Να μην ανησυχείς λοιπόν.
Είμαι πολύ καλά.
Στέκομαι καθώς στέκονται
τʼ αγάλματα στους κήπους και στις ανοιχτές πλατείες
όταν τʼ αφήνουν οι αστοί τις νύχτες δίχως έρωτα
(τι τον χρειάζεται τον έρωτα ένʼ άγαλμα;)
Χωρίς φιλιά, χωρίς συμπόνια,
(τι μπορεί να αισθανθεί ένα άγαλμα;
Είμαι λοιπόν πολύ καλά·
δες με αν αμφιβάλλεις.
Κοιτάζω σαν προτομή από γύψο
κι είνʼ η ζωή μου ένας φρουρός στρατιώτης
που ʼχει την εύκολη δουλειά
να κάνει απλώς ό, τι του λέει ο λοχαγός του.
(Καλησπέρα σας. Καληνύχτα σας.
Τι κάνετε;)
Πολύ καλά. Να μην ανησυχείς.
~
από το βιβλίο Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα 1940 - 1993, εκδ. Ερμής, 1998
Είμαι πολύ καλά.
Στέκομαι καθώς στέκονται
τʼ αγάλματα στους κήπους και στις ανοιχτές πλατείες
όταν τʼ αφήνουν οι αστοί τις νύχτες δίχως έρωτα
(τι τον χρειάζεται τον έρωτα ένʼ άγαλμα;)
Χωρίς φιλιά, χωρίς συμπόνια,
(τι μπορεί να αισθανθεί ένα άγαλμα;
Είμαι λοιπόν πολύ καλά·
δες με αν αμφιβάλλεις.
Κοιτάζω σαν προτομή από γύψο
κι είνʼ η ζωή μου ένας φρουρός στρατιώτης
που ʼχει την εύκολη δουλειά
να κάνει απλώς ό, τι του λέει ο λοχαγός του.
(Καλησπέρα σας. Καληνύχτα σας.
Τι κάνετε;)
Πολύ καλά. Να μην ανησυχείς.
~
από το βιβλίο Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα 1940 - 1993, εκδ. Ερμής, 1998
ενότητα «Πέντε ποιήματα» (1954-1957)
πηγή
πηγή
Ο Σταύρος Βαβούρης, (Αθήνα, 1925 - Αθήνα, 2008) ήταν Έλληνας ποιητής.
Την περίοδο 1946-1952 σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εξαιρετικά δραστήριος παρά μια εκ γενετής αναπηρία, εργάστηκε ως
καθηγητής φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Πρώτες του δημοσιεύσεις ήταν τα
ποιήματα «Σοφίας κρίματα» στο περιοδικό «Ξεκίνημα» της Θεσσαλονίκης
(Ιούνιος 1944, τεύχος 6-7), και «Χίμαιρα» στο περιοδικό «Νεανική φωνή».
Στα πρώτα ποιήματά του ακολουθεί την τεχνική του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Δίνοντάς τους δραματουργική μορφή, σφραγίζει πρόσωπα με ιστορική
υπόσταση με την αβεβαιότητα του έρωτα και το τραύμα που προκαλεί η
απώλεια. Μετά το 1980 πραγματοποιεί στροφή στο έργο του: αιχμηρά αλλά
και με ειρωνεία παρουσιάζει τη ματαιότητα του έρωτα και το ανέφικτο της
ευτυχίας. Ποιητής του πάθους, που δοκιμάζεται στα όρια της οδύνης,
μιλάει σωματικά για τον έρωτα, συγκρατημένα και κομψά, χωρίς να κάνει
δηλώσεις για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Μόνο στα ποιήματα της
τελευταίας εικοσαετίας και μετά την έξοδό του από τη δευτεροβάθμια
εκπαίδευση, αναφέρεται ανοιχτά στην ομοφυλοφιλία του. Ανήκει στην πρώτη
μεταπολεμική γενιά. Το 1986 του απονεμήθηκε το 2ο Κρατικό Βραβείο
Ποίησης για τη συλλογή «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα». Ποιήματά
του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, ολλανδικά, πολωνικά, βουλγαρικά. [Βιογραφία]