ΜΑΚΒΕΘ
William Shakespeare
(Δράμα σε πέντε πράξεις και είκοσι οχτώ σκηνές)
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Εξοχή άδενδρος· Κεραυνοί και αστραπαί.
Εισέρχονται ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Πότε θα ξαναϊδούμε μια την άλλη μας;
Με την ανεμοζάλη; μ' αστραπόβροντα;
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Αφού ο κρότος παύση κ' η οχλοβοή,
κ' η μάχη τελειώση, — χάσουν ή χαθούν.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Προτού ο ήλιος δύση τούτο θα γενή.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Το μέρος πού;
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
'Σ τον λόγγο.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Θ' απαντήσωμεν
τον Μάκβεθ εκεί πέρα.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Να 'μ', Ασπρόγατα (2)!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Μας κράζ' η Κουβακίνα.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ήλθα, — έφθασα !
ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ
Είν' τα ωραία φρίκη, φρίκη τα καλά.
Άνεμοι πάρετέ μας, πάχνη κρύψε μας!
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Β'
Στρατόπεδον πλησίον της πόλεως Φόρες.
Σάλπιγγες έσωθεν. Εισέρχονται ο ΔΩΓΚΑΝ, ο ΜΑΛΚΟΛΜ, ο ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ, και
ο ΛΕΝΟΞ μετά συνοδίας στρατιωτικής, συναντώσι δ' επί της σκηνής
πληγωμένον αξιωματικόν.
ΔΩΓΚΑΝ
Τι είν' ο άνθρωπος αυτός ο αιματοβαμμένος;
Αν κρίνω απ' την όψιν του, να μας ειπή θα 'ξεύρη
τα νέα από τον πόλεμον.
ΜΑΛΚΟΛΜ
Είναι αυτός ο ίδιος,
που μ' έσωσ' η ανδρεία του απ' την αιχμαλωσίαν.
Καλώς σε ηύρα, φίλε μου! Ειπέ 'ς τον βασιλέα
πώς άφησες τον πόλεμον;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Αμφίβολον ακόμη.
Ήτο 'σαν δυο κολυμβηταί, κ' οι δύο κουρασμένοι,
που προσπαθούν αγκαλιαστοί τον άλλον ποιος να πνίξη.
Ο άσπλαγχνος Μακδόβαλδος… — (ο άξιος αλήθεια
να είν' αντάρτης! Δι' αυτό τον 'προίκισεν η φύσις
με όλας τας κακίας του!) έλαβ' επικουρίαν
απ' της Σκωτίας τα νησιά, οπλίτας και τοξότας·
κ' η Τύχη γλυκοκύτταξε τα ανομήματά του
κ' ενόμιζες πως έγεινε η πόρνη του αντάρτου!
Τα πάντα όμως του κακού, διότι ο γενναίος
ο Μάκβεθ, — το επίθετον Γενναίος το αξίζει, —
ο Μάκβεθ Τύχην δεν ψηφά, φουκτόνει το σπαθί του
από το αίμα της σφαγής ακόμη αχνισμένο,
ανοίγει δρόμον, προχωρεί, το θρέμμα της Ανδρείας,
ως που τον άπιστον εχθρόν τον αντιμετωπίζει·
κ' εκεί, αντί χαιρετισμόν ή καλημέρισμά του,
από τον ώμον 'ς την κοιλιά τον κόπτει πέρα πέρα,
κ' επάνω εις τους πύργους μας στήνει την κεφαλήν του.
ΔΩΓΚΑΝ
Ω τον ανδρείον στρατηγόν, τον άξιόν μου φίλον!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Καθώς ανεμοστρόβιλοι και κεραυνοί ξεσπάνουν
εκεί απ' όπου την αυγήν ο ήλιος πρωτολάμπει,
το ίδιον τώρα, — βάσανα καινούρια ξεφυτρόνουν
απ' την πηγήν που έλεγες πως θάλθη η σωτηρία.
Μόλις την ράχιν οι εχθροί μας έδειξαν, διωγμένοι
απ' του Δικαίου το σπαθί 'ς το χέρι της Ανδρείας,
κι' ο αρχηγός των Νορβεγών την ευκαιρίαν βλέπει,
και με νεόπαστρα σπαθιά και με συμμάχους νέους
αρχίζει νέαν έφοδον.
ΔΩΓΚΑΝ
Τον Μάκβεθ και τον Βάγκον
αυτό δεν τους ετάραξε;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Ω ναι, όσον ταράζει
το λεοντάρι ο λαγός ή αετόν σπουργίτης!
Ήσαν κ' οι δυο, — διά να 'πώ αληθινά πώς ήσαν, —
ωσάν κανόνια με διπλά γεμίσματα γεμάτα!
Διπλά κ' οι δύο τον εχθρόν και τρίδιπλα 'κτυπούσαν
ωσάν να θέλουν να λουσθούν εις αίματ' αχνισμένα,
ή ένα νέον Γολγοθά ν' αναστηλώσουν… Όμως
'λιγοθυμώ… Βοήθειαν γυρεύουν αι πληγαί μου.
ΔΩΓΚΑΝ
Επίσης με τα λόγια σου σ' αρμόζουν κ' αι πληγαί σου·
τιμήν μυρίζουν και τα δυο. — Χειρούργους φέρετέ του.
(Εξέρχεται ο αξιωματικός συνοδευόμενος).
Ποιος είν' αυτός που έρχεται;
ΜΑΛΚΟΛΜ
Είναι του Ρως ο Θάνης (3).
ΛΕΝΟΞ
Λάμπει η ορμή 'ς τα μάτια του! Αυτήν την όψιν έχει
ένας, που έρχεται να 'πη μεγάλα νέα!
ΡΩΣ εισερχόμενος.
Ζήτω
ο Δώγκαν!
ΔΩΓΚΑΝ
Πόθεν έρχεσαι, ω άξιέ μου Θάνη;
ΡΩΣ
Από το Φάιφ, βασιλεύ, από το Φάιφ, όπου
των Νορβεγών τα φλάμπουρα με τον αέρα παίζουν
και μας δροσίζουν τον στρατόν με το ανέμισμά των.
Ο βασιλεύς των Νορβεγών με τ' άπειρά του πλήθη,
με βοηθόν τον Καουδώρ, τον άτιμον προδότην,
ήρχισε πόλεμον φρικτόν. Αλλά τον αντικρύζει
ο Μάκβεθ ο ατρόμητος, ο ψυχοϋιός της Νίκης,
στήθος με στήθος, το σπαθί 'ς το χέρι, έως ότου
εκλόνισε κ' εδάμασε την τύχην του αντάρτου
και είμεθα οι νικηταί ημείς!
ΔΩΓΚΑΝ
Ω ευτυχία!
ΡΩΣ
Τώρα ζητεί συμβιβασμόν ο Νορβεγός, ο Σβένος·
αλλά δεν τον αφίνομεν να θάψη τους νεκρούς του
αν δεν πληρώση εις μετρητά το πρόστιμον της νίκης (4).
ΔΩΓΚΑΝ
Δεν θα προδώση 'ς το εξής του Καουδώρ ο Θάνης!
Πήγαινε, δόσε προσταγήν να φονευθή αμέσως,
και να δοθή του Καουδώρ ο τίτλος εις τον Μάκβεθ.
ΡΩΣ
Θα γείνη όπως ώρισες.
ΔΩΓΚΑΝ
Ό,τι εκείνος χάνει,
τ' αξίζει και το αποκτά ο ευγενής ο Μάκβεθ!
(Εξέρχονται)
ΣΚΗΝΗ Γ'.
Εξοχή άδενδρος πλησίον του Φόρες. Κεραυνοί.
Εισέρχονται αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Πού ήσουν αδελφή μου;
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χοίρους έσφαζα.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Συ, αδελφή, πού ήσουν;
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Μία ναύτισσα
εις την ποδιά της μέσα είχε κάστανα
κ' εμάσσα, 'μάσσα 'μάσσα. — Δος μου, λέγω της.
— Κρημνίσου, στρίγγλα, λέγει, πήγαιν' απ' εδώ
Και μ' έδιωξ' η βρωμούσα, η αχόρταγη!
'Σ τα ξένα ταξειδεύει τώρ' ο άνδρας της·
πηγαίνει 'ς το Χαλέπι (5) το καράβι του·
κ' εγώ εκεί θα 'πάγω 'ς ένα κόσκινο·
θα είμ' ένα ποντίκι με χωρίς ουρά (6),
να κάμω και να κάμω, να της δείξω 'γώ!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Θα έχης από 'μένα έναν άνεμον.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ευχαριστώ.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Σου δίδω άλλον ένα 'γώ.
