κατάγγιχτα στη νύχτα και την άσφαλτο
τα τείχη
η θάλασσα
οξυγώνια κτίσματα λογχίζουν τον ουρανό
καράβια σταχτωμένα από σιγή
της πολιτείας τα νεφελώματα
ρομφαίες στο νερό
μυριόχρωμες
βραχνές φωνές
αποχαμένες πριν την άρθρωση
στου μπετόν τους σπόνδυλους
γαλήνη
πηχτό το μαζούτ
πέτρα ο κάμπος
κάτω από του βορρά τον άνεμο
ως τα τεφρά βουνά
σφραγίδες του ορίζοντα
καμπάνες τοξεύουν την ατμόσφαιρα
οι θόρυβοι αναθρώσκουν
απ’ όλες τις μεριές
πάνω από δέντρα
σπίτια
διαφημίσεις
μέχρι το θόλο του καπνού
πόρτες σ’ εναλλαγή
άνθρωποι βιαστικοί
πυκνώνουν στου τέλματος τις όχτες
με μάτι αδίσταχτο
το άγαλμα του χρυσού θεού
στον ήλιο μεγαλόπρεπα απαστράφτοντας
αγέρωχο
γιομάτο υποσχέσεις κι απαιτήσεις
όλες της πολιτείας τις μέρες
τις νύχτες τον ανήσυχο ύπνο
η απόχτησή του βασανίζει
καθώς ο νους τους μηχανεύεται
τρόπους το τέλμα να διαβούνε
με τους αγκώνες
προχωρούν
με της παλάμης την ανάστροφη
σκουπίζονται
βούρκος το πρόσωπο
τυφλώνουν με λασπόνερα τους άλλους
κέρδος η καθυστέρησή τους
και του χρυσού θεού το άγαλμα
αστράφτει
ηλεχτρίζει
έλκει
μεθά
θαμπώνει
στο τέλος λίγοι
αστμαίνοντας
ηδονικά το μέτωπο αποθέτουν
στου αγάλματος τα πέλματα
ως ο χρυσός θεός
αμόλυντοι
δάχτυλα που στην άκρη της αχτής
γαντζώνονται
λιώμα στις αδυσώπητες πατούσες
στο βούρκο απολαχτίζουν
φωνές θριάμβου και κραυγές
ραπίσματα
απόγεμα
σκιές απ’ το παράθυρο
πρόσκαιρα σχήματα στο πάτωμα
στο λιθόστρωτο της επιστροφής
κατάκοπο το βήμα
της προσμονής αγκάλες ανοιχτές
υποδοχή
απόγεμα ως το βράδυ
λάφυρα στο τραπέζι και λεπίδες
καθαρά ρούχα
αλλαγή προσωπίδας
έξοδος
στη μήτρα της μνήμης
η τύψη αμβλώθηκε
αλαλαγμοί οι μέρες
για κάποιο αύριο
μέρας ωστόσο αλλιώτικης
ξημέρωμα
τα λάβαρα πολύχρωμα στον άνεμο
πολεμικοί παιάνες
για θαμασμό τα πλήθη
παιδιά με το ασπρογάλαζο της νίκης φόρεμα
μέρα γιορτής
στο στήθος περηφάνια αγκιστρωμένη
ορθά τα μέτωπα μετά την κλίση
τάξη απόλυτη
δεμένη με σκοινί
ζητωκραυγές
μέρα γιορτής το δίχως άλλο
άλογα
πλοία
πουλιά
ατσάλινα
λουλούδια στα μπαλκόνια
χαρά η πολιτεία ολάκερη
με δίχως όραση
για σάλπιγγες
ούτε ακοή
ύφος στις περιστάσεις άπρεπο
τέσσερις
κι άλλοι δυο
με εργαλεία κατάλληλα
βαθιές στους ώμους χαρακιές
στη μέση στέκονται
γυμνό το φέρετρό τους
ν’ αποθέσουν
λάθος
στοιχεία ενδειχτικά
περίφραξη
ανύπαρχτα
τα κυπαρίσσια λείπουν
ανώφελος ισχυρισμός
φως εκτυφλωτικό
προθήκες χρυσοποίκιλτες
μεγάλο λάθος
η πολιτεία τέλος τέλος
γιορτάζει σήμερα
και πάλι οι απροσάρμοστοι κινούνε
καλά ωστόσο ξέροντας
πως κοιμητήρι άλλο δεν υπάρχει
άκαμπτοι οι τρελοί
στις βίγλες κι άγρυπνοι
μια κάποιαν άφιξη προσμένουν
άταφοι
μες στους άταφους
πού ο ανείδωτος θεός
ήλιος επώδυνος
τα όνειρα απειροβαθή
και τα φάσματα της αγάπης
πού τ’ ανοξείδωτα χείλη
και των δαχτύλων ο μαγνητισμός
πού η ανάσα και πού η μετάγγιση
και της νιότης το γλαυκό φόρεμα;
τα τείχη
η θάλασσα
οξυγώνια κτίσματα λογχίζουν τον ουρανό
