πορεύομαι στον πήλινο κόσμο
απ’ την καρδιά στους δρόμους χελιδόνια
κάθε μου βήμα της ζωής τους τέλος
πορεύομαι σε αστραφτερούς καθρέφτες
που κίβδηλα προβάλλουν είδωλα
πίσω από κάτασπρες κουρτίνες
πορεύομαι σε πανοπλίες ατσάλινες
σπαθιά στο πρόσωπο χαράζουν
τα σημάδια των γκρίζων ανθρώπων
πήρα τις πλατιές λεωφόρους
κάτω από στύλων θαμπές αγχόνες
έκκληση αναπόκριτη
κίνησα με της πολιτείας το λήθαργο
κατάντικρυ στ’ άδειο φεγγάρι
περιδίνηση άμετρη
απώλειας αίστηση πριν την απόχτηση
όραση σκορπισμένη στο γυαλί
βγήκα στους δρόμους που δεν οδηγούν
το χτες
το σήμερα
το αύριο
διαχωρισμούς κουτούς ν’ αναζητήσω
μίλησα
και τα λόγια μου
στων μεγαφώνων τις κραυγές
παραμορφώθηκαν
άγγιξε
η λαμαρίνα
η λάσπη
η σάρκα
αντίγραφα
στα τραπεζάκια
της ανανέωσης ξεψύχησε η προσπάθεια
στην αγωνία του σπέρματος
τα χνώτα της αγάπης σβήσαν
όνειρα
στο μπετόν
συνθέτουν τα όριά τους
πόθοι χαρταετοί
πλανεύουνε
και πίσω μένουν
ενώ παράλογα η ζωή
δεν προχωρεί
σκαρφάλωσα στα τείχη
μέσα κι απέξω δρόμοι
καρατομημένοι
τους φίλους μου αποζήτησα
ονόματα της νιότης
φύγαν μαζί της
ναυάγησε η φαντασία τους
για μια στολή
μια υπόληψη
και δυο δεκάρες
συνάντησα της πολιτείας την επανάσταση
νιότη που ευνουχίστηκε
με χορούς
ντυσίματα
κρυφές φοβέρες κι αμοιβές
όσοι ασυμβίβαστοι
στις βίγλες άφιξη
μέρα και νύχτα άγρυπνοι περίμεναν
σαπίσανε
με χειροπέδες στο τσιμέντο μπρούμυτα
όσοι τολμήσανε
πήξανε πια τα αίματα
και σαν λαδομπογιές φαντάζουν
άψυχο κρέμεται στο παραπέτο το κεφάλι
άλλων η μέση τσακισμένη
όσοι την άνοιξη πιστέψαν
λεπτοδείχτες
σ’ άξονα ρολογιού σπασμένο
Γενναίοι δεν υπάρχουν πια
στης αγωνίας το μήκος
ό,τι ποτέ κι αν τραγουδήθηκε
παράφωνα αντήχησε
τόπο εδώ δεν έχουν τα τραγούδια
της ποίησης τα σύμβολα
άοσμο κουνουπίδι
και καρκίνος
διάπυρο φουγάρο
απ’ της φωτιάς την προσμονή
πού να στεγάσω
τις κρήνες που στάζουν
ρόγχο μακρόσυρτο;
όμως να κλείσει ο κύκλος πρέπει
να βρουν οι τύποι εκπλήρωση
ν’ αποδιωχτεί η συναίστηση
με απολαύσεις
μα η πολιτεία είναι νεκρή
με καθαρό πουκάμισο
γραβάτα
κι όπως η γέψη έντονη
οι φωταψίες
οι κραυγές
τα κύμβαλα
τα βροντερά πυροτεχνήματα
δε ξεγελούν
απ’ την καρδιά στους δρόμους χελιδόνια
κάθε μου βήμα της ζωής τους τέλος
πορεύομαι σε αστραφτερούς καθρέφτες
που κίβδηλα προβάλλουν είδωλα
πίσω από κάτασπρες κουρτίνες
πορεύομαι σε πανοπλίες ατσάλινες
σπαθιά στο πρόσωπο χαράζουν
τα σημάδια των γκρίζων ανθρώπων
πήρα τις πλατιές λεωφόρους
κάτω από στύλων θαμπές αγχόνες
έκκληση αναπόκριτη
κίνησα με της πολιτείας το λήθαργο
κατάντικρυ στ’ άδειο φεγγάρι
περιδίνηση άμετρη
απώλειας αίστηση πριν την απόχτηση
όραση σκορπισμένη στο γυαλί
βγήκα στους δρόμους που δεν οδηγούν
το χτες
το σήμερα
το αύριο
διαχωρισμούς κουτούς ν’ αναζητήσω
μίλησα
και τα λόγια μου
στων μεγαφώνων τις κραυγές
παραμορφώθηκαν
άγγιξε
η λαμαρίνα
η λάσπη
η σάρκα
αντίγραφα
στα τραπεζάκια
της ανανέωσης ξεψύχησε η προσπάθεια
στην αγωνία του σπέρματος
τα χνώτα της αγάπης σβήσαν
όνειρα
στο μπετόν
συνθέτουν τα όριά τους
πόθοι χαρταετοί
πλανεύουνε
και πίσω μένουν
ενώ παράλογα η ζωή
δεν προχωρεί
σκαρφάλωσα στα τείχη
μέσα κι απέξω δρόμοι
καρατομημένοι
τους φίλους μου αποζήτησα
ονόματα της νιότης
φύγαν μαζί της
ναυάγησε η φαντασία τους
για μια στολή
μια υπόληψη
και δυο δεκάρες
συνάντησα της πολιτείας την επανάσταση
νιότη που ευνουχίστηκε
με χορούς
ντυσίματα
κρυφές φοβέρες κι αμοιβές
όσοι ασυμβίβαστοι
στις βίγλες άφιξη
μέρα και νύχτα άγρυπνοι περίμεναν
σαπίσανε
με χειροπέδες στο τσιμέντο μπρούμυτα
όσοι τολμήσανε
πήξανε πια τα αίματα
και σαν λαδομπογιές φαντάζουν
άψυχο κρέμεται στο παραπέτο το κεφάλι
άλλων η μέση τσακισμένη