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Έχω κ' εγώ τους άλλους· έχω μάλιστα
και όλους τους λιμένας όπου θα φυσούν,
και όλα τα σημεία όθεν έρχονται,
και όσα έχει η χάρτα των θαλασσινών,
θα τον αποστεγνώσω 'σαν το άχυρο. —
Ο ύπνος, νύκτα 'μέρα, δεν θα έρχεται
'ς την κουρασμένη σκέπη των βλεφάρων του·
ωσάν αφωρισμένος άνθρωπος θα ζη·
εννηά φοραίς εννέα επταήμερα
θα λυόνη, θα στραγγίζη, θα μαραίνεται!
Θα τον ανεμοδέρνω εις τα κύματα
κι' ας μη 'μπορώ να πνίξω το καράβι του!
Κύτταξ' εδώ τι έχω.
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Δόσε μου να ιδώ.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ενός πιλότου έχω ένα δάκτυλο,
οπού ενώ γυρνούσεν εναυάγησε,
(Τύμπανα έσωθεν).
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Τα τύμπανα! Ο Μάκβεθ έρχετ', έρχεται!
ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ
Τρεις Μοίραις, καλομοίραις, αδελφαίς κ' αι τρεις
της γης και του αέρος ταξειδεύτριαις,
γυρνούν χειροπιασμέναις ολοτρίγυρα
Τρεις γύρους δι εσένα, τρεις φοραίς εγώ,
και τρεις φοραίς ακόμη, — έγειναν εννηά (7)!
Τελείωσαν τα μάγια! Τώρα σιωπή!
(Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ και ο ΒΑΓΚΟΣ).
ΜΑΚΒΕΘ
Δεν είδα 'μέραν, 'σαν αυτήν, τόσον φρικτήν κι' ωραίαν!
ΒΑΓΚΟΣ
Πόσον να θέλη απ' εδώ 'ς το Φόρες;… Ω! Τι είναι
αυτά τα όντα τ' άγρια, τα καταζαρωμένα;
Δεν 'μοιάζουν κάτοικοι της γης αν και πατούν το χώμα!
Τι είσθε; Ζήτε; Άνθρωπος 'μπορεί να σας λαλήση;
Αποκριθήτε! Φαίνεσθε ωσάν να μ' εννοήτε,
διότι αναιβάζετε η κάθε μια συγχρόνως
το ξεραμένο δάκτυλο 'ς τα μαραμένα χείλη.
Αν έλειπαν τα γένεια σας θα έλεγα ότ' είσθε
γυναίκες!
ΜΑΚΒΕΘ
Ομιλήσετε αν δύνασθε! Τι είσθε;
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε, ω Μάκβεθ, χαίρε συ, Μάκβεθ, του Γλάμη Θάνη!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε, ω Μάκβεθ, χαίρε συ, του Καουδώρ ο Θάνης!
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε, ω Μάκβεθ, Βασιλεύς μετέπειτα θα γείνης!
ΒΑΓΚΟΣ
Ω φίλε, τι ξιππάζεσαι, ωσάν να σε φοβίζουν
ακούσματα ευχάριστα; — Εσείς, σας εξορκίζω,
αποκριθήτε! — Πλάσματα της φαντασίας είσθε,
ή όντα είσθ' αληθινά κ' αι τρεις, καθώς σας βλέπω;
'ς τον σύντροφόν μου είπετε τον τωρινόν του τίτλον,
και του επρομαντεύσετε με τους χαιρετισμούς σας
και μέλλουσαν ευγένειαν κ' ελπίδα βασιλείας,
ώστ' έμεινε εις έκστασιν. Δεν μου 'μιλείτ' εμένα;
Ανίσως και προβλέπετε ο Χρόνος τι θα σπείρη,
εάν να 'πήτε δύνασθε ποιος σπόρος θα φυτρώση
και ποίος όχι, 'πήτε μου κ' εμέ, που δεν γυρεύω
την χάριν ή την έχθραν σας, αλλ' ούτε την φοβούμαι!
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε και συ!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε και συ!
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε και συ, ω Βάγκε!
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Του Μάκβεθ ταπεινότερε και μεγαλείτερέ του!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Όχι εξ ίσου ευτυχή, αλλ' ευτυχέστερέ του!
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Συ θα γεννήσης βασιλείς κι' αν βασιλεύς δεν γείνης.
Λοιπόν κ' οι δύο χαίρετε, ο Μάκβεθ και ο Βάγκος!
ΜΑΚΒΕΘ
Σταθήτε, γλώσσαι σκοτειναί, και άλλα να μου' πήτε,
Του Γλάμη Θάνην μ' έκαμεν ο θάνατος του Σίνελ (8)
αυτό το ξεύρω· αλλά πώς του Καουδώρ ο τίτλος;
Ο Θάνης ζη του Καουδώρ κ' είναι πολύς και μέγας!
Το δε να γείνω βασιλεύς, απίθανον εξ ίσου
όσον να γείνω Καουδώρ. Να μου ειπήτε πόθεν
σας έρχετ' η ανήκουστος αυτή πληροφορία;
και διατί 'ς αυτόν εδώ τον έρημον τον λόγγον
μ' αυτούς σας τους προφητικούς χαιρετισμούς κ' αι τρεις σας
τον δρόμον μας εκόψετε; Σας εξορκίζω, 'πήτε!
(Αι Μάγισσαι εξαλείφονται)
ΒΑΓΚΟΣ
Βγάζει κ' η γη, 'σαν το νερό κ' εκείνη, φουσκαλίδες!
Φούσκαις της γης ήσαν κι' αυταί. Τι έγειναν; πού είναι;
ΜΑΚΒΕΘ
Εις τον αέρα. 'Σκόρπισε το άυλο κορμί των
καθώς αχνός 'ς τον άνεμον. Ας έμεναν ακόμη!
ΒΑΓΚΟΣ
Τα όντ' αυτά τα είδαμεν αληθινά εμπρός μας,
ή μη εφάγαμεν κ' οι δυο απ' το φυτόν της τρέλλας
κ' έφυγε ο νους μας;
ΜΑΚΒΕΘ
Βασιλείς θα γείνουν τα παιδιά σου!
ΒΑΓΚΟΣ
Συ βασιλεύς!
ΜΑΚΒΕΘ
Και Καουδώρ προς τούτοις. Δεν το είπαν;
ΒΑΓΚΟΣ
Αυτά ήσαν τα λόγια των! — Αλλά ποιος πλησιάζει;
(Εισέρχονται ο ΡΩΣ και ο ΑΓΚΟΣ)
ΡΩΣ
Ο βασιλεύς μας έλαβε με αγαλλίασίν του
Την είδησιν της νίκης σου· κι' όταν ακούη, Μάκβεθ,
πόσην ανδρείαν έδειξες 'ς τον πόλεμον, θαυμάζει
και δεν ευρίσκει τι να 'πή διά να σ' επαινέση,
κι' αρχίζει πάλιν να 'ρωτά της μάχης τα συμβάντα,
κι' ακούει πώς 'ς των Νορβεγών τ' ανδρειωμένα στίφη
αντίκρυζες ατρόμητος τα έργα των χειρών σου,
φρικτά θεάματα σφαγής! Πυκνοί 'σαν το χαλάζι
οι ταχυδρόμοι έρχονται, κ' ένας μετά τον άλλον
θριάμβους σου κ' επαίνους σου του διηγούνται νέους!
ΑΓΚΟΣ
Μας στέλλει να σ' εκφράσωμεν την ευχαρίστησίν του,
και να σε οδηγήσωμεν ενώπιόν του. Όμως
δεν σ' ανταμείβει με αυτό.
ΡΩΣ
Ως πρώτην αμοιβήν σου
διέταξεν εκ μέρους του να σ' ονομάσω Θάνην
Του Καουδώρ. Χαίρε λοιπόν, γενναίε Θάνη, χαίρε!
ΒΑΓΚΟΣ
Πώς! Γίνεται ο δαίμονας αλήθειαν να είπε!
ΜΑΚΒΕΘ
Ο Θάνης ζη του Καουδώρ. Με δανεικά στολίδια
πώς με στολίζετε;
ΑΓΚΟΣ
Ναι, ζη αυτός που ήτο Θάνης,
αλλ' η ζωή του 'κρίθηκε, κι' αξίζει να την χάση!
Ή σύμμαχος των Νορβεγών, ή φίλος του αντάρτου
και βοηθός του μυστικός, ή με τους δυο συγχρόνως
συνώμοσε τον τόπον του να βλάψη, δεν γνωρίζω.
Αλλ' απεδείχθη φανερά προδότης της πατρίδος·
ο ίδιος τ' ομολογεί, και τώρα τιμωρείται!
ΜΑΚΒΕΘ κατ' ιδίαν.
Γλάμης και Θάνης Καουδώρ! Το μέγιστον κατόπιν!
(προς τον ΡΩΣ και τον ΑΓΚΟΝ)
Σας είμ' ευγνώμων, άρχοντες, ευγνώμων διά βίου!