καράβια σταχτωμένα από σιγή
της πολιτείας τα νεφελώματα
ρομφαίες στο νερό
μυριόχρωμες
βραχνές φωνές
αποχαμένες πριν την άρθρωση
στου μπετόν τους σπόνδυλους
γαλήνη
πηχτό το μαζούτ
πέτρα ο κάμπος
κάτω από του βορρά τον άνεμο
ως τα τεφρά βουνά
σφραγίδες του ορίζοντα
καμπάνες τοξεύουν την ατμόσφαιρα
οι θόρυβοι αναθρώσκουν
απ’ όλες τις μεριές
πάνω από δέντρα
σπίτια
διαφημίσεις
μέχρι το θόλο του καπνού
πόρτες σ’ εναλλαγή
άνθρωποι βιαστικοί
πυκνώνουν στου τέλματος τις όχτες
με μάτι αδίσταχτο
το άγαλμα του χρυσού θεού
στον ήλιο μεγαλόπρεπα απαστράφτοντας
αγέρωχο
γιομάτο υποσχέσεις κι απαιτήσεις
όλες της πολιτείας τις μέρες
τις νύχτες τον ανήσυχο ύπνο
η απόχτησή του βασανίζει
καθώς ο νους τους μηχανεύεται
τρόπους το τέλμα να διαβούνε
με τους αγκώνες
προχωρούν
με της παλάμης την ανάστροφη
σκουπίζονται
βούρκος το πρόσωπο
τυφλώνουν με λασπόνερα τους άλλους
κέρδος η καθυστέρησή τους
και του χρυσού θεού το άγαλμα
αστράφτει
ηλεχτρίζει
έλκει
μεθά
θαμπώνει
στο τέλος λίγοι
αστμαίνοντας
ηδονικά το μέτωπο αποθέτουν
στου αγάλματος τα πέλματα
ως ο χρυσός θεός
αμόλυντοι
δάχτυλα που στην άκρη της αχτής
γαντζώνονται
λιώμα στις αδυσώπητες πατούσες
στο βούρκο απολαχτίζουν
φωνές θριάμβου και κραυγές
ραπίσματα
απόγεμα
σκιές απ’ το παράθυρο
πρόσκαιρα σχήματα στο πάτωμα
στο λιθόστρωτο της επιστροφής
κατάκοπο το βήμα
της προσμονής αγκάλες ανοιχτές
υποδοχή
απόγεμα ως το βράδυ
λάφυρα στο τραπέζι και λεπίδες
καθαρά ρούχα
αλλαγή προσωπίδας
έξοδος
στη μήτρα της μνήμης
η τύψη αμβλώθηκε
αλαλαγμοί οι μέρες
για κάποιο αύριο
μέρας ωστόσο αλλιώτικης
ξημέρωμα
τα λάβαρα πολύχρωμα στον άνεμο
πολεμικοί παιάνες
για θαμασμό τα πλήθη
παιδιά με το ασπρογάλαζο της νίκης φόρεμα
μέρα γιορτής
στο στήθος περηφάνια αγκιστρωμένη
ορθά τα μέτωπα μετά την κλίση
τάξη απόλυτη
δεμένη με σκοινί
ζητωκραυγές
μέρα γιορτής το δίχως άλλο
άλογα
πλοία
πουλιά
ατσάλινα
λουλούδια στα μπαλκόνια
χαρά η πολιτεία ολάκερη
με δίχως όραση
για σάλπιγγες
ούτε ακοή
ύφος στις περιστάσεις άπρεπο
τέσσερις
κι άλλοι δυο
με εργαλεία κατάλληλα
βαθιές στους ώμους χαρακιές
στη μέση στέκονται
γυμνό το φέρετρό τους
ν’ αποθέσουν
λάθος
στοιχεία ενδειχτικά
περίφραξη
ανύπαρχτα
τα κυπαρίσσια λείπουν
ανώφελος ισχυρισμός
φως εκτυφλωτικό
προθήκες χρυσοποίκιλτες
μεγάλο λάθος
η πολιτεία τέλος τέλος
γιορτάζει σήμερα
και πάλι οι απροσάρμοστοι κινούνε
καλά ωστόσο ξέροντας
πως κοιμητήρι άλλο δεν υπάρχει
άκαμπτοι οι τρελοί
στις βίγλες κι άγρυπνοι
μια κάποιαν άφιξη προσμένουν
άταφοι
μες στους άταφους
πού ο ανείδωτος θεός
ήλιος επώδυνος
τα όνειρα απειροβαθή
και τα φάσματα της αγάπης
πού τ’ ανοξείδωτα χείλη
και των δαχτύλων ο μαγνητισμός
πού η ανάσα και πού η μετάγγιση
και της νιότης το γλαυκό φόρεμα;
~
από το βιβλίο Ίχνη του δέους Επιλεγμένα ποιήματα 1966 - 2017, εκδ. Ρώμη, 2018
(Ενότητα Οι άταφοι, 1966)
πηγή