όσοι την άνοιξη πιστέψαν
λεπτοδείχτες
σ’ άξονα ρολογιού σπασμένο
Γενναίοι δεν υπάρχουν πια
στης αγωνίας το μήκος
ό,τι ποτέ κι αν τραγουδήθηκε
παράφωνα αντήχησε
τόπο εδώ δεν έχουν τα τραγούδια
της ποίησης τα σύμβολα
άοσμο κουνουπίδι
και καρκίνος
διάπυρο φουγάρο
απ’ της φωτιάς την προσμονή
πού να στεγάσω
τις κρήνες που στάζουν
ρόγχο μακρόσυρτο;
όμως να κλείσει ο κύκλος πρέπει
να βρουν οι τύποι εκπλήρωση
ν’ αποδιωχτεί η συναίστηση
με απολαύσεις
μα η πολιτεία είναι νεκρή
με καθαρό πουκάμισο
γραβάτα
κι όπως η γέψη έντονη
οι φωταψίες
οι κραυγές
τα κύμβαλα
τα βροντερά πυροτεχνήματα
δε ξεγελούν
~
από το βιβλίο Ίχνη του δέους Επιλεγμένα ποιήματα 1966 - 2017, εκδ. Ρώμη, 2018
(Ενότητα Οι άταφοι, 1966)
πηγή
από το βιβλίο Ίχνη του δέους Επιλεγμένα ποιήματα 1966 - 2017, εκδ. Ρώμη, 2018
(Ενότητα Οι άταφοι, 1966)
πηγή
Ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στην οδό Αγνώστου Στρατιώτου (Πλατεία
Δικαστηρίων) της Θεσσαλονίκης στις 14 Νοεμβρίου του 1938. Οι γονείς του
ήταν πρόσφυγες, ο πατέρας του, Νίκος, από το Σαλιχλί της Ιωνίας και η
μητέρα του, Αριστούλα, από τη Σωζόπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Αποφοίτησε από το αμερικανικό κολλέγιο Ανατόλια το 1957, φοίτησε για δύο
χρόνια στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. και, τελικά, σπούδασε διοίκηση
επιχειρήσεων. Εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος, αναλυτής συστημάτων και
διαδικασιών και μεταφραστής-διερμηνέας στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και
στο Λονδίνο. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη
για να ασκήσει το επάγγελμα του μελετητή-συμβούλου επιχειρήσεων ως το
1999. Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε από τα μαθητικά του χρόνια, ως
λογοτεχνικός συντάκτης των περιοδικών College News και Annual και,
αργότερα, ως αρχισυντάκτης του περιοδικού των αποφοίτων, Anatolia
Alumnus. To 1957 του απονεμήθηκε το 1ο βραβείο για το διήγημά του «Η ώρα
της δημιουργίας» στον ετήσιο διαγωνισμό του Anatolian. Έχει εκδώσει
συνολικά 40 βιβλία (24 συλλογές ποιημάτων και μία συγκεντρωτική έκδοση, 9
συλλογές διηγημάτων, 4 μυθιστορήματα και 3 παραμύθια για μεγάλους).
Διηγήματα και ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στις εφημερίδες Το Βήμα,
Νέα, Αυγή, Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, κ.α., και σε πολλά λογοτεχνικά
περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί, κυρίως από πανεπιστημιακούς
δασκάλους, σε εννέα ευρωπαϊκές γλώσσες, στις Η.Π.Α. και τον Καναδά, και
έχουν περιληφθεί σε πολλές έντυπες και ηλεκτρονικές ελληνικές και ξένες
ανθολογίες καθώς και στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Μέσης
Εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο. Ήταν τακτικός συνεργάτης του
περιοδικού Νέα Πορεία επί 30 χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του ¨70.
Οργάνωσε και έλαβε μέρος σε πολλές λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Υπήρξε
αντιπρόεδρος της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών Β.Ε. και της Πανελλήνιας
Πολιτιστικής Κίνησης και μέλος του Δ. Σ. της Εταιρίας Λογοτεχνών
Θεσσαλονίκης και της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κ.Θ.Β.Ε. Το 1989 του
απονεμήθηκε το Βραβείο Μυθιστορήματος Επιστημονικής Φαντασίας της
Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς για το παραμύθι του Σοτοσαπόλ ο
Χρυσοθήρας και το 2009 το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του Ο
δρόμος για την Ουρανούπολη, 2008. [από το nikiforou-poems.gr]




(1).jpg)
.png)