(προς τον ΒΑΓΚΟΝ κατ' ιδίαν)
Και δεν ελπίζεις βασιλείς τα τέκνα σου να γείνουν,
αφού το υπεσχέθησαν εκείναι που προείπαν
ότι θα γείνω Καουδώρ;
ΒΑΓΚΟΣ
Μη το πολυπιστεύης,
και σου ανάψη την ψυχήν και η ελπίς του θρόνου,
μετά τον τίτλον Καουδώρ. — Και όμως είναι θαύμα!
Αλλά συμβαίνει κάποτε τα όργανα του Σκότους
να λέγουν την αλήθειαν διά να μας κολάσουν,
με τα μικρά χαρίσματα μας δελεάζουν πρώτα
και μας ελκύουν έπειτα 'ς τα φοβερά των δίκτυα!
Δυο λόγια, καλοί φίλοι μου.
ΜΑΚΒΕΘ καθ' εαυτόν.
Αλήθευσαν τα δύο,
ευάρεστα προοίμια μεγάλου επιλόγου, —
του θρόνου προεόρτια! (προς τον ΡΩΣ κτλ.) — Ευχαριστώ, αυθένται. —
(καθ' εαυτόν)
Ω! η προειδοποίησις αυτή η παρά φύσιν δεν ημπορεί να είν' κακή, ούτε καλή να είναι. Κακή αν είναι, διατί μ' αλήθειαν αρχίζει, κ' ευθύς ευθύς ενέχυρον του μέλλοντος μου δίδει; Έγεινα Θάνης Καουδώρ· ιδού! — Καλή αν είναι, ω, διατί ο πειρασμός αυτός με κυριεύει, που μου ορθόνει τα μαλλιά της φρίκης του η σκέψις, και κάμνει ώστε η καρδιά κτυπά εις τα πλευρά μου; σαν να θα 'βγή; Καλλίτερα ο φόβος του παρόντος, παρά διανοήματα απαίσια! Ο νους μου, με μόνον τώρα μέσα του το φάντασμα του φόνου, πόσον πολύ κλονίζεται, ώστ' η ενέργειά του, παρέλυσε κ' η σκέψις μου 'ς τ' ανύπαρκτα πλανάται!
ΒΑΓΚΟΣ προς τον ΡΩΣ
Την έκστασίν του βλέπετε;
ΜΑΚΒΕΘ καθ' εαυτόν
Εάν το θέλη η Τύχη
να βασιλεύσω, μόνη της η Τύχη ας με στέψη!
ΒΑΓΚΟΣ
Καθώς και τα φορέματα, τα νέα μεγαλεία,
αν δεν τα συνειθίσωμεν επάνω μας δεν στρώνουν.
ΜΑΚΒΕΘ καθ' εαυτόν
Ό,τι κι' αν έχη να συμβή, ο κόσμος να χαλάση,
να γείνη με την ώραν του!
ΒΑΓΚΟΣ
Στους ορισμούς σου, Μάκβεθ!
ΜΑΚΒΕΘ
Με συγχωρείτε! Έτρεχεν ο βαρημένος νους μου
εις ξεχασμένα πράγματα. Αγαπητοί μου φίλοι,
την τόσην καλωσύνην σας την γράφω εις βιβλίον,
που μήτε 'μέρα θα περνά να μη φυλλομετρήσω.
Είμ' έτοιμος· πηγαίνωμεν 'ς τον βασιλέα.
κατ' ιδίαν προς τον ΒΑΓΚΟΝ
Σκέψου αυτά που ηκολούθησαν 'ς τον νουν σου ζύγισέ τα και με την ησυχίαν μας καμμίαν άλλην ώραν ανοίγομεν ο ένας μας 'ς τον άλλον την καρδιάν μας.
ΒΑΓΚΟΣ
Καλά.
ΜΑΚΒΕΘ
Ως τότε σιωπή. — Πηγαίνωμεν, ω φίλοι.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Δ'
Τα ανάκτορα εις Φόρες.
Εισέρχονται ο ΔΩΓΚΑΝ, ο ΜΑΛΚΟΛΜ, ο ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ,
ο ΛΕΝΟΞ και συνοδία.
ΔΩΓΚΑΝ
Δεν τον απεκεφάλισαν τον Καουδώρ ακόμη;
Πού είναι οι εκτελεσταί της αποφάσεώς μου;
ΜΑΛΚΟΛΜ
Ακόμη δεν επέστρεψαν, αυθέντα σεβαστέ μου,
αλλ' όμως ένας, που παρών τον είδε ν' αποθάνη,
μου είπ' ότι εκήρυξε το κρίμα του πανδήμως
και ότι παρεκάλεσε να του το συγχωρήσης,
κι' απέδειξε μετάνοιαν μεγάλην. Την ζωήν του
τίποτε τόσον δεν τιμά όσον ο θάνατος του!
Απέθανε 'σαν άνθρωπος καλά ετοιμασμένος
το ό,τι πλέον ακριβόν να το αποτινάξη
ωσάν να ήτο η ζωή πράγμα χωρίς αξίαν.
ΔΩΓΚΑΝ
Αν ήτο τρόπος την ψυχήν το πρόσωπον να δείχνη!
Είχα 'ς τον άνθρωπον αυτόν τυφλήν εμπιστοσύνην (9)!
(Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ, ο ΒΑΓΚΟΣ, ο ΡΩΣ και ο ΑΓΚΟΣ)
ΔΩΓΚΑΝ
Το είχα βάρος 'ς την καρδιάν ότι σου είμ' αγνώμων,
Ξάδελφέ μου· αλλά συ τόσον γοργά πηγαίνεις,
ώστ' όσον γρήγορα πτερά η Αμοιβή κι' αν έχη,
να σε προφθάση δεν 'μπορεί! Να μην αξίζης τόσον
μόνον και μόνον δι' αυτό το ήθελα, ω Μάκβεθ,
διά να είναι δυνατόν να σου ανταποδώσω
τους επαίνους χρεωστώ κι' όσον μισθόν σου πρέπει,
Δεν έχω άλλο να σου 'πώ παρά πως μ' ό,τι δώσω
την πληρωμήν του χρέους μου δεν θα την ξεπληρώσω.
ΜΑΚΒΕΘ
Σου χρεωστώ την πίστιν μου και την εκδούλευσίν μου
κ' είναι μισθός μου αρκετός το χρέος μου αν κάμνω.
Συ έχεις δικαιώματα εις τα καθήκοντά μου,
αυτά είναι του θρόνου σου τα τέκνα και οι δούλοι
κι' ούτε σου έκαμαν ποτέ, με ό,τι και αν κάμουν
παρ' όσον 'ς την αγάπην σου κ' εις την τιμήν οφείλουν.
ΔΩΓΚΑΝ
Καλώς μου ήλθες! Έργον μου και πόθος μου θα είναι
καθώς σ' επρωτοφύτευσα και να σε μεγαλώσω! —
Ω Βάγκε, ολιγώτερον δεν χρεωστώ κ' εσένα.
και ούτε ολιγώτερον ποθώ να σου το δείξω.
Εις την καρδιάν μου έλα 'δώ κ' εσένα να σε σφίξω.
ΒΑΓΚΟΣ
'Εάν φυτρώσω μέσα της, 'δικός σου ο καρπός της!
ΔΩΓΚΑΝ
Απ' την πολλήν της την χαράν 'ξεχείλισ' η καρδιά μου
και ξεθυμαίνει με αυτούς τους σταλαγμούς της λύπης.
Ακούσατέ με, τέκνα μου και συγγενείς και Θάναι
και όλοι σεις πλησίον μου. Εις τον πρωτότοκόν μου,
τον Μάλκολμ, την διαδοχήν του θρόνου μου ορίζω·
εις το εξής θα λέγεται της Κουμβερλάνδης πρίγκηψ!
Αλλ' ασυντρόφευτον αυτόν δεν τον τιμώ και μόνον·
άστρα πολλά θα μοιρασθούν, σημεία ευγενείας,
'ς τα στήθη να λαμποκοπούν εκείνων που τ' αξίζουν.
Πηγαίνω εις το Ίνβερνες όπου θα με ξενίσης.
ΜΑΚΒΕΘ
Να κοπιάζω διά σε ανάπαυσίς μου είναι.
Τον ερχομόν σου μόνος πηγαίνω να αναγγείλω,
και πρώτος την γυναίκα μου να την χαροποιήσω
μ' αυτήν την καλήν είδησιν! Σε προσκυνώ, αυθέντα.
ΔΩΓΚΑΝ
Αγαπητέ μου Καουδώρ!
ΜΑΚΒΕΘ (καθ' εαυτόν)
Της Κουμβερλάνδης πρίγκηψ!
Αυτό είναι ανύψωμα, όπου ή θα σκοντάψω
να κρημνισθώ, ή χρεωστώ να το υπερπηδήσω!