από το βιβλίο Ίχνη του δέους Επιλεγμένα ποιήματα 1966 - 2017, εκδ. Ρώμη, 2018
(Ενότητα Οι άταφοι, 1966)
πηγή
Ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στην οδό Αγνώστου Στρατιώτου (Πλατεία
Δικαστηρίων) της Θεσσαλονίκης στις 14 Νοεμβρίου του 1938. Οι γονείς του
ήταν πρόσφυγες, ο πατέρας του, Νίκος, από το Σαλιχλί της Ιωνίας και η
μητέρα του, Αριστούλα, από τη Σωζόπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Αποφοίτησε από το αμερικανικό κολλέγιο Ανατόλια το 1957, φοίτησε για δύο
χρόνια στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. και, τελικά, σπούδασε διοίκηση
επιχειρήσεων. Εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος, αναλυτής συστημάτων και
διαδικασιών και μεταφραστής-διερμηνέας στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και
στο Λονδίνο. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη
για να ασκήσει το επάγγελμα του μελετητή-συμβούλου επιχειρήσεων ως το
1999. Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε από τα μαθητικά του χρόνια, ως
λογοτεχνικός συντάκτης των περιοδικών College News και Annual και,
αργότερα, ως αρχισυντάκτης του περιοδικού των αποφοίτων, Anatolia
Alumnus. To 1957 του απονεμήθηκε το 1ο βραβείο για το διήγημά του «Η ώρα
της δημιουργίας» στον ετήσιο διαγωνισμό του Anatolian. Έχει εκδώσει
συνολικά 40 βιβλία (24 συλλογές ποιημάτων και μία συγκεντρωτική έκδοση, 9
συλλογές διηγημάτων, 4 μυθιστορήματα και 3 παραμύθια για μεγάλους).
Διηγήματα και ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στις εφημερίδες Το Βήμα,
Νέα, Αυγή, Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, κ.α., και σε πολλά λογοτεχνικά
περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί, κυρίως από πανεπιστημιακούς
δασκάλους, σε εννέα ευρωπαϊκές γλώσσες, στις Η.Π.Α. και τον Καναδά, και
έχουν περιληφθεί σε πολλές έντυπες και ηλεκτρονικές ελληνικές και ξένες
ανθολογίες καθώς και στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Μέσης
Εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο. Ήταν τακτικός συνεργάτης του
περιοδικού Νέα Πορεία επί 30 χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του ¨70.
Οργάνωσε και έλαβε μέρος σε πολλές λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Υπήρξε
αντιπρόεδρος της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών Β.Ε. και της Πανελλήνιας
Πολιτιστικής Κίνησης και μέλος του Δ. Σ. της Εταιρίας Λογοτεχνών
Θεσσαλονίκης και της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κ.Θ.Β.Ε. Το 1989 του
απονεμήθηκε το Βραβείο Μυθιστορήματος Επιστημονικής Φαντασίας της
Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς για το παραμύθι του Σοτοσαπόλ ο
Χρυσοθήρας και το 2009 το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του Ο
δρόμος για την Ουρανούπολη, 2008. [από το nikiforou-poems.gr]




(1).jpg)
.png)

