Όσα δεν μπόρεσα ποτέ να σου πω
στα γράφω εδώ, και μη παρέκει.
Ξέχνα το άνθος το ατσάλινο
που κορδώνεται με έπαρση
μπροστά στη θεομηνία
γιατί ο Θεός ήταν συνένοχός μου
ανώνυμος βαδίζει πια
φορώντας τα ιμάτιά μου.
Ξέχνα το κουρδιστό αυτό χαμόγελο
είναι μέγγενη γεμάτο σαρκοφάγο μέλι
και λίγο δηλητήριο για το δικό μου ξόδι.
Αν βγάλεις τη σκληρή τέφρα
που σου σκεπάζει τα μάτια
θα με δεις ολάκερη έναν σκελετό
από μονταρισμένα κρίματα.
Δεν είμαι όλη φως
έχω ένα σκοτάδι που με ξετινάζει διαρκώς
και μου φορτώνει τα πηγάδια του
στάλα-στάλα πέφτω από τις στέγες
και με μαζεύουν σε κουβάδες οι νοικοκυρές
με πίνουν γουλιά-γουλιά οι μπεκρήδες.
Αν με ακουμπήσεις δεν θα βρεις μουσελίνα παρθενική
ριγμένη απαλά στους ώμους
μην με μαρκάρεις κατάσαρκα και συ
και να λένε «να η γριά πουτάνα του Άουσβιτς»
με το αλλήθωρο το μάτι
με τα διπλά οράματα
και σινιάλα ασθενικά της νιότης της
δείτε πώς τριγυρνά με τη ρετσινιά του ποδόγυρου
πετσί και κόκαλο με τις αλυσίδες του Προμηθέα.
Έχω ένα στομάχι σκέτη μαύρη τρύπα
με μόνο γιατρικό κάτι ληγμένες σόδες και ξερνοβολητά
που γίνεται χοάνη για όλα τα βαλάντια.
Μην τρομάζεις και μην τρέχεις τόσο γρήγορα
ο καρπός μου κουμπώνει στο χέρι σου σαν από πάντα
απλά ήθελα να με δεις με διάφανα οστά
γιατί κουράστηκα να φασκιώνομαι με πέταλα λευκά.
*
Κάθε νύχτα
τα μανίκια μένουν
σφιχτά να με αγκαλιάζουν.
~
από τη συλλογή Αντιδραστήρας, εκδ. Ενύπνιο, 2020
πηγή
στα γράφω εδώ, και μη παρέκει.
Ξέχνα το άνθος το ατσάλινο
που κορδώνεται με έπαρση
μπροστά στη θεομηνία
γιατί ο Θεός ήταν συνένοχός μου
ανώνυμος βαδίζει πια
φορώντας τα ιμάτιά μου.
Ξέχνα το κουρδιστό αυτό χαμόγελο
είναι μέγγενη γεμάτο σαρκοφάγο μέλι
και λίγο δηλητήριο για το δικό μου ξόδι.
Αν βγάλεις τη σκληρή τέφρα
που σου σκεπάζει τα μάτια
θα με δεις ολάκερη έναν σκελετό
από μονταρισμένα κρίματα.
Δεν είμαι όλη φως
έχω ένα σκοτάδι που με ξετινάζει διαρκώς
και μου φορτώνει τα πηγάδια του
στάλα-στάλα πέφτω από τις στέγες
και με μαζεύουν σε κουβάδες οι νοικοκυρές
με πίνουν γουλιά-γουλιά οι μπεκρήδες.
Αν με ακουμπήσεις δεν θα βρεις μουσελίνα παρθενική
ριγμένη απαλά στους ώμους
μην με μαρκάρεις κατάσαρκα και συ
και να λένε «να η γριά πουτάνα του Άουσβιτς»
με το αλλήθωρο το μάτι
με τα διπλά οράματα
και σινιάλα ασθενικά της νιότης της
δείτε πώς τριγυρνά με τη ρετσινιά του ποδόγυρου
πετσί και κόκαλο με τις αλυσίδες του Προμηθέα.
Έχω ένα στομάχι σκέτη μαύρη τρύπα
με μόνο γιατρικό κάτι ληγμένες σόδες και ξερνοβολητά
που γίνεται χοάνη για όλα τα βαλάντια.
Μην τρομάζεις και μην τρέχεις τόσο γρήγορα
ο καρπός μου κουμπώνει στο χέρι σου σαν από πάντα
απλά ήθελα να με δεις με διάφανα οστά
γιατί κουράστηκα να φασκιώνομαι με πέταλα λευκά.
*
Κάθε νύχτα
τα μανίκια μένουν
σφιχτά να με αγκαλιάζουν.
~
από τη συλλογή Αντιδραστήρας, εκδ. Ενύπνιο, 2020
πηγή
Η Ελένη (Suela) Ντούξη γεννήθηκε το 1979 στους Αγίους Σαράντα της Αλβανίας και ζει στην Αθήνα από το 1993. Σπούδασε Θεολογία στο ΕΚΠΑ και κλασική κιθάρα. Τίτλοι βιβλίων: Μείον δεκάξι (Μελάνι, 2016 - Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα στην Ποίηση του περιοδικού "Αναγνώστης", το 2017). Αντιδραστήρας (Ενύπνιο, 2020)