Με σταματά 'ς τον δρόμον μου. — Κρύψετε την φωτιά σας,
ω άστρα, φως να μην ιδή τον σκοτεινόν μου πόθον,
να μην ιδή το 'μάτι μου το χέρι! — Πλην να γείνη
ό,τι το 'μάτι να ιδή θα τρέμη, όταν γείνη!
(Εξέρχεται).
ΔΩΓΚΑΝ
Αλήθεια, Βάγκε αγαθέ, γενναίος είν' ο Μάκβεθ!
Κατήντησα να τρέφομαι με τα εγκώμια του
συμπόσιόν μου είν' αυτά! Πηγαίνωμεν! Εκείνος
επήγ' εμπρός με τον σκοπόν να μας προϋπαντήση.
Τι συγγενής! Το ταίρι του ο κόσμος δεν το έχει!
(Σάλπιγγες. Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Ε'
Ίνβερνες. Θάλαμος εν τω μεγάρω του Μάκβεθ.
Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ αναγινώσκουσα επιστολήν.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
«Με απήντησαν την ημέραν της νίκης, αι ασφαλέστεραι
«δε αποδείξεις με πείθουν, ότι γνωρίζουν περισσότερα παρά
«όσον φθάνει νους ανθρώπου. Ενώ μ' έκαιεν η επιθυμία να
«τας ερωτήσω και άλλα, έγειναν αέρας και ανελήφθησαν εις
«τον αέρα. Ενώ δε έμενα εκστατικός ακόμη από τον θαυμα-
«σμόν μου, ήλθε μήνυμα του βασιλέως ότι με αναγορεύει Θά-
«νην του Καουδώρ, καθώς με είχαν χαιρετήσει προ ολίγου αι
«τρεις Μάγισσαι, όταν με παρέπεμψαν και εις τα μέλλοντα
«με το: Χαίρε συ, που βασιλεύς θα γείνης. Αυτά ενόμισα
«καλόν να τα κοινοποιήσω εις εσέ, την αγαπητήν σύντροφον
«των μεγαλείων μου, διά να μη στερηθής ό,τι σου ανήκει
«από την χαράν μου, μη γνωρίζουσα τι μεγαλείον ακόμη σε
«περιμένει. Κρύψε τα αυτά εις την καρδίαν σου και υγίαινε».
Ιδού που είσαι Καουδώρ και Γλάμης, και θα γείνης
κι' ό,τι σου έταξαν! Αλλά φοβούμαι την καρδιά σου·
μήπως γεμάτη απ' το γλυκύ της ευσπλαγχνίας γάλα
τον δρόμον τον σιμότερον να πάρης δεν σ' αφήση!
Τα μεγαλεία τα ποθείς, — φιλοδοξίαν έχεις,
αλλά δεν έχεις με αυτήν κι' όσην κακίαν πρέπει
να έχη ο φιλόδοξος! Με το καλόν το θέλεις
εκείνο που επιθυμείς. Το άδικον δεν θέλεις,
αλλά το κέρδος τ' άδικον ποθείς να τ' αποκτήσης!
Κάτι να έχης έπρεπεν, ω Γλάμη, να σου λέγη:
Ιδού πώς πρέπει να φερθής διά να κατορθώσης
εκείνο, που πλειότερον φοβείσαι να το κάμης
παρά που έχεις μέσα σου τον φόβον μη δεν γείνη!
Ω! Έλα γρήγορα εδώ, να χύσω 'ς την ψυχήν σου
την τόλμην μου, κ' η γλώσσα μου να σου εκμηδενίση
όσα κι' αν είν' εμπόδια ως τον χρυσόν τον κύκλον,
όπου η Τύχη, και μ' αυτήν Δυνάμεις υπέρ φύσιν,
να βάλουν τ' απεφάσισαν 'ς την κεφαλήν σου στέμμα!
(Εισέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ)
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τι θέλεις συ;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Ο βασιλεύς έρχετ' εδώ απόψε.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τι λέγεις; Ετρελλάθηκες, ω άνθρωπε! Μαζή του
δεν είναι κι' ο αυθέντης σου; — Θα είχα μήνυμά του
διά να προετοιμασθώ, αν ήρχετο απόψε.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Αλήθεια! Ο αυθέντης μου έρχετ' εδώ κ' εκείνος,
Να τρέξη γρηγορώτερα επρόκαμ' ένας δούλος
και μόλις έφθασεν εδώ. Αναπνοήν δεν είχε!
Μόλις του έμειν' αρκετή να 'πή το μήνυμά του.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Περιποιήσου τον καλά. Μεγάλα νέα φέρνει!
(Εξέρχεται ο ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ).
Ακόμη ως κι' ο κόρακας εβράχνιασε κ' εκείνος που κράζει ότι έρχεται 'ς τους πύργους μου ο Δώγκαν! Ελάτε σεις, Δαιμόνια, εσείς που 'ς των φονέων τας σκέψεις παραστέκεσθε, ξεγυναικώσετέ με! Με άσπλαγχνην σκληρότητα εσείς γεμίσετέ με από τα νύχια 'ς την κορφήν, — το αίμα πήξετέ μου, — τους δρόμους όλους φράξετε εις την συνείδησίν μου, ώστε της φύσεως ορμή ευσπλαγχνική καμμία να μη μπορή τον φοβερόν σκοπόν μου να κλονίση, ούτε να φέρη δισταγμόν εις την εκτέλεσίν του! Εσείς του Φόνου όργανα, όπου και αν πλανάσθε κι' αόρατα συντρέχετε 'ς ό,τι κακόν κι' αν γείνη, ελάτε, κάμετε χολήν το γάλα των μαστών μου! Έλα και συ, Νύκτα βαθειά, σκεπάσου με του Άδου τον σκοτεινότερον καπνόν, ώστε η μάχαιρά μου να μην ιδή την μαχαιριά, και ούτε απ' επάνω να ημπορή ο Ουρανός να με παραμονεύση 'πίσ' απ' τον πέπλον της νυκτός και να φωνάξη: Στάσου!
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ)
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ω, έλα, Γλάμη ένδοξε και Καουδώρ μεγάλε,
ω έλα, μεγαλείτερε ακόμη κι' απ' τα δύο
κατά τον τελευταίον των χαιρετισμόν εκείνον!
Το γράμμα σου μ' εσήκωσε απ' το παρόν, και τώρα
το μέλλον προαισθάνομαι!
ΜΑΚΒΕΘ
Αγάπη μου, απόψε
ο βασιλεύς έρχετ' εδώ.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Πότε θ' αναχωρήση;
ΜΑΚΒΕΘ
Καθώς σκοπεύει, αύριον.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Δεν θα ιδή ο ήλιος
αυτό το αύριον ποτέ! Αλλά το πρόσωπόν σου
είναι βιβλίον ανοικτόν, καλέ μου Μάκβεθ, όπου
πράγματ' αλλόκοτα 'μπορεί καθένας ν' αναγνώση.
Θέλεις τον κόσμον να γελάς; Καθώς τον κόσμον κάμνε!
Χαράν να λέγη η γλώσσα σου, το 'μάτι σου, το χέρι·
να φαίνεσαι 'σαν τ' άκακο το άνθος, πλην να ήσαι
το φίδι αποκάτω του! Εκείνος που θα έλθη
την πρέπουσαν περίθαλψιν θα λάβη. Να μ' αφήσης
εγώ τα πάντα μόνη μου απόψε να φροντίσω.
Το μέγα έργον, που αυτήν θα τελεσθή την νύκτα,
εξασφαλίζει και αρχήν και παντοδυναμίαν
δι' όλας τας ημέρας μας και νύκτας εις το μέλλον.
ΜΑΚΒΕΘ
Τα ξαναλέγομεν αυτά!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Αλλ' απαθής να ήσαι·
εάν αλλάζη η όψις σου, θα 'πή ότι φοβείσαι.
Άφησε τ' άλλα εις εμέ. Εγώ θα τα φροντίσω!
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΣΤ'
Έμπροσθεν του μεγάρου του ΜΑΚΒΕΘ.
Αυλοί και δαυλοί. — Εισέρχονται ο ΔΩΓΚΑΝ, ο ΜΑΛΚΟΛΜ, ο ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ, ο
ΒΑΓΚΟΣ, ο ΛΕΝΟΞ, ο ΜΑΚΔΩΦ, ο ΡΩΣ, ο ΑΓΚΟΣ, μετά συνοδίας.
ΔΩΓΚΑΝ
Ωραίον μέρος είν' αυτό! Ο ελαφρός αέρας
πνέει εδώ γλυκά γλυκά κ' ευφραίνει τας αισθήσεις.
ΒΑΓΚΟΣ
Και το πετροχελίδονον — ο πτερωτός μας ξένος
που έρχεται την άνοιξιν και 'ς τους ναούς φωληάζει. —
αυτό ακόμη μαρτυρεί με τα κτισίματά του
ότ' η πνοή των ουρανών γλυκά εδώ μυρίζει.
