλυκόπικρε,
η γλύκα σου είναι πιο σκληρή
από το πλήγμα σου.
Αχ, ο έρωτας είναι γλυκόπικρος,
αλλά τι είναι πιο γλυκό
η πίκρα ή η γλύκα,
κανείς δεν το ‘χει πει.
Νόμιζα πως εγώ ήμουν αδύναμη,
ένα πέταλο
με φως ίδιο
πάνω και κάτω από το φύλλο.
Νόμιζα πως εγώ ήμουν αδύναμη∙
μια λάμπα,
όστρακο, φίλντισι ή σεντέφι,
έτοιμη να πέσει και να γίνει συντρίμμια,
κι η φλόγα να σβήσει.
Φώναξα:
Πρέπει να πεθάνω,
Είμαι εγκαταλειμμένη εδώ στο σκοτάδι,
ένας παρίας, απελπισμένη,
τέτοια φωτιά με σπάραξε όταν βγήκε ο Έσπερος.
Μετά η μέρα χάραξε.
Τι χρειάζεται η λάμπα
όταν μας φωτίζει η μέρα,
τι χρειάζεται να δεσμεύουμε τον έρωτα
όταν ο έρωτας στέκεται πάνω μας
με τόσο ακτινοβόλες φτερούγες;
Τι χρειάζεται —
κι όμως για να ψάλλουμε τον έρωτα,
πρέπει ο έρωτας πρώτα να μας συντρίψει.
~
Μτφ. Χρύσα Φραγκιαδάκη
τώρα που γύρισε πίσω;
Πού θα μας βγάλει αυτό,
αυτός ο πυρετός,
που απλώνεται στο φως;
Τίποτε απ’ όσα ως τώρα αισθανθήκαμε
τίποτε απ’ όσα ονειρευτήκαμε,
ή μας έρχονταν στο μυαλό τη νύχτα
ή επινοήσαμε στη μοναξιά,
δεν συγκρίνεται μαζί του.
Το στόμα μου είναι υγρό απ’ τη ζωή σου,
τα μάτια μου τυφλωμένα απ’ το πρόσωπό σου,
μια καρδιά από μόνη της που
αισθάνεται τη μύχια μουσική.
Το μυαλό μου είναι παγιδευμένο,
θολωμένο από αυτό,
(πού μας πάει ο έρωτας;)
τα χείλη μου είναι υγρά απ’ τη ζωή σου.
Μέσα στο σώμα μου εκτοξεύτηκαν μαργαριτάρια,
με διάχυτες ιόνιες αποχρώσεις, ιώδεις,
ζωηρές μες στο λευκό.
Φύλαξε τον έρωτα κι εκείνος θα φτερουγίσει
με το τόξο του,
ψηλά, χλευάζοντάς μας,
φύλαξε τον έρωτα κι αυτός θα μας περιγελάσει,
και θα το σκάσει.
Φύλαξε τον έρωτα και εκείνος θα λικνιστεί μακριά
σε έναν άλλο κόσμο,
προσπερνώντας μας.
Φύλαξε τον έρωτα κι εκείνος θα χλευάσει,
αχ, γλυκόπικρε,
η γλύκα σου είναι πιο σκληρή
από το πλήγμα σου.
Αχ, ο έρωτας είναι γλυκόπικρος,
αλλά τι είναι πιο γλυκό
η πίκρα ή η γλύκα,
κανείς δεν το ‘χει πει.
Νόμιζα πως εγώ ήμουν αδύναμη,
ένα πέταλο
με φως ίδιο
πάνω και κάτω από το φύλλο.
Νόμιζα πως εγώ ήμουν αδύναμη∙
μια λάμπα,
όστρακο, φίλντισι ή σεντέφι,
έτοιμη να πέσει και να γίνει συντρίμμια,
κι η φλόγα να σβήσει.
Φώναξα:
Πρέπει να πεθάνω,
Είμαι εγκαταλειμμένη εδώ στο σκοτάδι,
ένας παρίας, απελπισμένη,
τέτοια φωτιά με σπάραξε όταν βγήκε ο Έσπερος.
Μετά η μέρα χάραξε.
Τι χρειάζεται η λάμπα
όταν μας φωτίζει η μέρα,
τι χρειάζεται να δεσμεύουμε τον έρωτα
όταν ο έρωτας στέκεται πάνω μας
με τόσο ακτινοβόλες φτερούγες;
Τι χρειάζεται —
κι όμως για να ψάλλουμε τον έρωτα,
πρέπει ο έρωτας πρώτα να μας συντρίψει.
~
Μτφ. Χρύσα Φραγκιαδάκη