Δεν έχει σκέπης εξοχήν, δεν έχει κορωνίδα,
δεν έχει τοίχου στύλωμα, γωνιάν δεν έχει, όπου
να μη κρεμνιέτ' η κούνια του και κλίνη των παιδιών του.
Εκεί που συχνοέρχεται να κάμη την φωληά του,
είναι συνήθως καθαρός κ' ευώδης ο αέρας (10).
(Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ)
ΔΩΓΚΑΝ
Ιδού και η αρχόντισσα! Κυρία, καλώς σ' ηύρα.
Μας είναι βάρος κάποτε η φορτική φιλία
αν κ' είμεθα ευγνώμονες 'ς το δείγμα της φιλίας,
ώστε αν τώρα σ' ενοχλώ, εύχεσαι μολοντούτο
να μου πληρώση ο Θεός τον κόπον οπού παίρνεις,
και μου υποχρεόνεσαι διότι σου τον δίδω.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Όσα κι' αν κάμω, και διπλά και τρίδιπλα να είναι,
είναι μικρά και πενιχρά και δεν αντιζυγίζουν
όσ' αγαθά κι' όσην τιμήν μας επιδαψιλεύεις.
Δι' όλα σου τα παλαιά ευεργετήματά σου,
κι' όσα κοντά 'ς τα παλαιά εσώρευσες και πάλιν,
ευχέται σου θα είμεθα παντοτεινοί, αυθέντα.
ΔΩΓΚΑΝ
Πού είν' ο Θάνης; Έτρεχα τα ίχνη του να φθάσω,
με τον σκοπόν εγώ εδώ να τον προϋπαντήσω·
αλλά μ' επρόλαβεν αυτός. Ως άλλο φτερνιστήρι
τον έσπρωχν' η αγάπη του, και έφθασεν ο πρώτος.
Φιλοξενίαν σου ζητώ την νύκτ' αυτήν, Κυρία.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Αυθέντα μου, οι δούλοι σου, ό,τι καλόν κι' αν έχουν,
ανθρώπους, χρήματα, παιδιά, και την ζωήν ακόμη,
τα έχουν εις την θέλησιν και την διάθεσίν σου
και δεν σου δίδουν μ' όλ' αυτά παρ' ό,τι σου ανήκει.
ΔΩΓΚΑΝ
Πηγαίνομεν να εύρωμεν λοιπόν τον σύζυγόν σου.
Τον αγαπώ παραπολύ κι' ούτε ποτέ θα παύση
η εύνοιά μου προς αυτόν! Οδήγησέ μ' αν θέλης.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Ζ'
Εν τω μεγάρω του ΜΑΚΒΕΘ.
Δούλοι και δαυλοί. Διέρχεται επιστάτης ακολουθούμενος υπό υπηρετών
φερόντων σκεύη και φαγητά από της τραπέζης. Μετ' αυτούς ο ΜΑΚΒΕΘ.
ΜΑΚΒΕΘ
Αν ήτο να εγίνετο και να τελειόνη, τότε
ας γείνη το ταχύτερον! — Αν η δολοφονία
συνέπαιρνε 'ς τα βρόχια της τα επακόλουθά της,
αν η επιτυχία της ησφάλιζε τα τέλη,
αν ήτο ένα κτύπημα ν' αρκή αυτό και μόνον,
αυτό να είναι και αρχή και τέλος εδώ κάτω,
εδώ 'ς αυτό το άβαθο του Χρόνου περιγιάλι, —
τότε την μέλλουσαν ζωήν την αψηφώ! Αλλ' όμως
τα έργ' αυτά έχουν κ' εδώ την ανταπόδοσίν των.
Γίνετ' εις άλλους μάθημα το αίμα το χυμένον,
και στρέφεται το μάθημα και τιμωρεί εκείνον
που πρώτος το εδίδαξε. Η δε Δικαιοσύνη
μας παίρνει το φαρμάκι μας 'ς τα σύμμετρά της χέρια
και έπειτα 'ς τα χείλη μας προσφέρει το ποτήρι. —
Αυτόν εδώ η σκέπη διπλά τον προστατεύει·
εν πρώτοις είμαι συγγενής, κ' υπήκοός του είμαι·
δεσμοί μεγάλοι και οι δυο· προς τούτοις τον ξενίζω
κ' εγώ την θύραν χρεωστώ να κλείσω 'ς τον φονέα,
όχι επάνω του εγώ μαχαίρι να σηκώσω!
Αλλά και εις τον θρόνο του ήμερος ήτο τόσον,
εφάνη τόσον αγαθός 'ς την υψηλήν του θέσιν,
ώστ' αι πολλαί του αρεταί τόσαι φωναί θα γείνουν,
ωσάν αγγέλων σάλπιγγες, να καταμαρτυρήσουν
ως έργον καταχθόνιον την εξολόθρευσίν του!
Κ' εις τον ανεμοστρόβιλον επάνω καθισμένος,
'σαν βρέφος νεογέννητον κι' ολόγυμνον, ο Οίκτος, —
ή με μορφήν των Χερουβείμ, που σχίζουν τον αιθέρα
'ς τους αοράτους τ' ουρανού επάνω ταχυδρόμους, —
την φρίκην του ακούσματος θα την διασκορπίση
με ήχον τόσον φοβερόν 'ς τα 'μάτια των ανθρώπων,
ώστ' ο αέρας θα πνιγή απ' το πολύ το δάκρυ!
Άλλο αυτός μου ο σκοπός δεν έχει φτερνιστήρι
να του κεντήση τα πλευρά, ειμή φιλοδοξίαν,
που το σημάδι ξεπερνά 'ς το πήδημα και πέφτει (11)…
(Εισέρχετα, η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ)
ΜΑΚΒΕΘ
Τι θέλεις; αι; Τι γίνεται;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Απέφαγε; Ειπέ μου
πώς έφυγες;
ΜΑΚΒΕΘ
Μ' εζήτησε;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ωσάν να μη το 'ξεύρης!
ΜΑΚΒΕΘ
Δεν θέλω να το σπρώξωμεν μακρύτερα το πράγμα.
Τόσας τιμάς του χρεωστώ· τον έπαινόν μου λέγει
ο κόσμος όλος. Την χρυσήν αυτήν υπόληψίν μου
να την φορώ 'ς την λάμψιν της ως στολισμόν προκρίνω,
και όχι απ' επάνω μου ευθύς να την πετάξω.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Και η Ελπίς που 'φόρεσες μην ήτο μεθυσμένη;
ή μη απεκοιμήθηκε 'ς το μεταξύ, και τώρα
ξυπνά και βλέπει κίτρινη και κατατρομαγμένη,
εκείνο που εχαίρετο προτήτερα να βλέπη;
Το μέτρον της αγάπης σου με τούτο μου το δίδεις!
Εκείνο πώχεις 'ς την καρδιά, δεν έχεις και την τόλμην
να φανερώσης μ' έργα σου, με την παλληκαριά σου;
Θέλεις αυτά που εκτιμάς ως στολισμόν του βίου,
και άνανδρος 'ς την ίδια σου εκτίμησιν να ήσαι;
θέλεις ν' αφίνης πάντοτε κατόπιν απ' το &θέλω&
ν' ακολουθή το &δεν τολμώ&;
ΜΑΚΒΕΘ
Παρακαλώ, σιώπα!
Τολμώ να κάμω κάθε τι οπού αρμόζει 'ς άνδρα.
Εκείνος που πλειότερον τολμά, δεν είναι άνδρας!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Λοιπόν τι ζώον σ' έκαμε να μου ανακαλύψης
τα σχέδιά σου; Τότε δα ήσο αλήθεια άνδρας,
όταν δεν σ' έλειπ' η καρδιά και να τα εκτελέσης!
Και όσον μεγαλείτερος ζητείς να γείνης, τόσον
είσ' άνδρας! Δεν συνέτρεχε τόπος ή ώρα τότε,
αλλ' όμως ήθελες εσύ να φέρης και τα δύο.
Ιδού πού ήλθαν μόνα των! Αλλά ενώ τα ηύρες,
συ χάνεσαι! — Το γάλα μου το έδωκα και 'ξεύρω
πώς τ' αγαπά το βρέφος της μια μάννα που βυζάνει·
πλην κι' αν μ' εγλυκοκύτταζε 'ς τα 'μάτια το παιδί μου
θα ήρπαζα την ρώγα μου απ' τ' απαλά του γούλια
να του συντρίψω τα μυαλά, αν είχα κάμει όρκον,
καθώς εσύ τ' ωρκίσθηκες αυτό!
ΜΑΚΒΕΘ
Κι' αν αποτύχω;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ποιος θ' αποτύχη; Στύλωσε την γενναιότητά σου
και δεν αποτυγχάνομεν. Ενώ κοιμάτ' ο Δώγκαν, —
κ' ύπνον βαρύν του ταξειδιού ο κόπος θα του φέρη, —
τους δυο θαλαμηπόλους του θα τους δαμάσω τόσον
με τα συχνοκεράσματα, που το μνημονικόν των,
ο φύλακας του λογικού, ένας ατμός θα γείνη,
και μέσ' από την θήκην του ο νους θα ξεθυμάνη.
Ενώ εκείνοι κοίτονται ωσάν αποθαμένοι
'ς τον ύπνον τον κτηνώδη των, και τι δεν ημπορούμεν
οι δυο μας ανεμπόδιστοι να κάμωμεν τον Δώγκαν,
και ν' αποδώσωμεν το παν 'ς τους δύο φύλακάς του,
ώστε αυτοί να φορτωθούν του έργου μας το βάρος;
ΜΑΚΒΕΘ
Να μου γεννάς αρσενικά, διότι μόνον άνδρες
αξίζει απ' τ' αδάμαστα τα σπλάγχνα σου να 'βγαίνουν!
Και ποιος τω όντι δεν θα 'πή, — τους δύο κοιμισμένους
αφού τους πασαλείψωμεν με αίμα, και συγχρόνως
αν κάμωμεν των μαχαιριών των ιδικών των χρήσιν, —
ποιος δεν θα 'πή ότ' είν' αυτοί οι ένοχοι και μόνοι;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ποιος θα τολμήσει να ειπή ή να πιστεύση άλλο,
όταν ιδούν τους θρήνους μας διά τον θάνατόν του;
ΜΑΚΒΕΘ
Επήρα την απόφασιν, κι' όλαι μου αι δυνάμεις
εις τούτο μόνον θα στραφούν το φοβερόν το έργον.
Πηγαίνωμεν! Ας ήμεθα φαιδροί 'ς τον κόσμον όλον,
ας κρύψη ο δόλος του 'ματιού του στήθους μας τον δόλον!
ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΣΚΗΝΗ Α'
Πρόδομος εν τω μεγάρω του Μάκβεθ.
Εισέρχεται ο ΦΛΗΝΣ φέρων εις χείρας δαυλόν, ακολουθούμενος δε υπό
του ΒΑΓΚΟΥ.
ΒΑΓΚΟΣ
Τι ώρα είναι της νυκτός;
ΦΛΗΝΣ
Δεν ήκουσα την ώραν,
αλλ' η σελήνη έδυσε.
ΒΑΓΚΟΣ
Και τώρα βασιλεύει
μεσάνυκτα.
ΦΛΗΝΣ
Αργότερα μου φαίνεται ότ' είναι.
ΒΑΓΚΟΣ αφοπλιζόμενος.
Να το σπαθί μου· πάρε το. — Ο ουρανός απόψε
δεν εξοδεύεται. Σβυστοί οι λύχνοι του είν' όλοι. —
Πάρε και τούτο. — Μ' έρχεται ο ύπνος 'σαν μολύβι
και όμως ν' αποκοιμηθώ δεν ήθελα. Ω Θείαι
Δυνάμεις, διώξετ' από 'μέ τους στοχασμούς τους μαύρους
που κυριεύουν την ψυχήν 'ς του ύπνου την γαλήνην!
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ, προπορευομένου υπηρέτου δαυλούχου).
ΒΑΓΚΟΣ
Δος το σπαθί μου γρήγορα! — Εκεί ποιος είναι!
ΜΑΚΒΕΘ
Φίλος!
ΒΑΓΚΟΣ
Ακόμη δεν επλάγιασες; Ο βασιλεύς κοιμάται.
Ήτο 'ς το άκρον εύθυμος και ευχαριστημένος.
εφιλοδώρησ' άφθονα τους δούλους σου, και τούτο
το δακτυλίδι μ' έδωκε διά την σύζυγόν σου,
κι' απεκοιμήθηκ' ήσυχος.
ΜΑΚΒΕΘ
Μας ηύρε ανετοίμους
την δε καλήν μας θέλησιν εδέσμευαν ελλείψεις,
δεν μας ήτο δυνατόν να γείνουν όσα πρέπει.
ΒΑΓΚΟΣ
Τα πάντα έγειναν καλά! — Την περασμένην νύκτα
ταις τρεις εκείναις μάγισσαις ταις είδα 'ς τ' όνειρόν μου
ήσαν όλα ψεύματα εκείνα που σου είπαν!
ΜΑΚΒΕΘ
Μου είχαν έβγει απ' τον νουν! Αλλά καμμίαν ώραν,
οπόταν έχης τον καιρόν, αλλάζομεν δυο λόγια
περί της υποθέσεως αυτής.
ΒΑΓΚΟΣ
Όταν θελήσης!
ΜΑΚΒΕΘ
Αρκεί να σ' εύρω σύμφωνον όταν θα έλθη η ώρα
και θα κερδίσης εις τιμήν.
ΒΑΓΚΟΣ
Από αυτήν που έχω
να χάσω δεν επιθυμώ ζητών να την αυξήσω.
Θα κάμω ό,τι χρεωστώ εις τρόπον να φυλάξω
την πίστιν μου αμόλυντον και καθαράν καρδίαν.
ΜΑΚΒΕΘ
Καλή σου νύκτα κι' αγαθή εν τούτοις.
ΒΑΓΚΟΣ
Καλή νύκτα!
(Εξέρχονται ο Βάγκος και ο ΦΛΗΝΣ).
ΜΑΚΒΕΘ προς τον υπηρέτην
Ειπέ εις την κυρίαν σου, εσύ, να μου σημάνη
όταν μου κάμη το πιοτόν, και πέσε να πλαγιάσης (12).
(Εξέρχεται ο υπηρέτης).
Τι είναι τούτο, μάχαιρα, που βλέπω αντικρύ μου, με την λαβήν της προς εμέ. Ω έλα να σε πιάσω!… Δεν σ' έπιασα, αλλά εκείνα τα 'μάτια μου σε βλέπουν!… Ω φάντασμα απαίσιον, δεν είσαι κ' εις το χέρι καθώς ς' τα μάτια αισθητόν; ή μη δεν είσαι άλλο παρά μαχαίρι φανταστόν, απάτης μόνον πλάσμα που το γεννά η κεφαλή 'ς την έξαψιν της θέρμης; Όμως σε βλέπω πάντοτε, ψηλαφητόν σε βλέπω καθώς αυτό, που το τραβώ από την θήκην τώρα! Τον δρόμον όπου έμελλα να πορευθώ μου δείχνεις, και όμοιόν σου σύνεργον θα είχα εις το χέρι!… Μη παίζουν με τα 'μάτια μου αι άλλαι μου αισθήσεις, μη τα πάντα ξεπερνά η όρασίς μου μόνη; δε βλέπω, να! κ' εις την λαβήν κ' επάνω 'ς την λεπίδα αίματος είναι σταλαγμοί, όπου δεν ήσαν πρώτα! Όχι! απάτη μου το παν! Ο φονικός σκοπός μου το σχήμ' αυτό τ' ανύπαρκτον 'ς τα 'μάτια μου λαμβάνει!… αυτήν την ώραν της νυκτός 'ς το ήμισυ της σφαίρας η φύσις φαίνετ' ως νεκρά, — κ' εξαπατούν τον ύπνον όνειρα τώρα τρομερά μέσ' 'ς τα σκεπάσματά του. Τώρα γυρνούν Εξωτικά, κ' εις την χλωμήν Εκάτην προσφέρουν την λατρείαν των. Κι' ο άσαρκος ο Φόνος ακούει τα ουρλιάσματα του λύκου, του φρουρού του, και ξεκινά, κι' αργοπατεί 'ς το σκότος, με το βήμα που 'πήγαιν' ο Ταρκίνιος 'ς το έργον του… 'σαν φάσμα! — Εσύ ω Γη ακίνητη, γερά θεμελιωμένη, τα βήματά μου μη τ' ακούς εκεί όπου πηγαίνουν, μη τύχη και οι λίθοι σου βαλθούν να φλυαρήσουν και διώξουν έξαφν' απ' εδώ την φρίκην, που αρμόζει ς' αυτής της ώρας τον σκοπόν! — Ενώ τον φοβερίζω εκείνος ζη. Τέτοια φωτιά με λόγια δεν ανάπτει!
(Ακούεται σήμαντρον)
Πηγαίνω, και τετέλεσται! Το σήμαντρον με κράζει!
Σημαίνει, Δώγκαν, διά σε! Νεκρώσιμα σημαίνει!
Μη το ακούς! Ή Ουρανός ή Άδης σε προσμένει!
(Εξέρχεται).
ΣΚΗΝΗ Β'
Εν τω αυτώ προδόμω.
Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Εκείνο που τους 'μέθυσε, καρδιά 'ς εμένα δίδει·
εκείνο που τους 'δρόσισεν, εμένα με φλογίζει!…
Τι είναι τούτο; — Σιωπή!… Η κουκουβάγια ήτον,
ο κράκτης ο απαίσιος, που άγρια φωνάζει
την μαύρην καλήν-νύκτα του! — Ο Μάκβεθ είναι μέσα,
η θύρα είναι ανοικτή, κ' οι δούλοι μεθυσμένοι
εμπαίζουν το καθήκον των με τα ροχαλητά των.
Εδόλωσα με βότανα το βραδυνόν πιοτόν των,
ώστ' η Ζωή κι' ο Θάνατος μαλλόνουν, και δεν 'ξεύρουν
αν ζουν ή αν απέθαναν!
ΜΑΚΒΕΘ έσωθεν
Ποιος είναι! Ω!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τι λέγει;
Φοβούμαι μη εξύπνησαν και τίποτε δεν γείνη!
Ω! είναι η εκτέλεσις ο φόβος, όχι η πράξις!
Άκουε!… Έτοιμα εκεί τα είχα τα μαχαίρια,
Αδύνατον να μη τα ιδή! — Μ' εφάνη 'σάν να βλέπω
εμπρός μου τον πατέρα μου εκεί που εκοιμάτο,
αλλέως εγώ μόνη μου το έκαμνα!… Ο Μάκβεθ!
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ)
ΜΑΚΒΕΘ
Τετέλεσται! — Δεν ήκουσες κανένα κρότον;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Μόνον
της κουκουβάγιας την φωνήν και την βοήν των γρύλλων.
Δεν ήσο συ που 'φώναξες;
ΜΑΚΒΕΘ
Αι; Πότε;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τώρα!
ΜΑΚΒΕΘ
Τώρα;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Μάλιστα! Τώρα!
ΜΑΚΒΕΘ
Άκουσε, 'ς το πλάγι ποιος κοιμάται;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ο Δοναλβαίν.
ΜΑΚΒΕΘ βλέπων τας χείρας του.
Ω θέαμα φρικτόν!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ανοησίαι,
να λέγης: θέαμα φρικτόν!
ΜΑΚΒΕΘ
'Σ τον ύπνον του ο ένας
εγέλασε, κι' ο δεύτερος εφώναξε «Σκοτόνουν»
κ' ένας τον άλλον 'ξύπνησε. Εστάθηκα ν' ακούσω,
κι' αφού επροσευχήθηκαν τους ξαναπήρε ο ύπνος.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Κοιμούντ' οι δύο των μαζί εκεί
ΜΑΚΒΕΘ
Ο ένας είπε:
Βοήθειά μου ο Θεός! κ' είπε «Αμήν» ο άλλος,
ωσάν να μ' έβλεπαν μ' αυτά τα φονικά τα χέρια!
Τους ήκουα που 'τρόμαζαν, αλλά δεν ημπορούσα
να 'πώ «Αμήν», που έλεγαν «Θεέ, βοήθειά μας»,
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Άφες τα τούτα!
ΜΑΚΒΕΘ
Διατί κ' εγώ δεν ημπορούσα
να το προφέρω το Αμήν; Είχα πολλήν ανάγκην
από την χάριν του Θεού, και όμως εκολνούσε
'ς τον λάρυγγά μου το Αμήν!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Μη συλλογείσαι τόσον
αυτά τα πράγματα, ειδέ ίσως μας έλθη τρέλλα!
ΜΑΚΒΕΘ
Μ' εφάνη 'σάν να ήκουα μίαν φωνήν να κράζη:
«Ύπνον δεν έχεις 'ς το εξής! Εσκότωσε τον Ύπνον
ο Μάκβεθ, τον εσκότωσε τον Ύπνον τον αθώον,
αυτόν που το κουβάριασμα ξεπλέκει των φροντίδων,
τον θάνατον εις την ζωήν της κάθε μας ημέρας
λουτρόν του κόπου, βάλσαμον του νου του πονεμένου,
το άρτυμα της φύσεως, τον μέγαν τροφοδότην
'ς του βίου το συμπόσιον (13).»
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τι είν' αυτά που λέγεις;
ΜΑΚΒΕΘ
«Δεν έχεις ύπνον 'ς το εξής», εβόυζε. « Τον Ύπνον
ο Γλάμης τον εσκότωσεν, ώστε δεν έχει πλέον
να κοιμηθή ο Καουδώρ, να κοιμηθή ο Μάκβεθ!»
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ποίος τα έκραξεν αυτά; — Αγαπητέ μου Θάνη,
λυγά και χαλαρόνεται η ανδρική καρδιά σου,
εάν αφίνης εις αυτά να χάνεται ο νους σου.
Πήγαιν' ευθύς, εύρε νερόν και ξέπλυνε αμέσως
από τα χέρια σου αυτόν τον μαύρον καταδότην. —
Τι μου τα έφερες εδώ τα δύο τα μαχαίρια;
Πρέπει εκεί 'ς το πλάγι του να μείνουν! Πήγαινέ τα
και άλειψε με αίματα τους κοιμισμένους δούλους!
ΜΑΚΒΕΘ
Δεν 'πάγω! Το τι έκαμα, να το σκεφθώ και μόνον
με πιάνει τρόμος. Δεν τολμώ να το ιδώ και πάλιν!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Μικρόψυχε! Δος τα εδώ εμένα τα μαχαίρια!
Οι κοιμισμένοι κ' οι νεκροί είναι ωσάν εικόνες.
Τον διάβολον ζωγραφιστόν μόνον παιδιά τον τρέμουν.
Αν τρέχη αίμ' απ' την πληγήν, το πρόσωπον των δούλων
θα πασαλείψω, να φανούν ως ένοχοι εκείνοι.
(Εξέρχεται. Ακούεται έξωθεν κρότος θύρας κρουομένης).
ΜΑΚΒΕΘ
Ποιος να κτυπά; Τι έπαθα και με κατατρομάζει
κάθε βοή που ακουσθή; — Τι είν' αυτά τα χέρια;
Α! με στραβόνουν! Ημπορεί του Ποσειδώνος όλος
ο άπειρος Ωκεανός αυτό ποτέ το αίμα
να πλύνη απ' το χέρι μου; Όχι! Το χέρι τούτο
το πέλαγος τ' απέραντον θα καταπορφυρώση,
να κάμη κατακόκκινα τα γαλανά νερά του (14)!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ επιστρέφουσα.
Τα χέρια μου κοκκίνισαν 'σάν τα δικά σου· όμως
θα εντρεπόμην την καρδιάν αχνήν να έχω τόσον!
(Κρούεται έξωθεν η θύρα).
Κάποιος την θύραν μας κτυπά· ακούεις; — Έλα μέσα·
'λίγο νερό την πράξιν μας αρκεί να την ξεπλύνη·
τόσον αρκεί! Τι έγεινε το παλαιόν σου θάρρος;
Άκουε! Εξακολουθεί ο κρότος εις την θύραν!
Το νυκτικόν σου φόρεσε, μη πρέπει να φανώμεν
κ' ιδούν πως δεν 'πλαγιάσαμεν. — Μη χάνεσαι εις σκέψεις!
ΜΑΚΒΕΘ
Να 'ξεύρω το τι έκαμα! Ας ήτο να μη 'ξεύρω
την ύπαρξίν μου!
(Κρούεται η θύρα).
Κτύπα συ! Μη θέλης να 'ξυπνήσης τον Δώγκαν με τον κρότον σου; Ω! Είθε να 'μπορούσες!
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Γ'
Εν τω αυτώ προδόμω. Κρούεται έξωθεν η θύρα.
(Εισέρχεται θυρωρός).
ΘΥΡΩΡΟΣ
Να κτύπημα, αλήθεια κι' αλήθεια! Αν ήτο να κάμνη κανείς
τον θυρωρόν εις την κόλασιν, ησυχίαν δεν θα είχεν· όλο
θα εγύριζε το μάνδαλο. (Κρούεται η θύρα). Κτύπα, κτύπα,
κτύπα! — Ποίος είν' εκεί, δι' όνομα του Βελζεβούλ! — Ίσως
είναι κανείς μυλωνάς, που εκρεμάσθηκε διότι περιμένει ευφορίαν
της γης. Καλώς ώρισες! Φέρε μαζή σου προσόψια πολλά·
θα έχης να ιδροκοπήσης εδώ δι' αυτό που έκαμες. (Εξακολουθεί
ο κρότος). Ποίος είν' εκεί, μα του άλλου διαβόλου το όνομα!
— Θα ήναι μα την πίστιν μου, κανείς διπρόσωπος, απ' εκείνους
οπού σου πέρνουν όρκον, ότι το άσπρο είναι μαύρο και
το μαύρο άσπρο, — κανείς άξιος να πωλήση και την ψυχήν
του διά την αγάπην του Θεού, και όμως δεν κατώρθωσε να
τον γελάση τον Θεόν διά να του ανοίξη την πύλην των Ουρανών.
Κόπιασε μέσα, διπρόσωπε! (Κρούεται η θύρα). Κτύπα,
κτύπα, κτύπα! — Ποίος είναι; — Θα ήναι, μα την πίστιν
μου, κανείς ράπτης Άγγλος, κ' έρχεται εδώ διότι έκλεψε πανί
από βράκαν Γαλλικήν (15). Έλα, ράπτη, να πυρώσης εδώ το
σίδερό σου. (Κρούεται η θύρα). Κτύπα, κτύπα! — Ησυχίαν δεν
με αφίνουν! — Ποίος είσαι του λόγου σου;… Όμως κάμνει
κρύον! Δεν είναι η κόλασις εδώ· εκεί κάμνει ζέστην. Λοιπόν,
δεν κάμνω κ' εγώ τον θυρωρόν του διαβόλου. — Μου είχεν έλθει
'ς τον νουν ν' ανοίξω την θύραν του εις ένα από κάθε
συντεχνίαν, απ' εκείνους οπού πηγαίνουν εις το αιώνιον πυρ μέσα
από των ανθών τον δρόμον. (Εξακολουθεί ο κρότος). Να με, να με!
Έφθασα! Μη ξεχνάτε τον θυρωρόν, παρακαλώ.
(Ανοίγει την θύραν. Εισέρχονται ο ΜΑΚΔΩΦ και ο ΛΕΝΟΞ).
ΜΑΚΔΩΦ
Πάρα πολύ θα ήργησες, καλέ μου, να πλαγιάσης,
και δεν σου έκαμνε καρδιά το στρώμα σου ν' αφήσης.
ΘΥΡΩΡΟΣ
Μα την πίστιν μου, Κύριε, το εδιασκεδάσαμεν ως που
έκραξεν ο πετεινός.
ΜΑΚΔΩΦ
Κοιμάται ο αυθέντης σου;
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ).
Ιδού, — ο θόρυβός μας
τον έκαμε κ' εξύπνησε.
ΛΕΝΩΞ
Καλή ημέρα, Μάκβεθ!
ΜΑΚΒΕΘ
Καλή σας 'μέρα κι' αγαθή, κ' οι δυο.
ΜΑΚΔΩΦ
Καλέ μου Θάνη,
ακόμη δεν εξύπνησεν ο βασιλεύς;
ΜΑΚΒΕΘ
Ακόμη.
ΜΑΚΔΩΦ
Να τον ξυπνήσω 'πρόσταξε πρωί πρωί. Φοβούμαι
μην ήργησα.
ΜΑΚΒΕΘ
Πλησίον του εγώ να σ' οδηγήσω,
ΜΑΚΔΩΦ
Τον κόπον μ' ευχαρίστησιν θα λάβης, το γνωρίζω,
αλλ' όμως κόπος πάντοτε θα ήναι.
ΜΑΚΒΕΘ
Όχι, όχι!
Οπόταν είν' ευχάριστος ο κόπος ξεκουράζει.
Ιδού, η θύρα είν' αυτή.
ΜΑΚΔΩΦ
Θα έμβω μ' άδειάν σου.
Μου το διέταξε.
(Εξέρχεται).
ΛΕΝΩΞ
Λοιπόν ο βασιλεύς σκοπεύει
ν' αναχωρήση σήμερον;
ΜΑΚΒΕΘ
Αυτός είν' ο σκοπός του.
ΛΕΝΩΞ
Τι νύκτ' απόψε τρομερά! Εις το κατάλυμά μας
έρριξε κάτω ταις γωνίαις η βία του ανέμου!
Μου λέγουν ότ' ηκούσθησαν εις τον αέρα θρήνοι,
κραυγαί θανάτου φοβεραί, ωσάν να προμηνύουν
ελεεινήν καταστροφήν κι' ανήκουστα συμβάντα
'ς την δυστυχή πατρίδα μας. Κ' η Γη, καθώς μου είπαν,
είχε κι' αυτή παροξυσμόν και έτρεμε!
ΜΑΚΒΕΘ
Αλήθεια,
ήτο αγρία η νυκτιά!
ΛΕΝΩΞ
Η νεαρά μου μνήμη
δεν ενθυμείται 'σάν αυτήν να ξαναείδε άλλην.
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΔΩΦ).
ΜΑΚΔΩΦ
Ω! Φρίκη! Φρίκη! Να το 'πη δεν δύναται η γλώσσα,
να το χωρέση και ο νους δεν ημπορεί!
ΜΑΚΒΕΘ και ΛΕΝΩΞ
Τι είναι;
ΜΑΚΔΩΦ
Ο Άδης εξεπέρασε τα κατορθώματά του!
Με χέρια ιερόσυλα εχώθηκεν ο Φόνος
εις του Κυρίου τον ναόν και έκλεψ' από μέσα
του κτίσματος την ύπαρξιν (16)!
ΜΑΚΒΕΘ
Τι ύπαρξιν; Τι λέγεις;
ΛΕΝΩΞ
Τι εννοείς; Ο βασιλεύς;…
ΜΑΚΔΩΦ
Ελάτε να ιδήτε,
ελάτε, νέα Μέδουσα το φως σας να τυφλώση!
Μη μου ζητήτε να τα 'πώ, πηγαίνετε, ιδέτε,
και έπειτα λαλήσετε.
(Εξέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ και ο ΛΕΝΩΞ)
Ξυπνήστε! Σηκωθήτε! Σημάνετε το σήμαντρον! Ω! Φόνος! Προδοσία! Ξυπνήστε, Βάγκε, Δοναλβαίν και Μάλκολμ! Σηκωθήτε, τινάξετ' απ' επάνω σας τον ήσυχον τον ύπνον, — τον θάνατον τον ψεύτικον, — κ' ελάτ' εδώ να ιδήτε τον θάνατον αληθινόν! Ξυπνήστε, σηκωθήτε της τελευταίας Κρίσεως να ιδήτε την εικόνα! Ελάτε! Μάλκολμ, Δοναλβαίν και Βάγκε! Σηκωθήτε, ωσάν να εσηκόνεσθε μέσ' απ' τα σάβανά σας, ωσάν νεκροφαντάσματα ελάτ', αυτήν την φρίκην να την ιδούν τα 'μάτια σας! — Τα σήμαντρα κτυπάτε!
(Κρούονται οι κώδωνες).
(Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ).
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τι τρέχει, και το σήμαντρον με την φρικτήν κραυγήν του
μας κράζει απ' τον ύπνον μας όλους εδώ; Ομίλει.
ειπέ!
ΜΑΚΔΩΦ
Καλή Κυρία μου, δεν είναι να τ' ακούσης
εκείνο πώχω να ειπώ· ο ήχος του σκοτόνει,
αν έμβη εις γυναικός αυτί.
(Εισέρχεται ο ΒΑΓΚΟΣ).
ΜΑΚΔΩΦ
Ω Βάγκε, Βάγκε, Βάγκε!
Τον Δώγκαν τον εσκότωσαν!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ω, συμφορά! ω, φρίκη!
Εδώ 'ς την στέγην μου!
ΒΑΓΚΟΣ
Φρικτόν όπου και αν συνέβη!
'Πέ ότι έσφαλες, Μακδώφ, 'πέ μου πως ήτο ψεύμα.
(Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ και ο ΛΕΝΩΞ).
ΜΑΚΒΕΘ
Αν ήτο και απέθνησκα πριν τούτου μίαν ώραν,
θα έλεγα πως έζησα ζωήν ευτυχισμένην!
Τώρα εις τα εγκόσμια ουσίαν δεν ευρίσκω·
τα πάντα μάταια· νεκρά και η χαρά κ' η δόξα·
'πάγει ο οίνος της ζωής — το καταπάτι μένει,
του πίθου μόνον καύχημα εις το εξής (17).
(Εισέρχονται ο ΜΑΛΚΟΛΜ και ο ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ)
ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ
Τι τρέχει;
Ποιος εκακόπαθε;
ΜΑΚΒΕΘ
Εσύ! Εσύ, και δεν το 'ξεύρεις.
Του αίματός σου η πηγή, η κεφαλή, η βρύσις,
εστείρευσεν! Εκόπηκε το ρεύμα της ζωής σου!
ΜΑΚΔΩΦ
Τον Δώγκαν, τον πατέρα σου τον 'σκότωσαν!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Ω! — Ποίος;
ΜΑΚΔΩΦ
Οι φύλακές του, φαίνεται. Αιματωμένα ήσαν
τα πρόσωπα, τα χέρια των, καθώς και τα μαχαίρια
που ηύραμεν ασκούπιστα εις τα προσκέφαλά των.
Εφαίνοντο εμβρόντητοι και παραζαλισμένοι.
Σ' αυτούς ζωή δεν έπρεπε να πιστευθή ανθρώπου!
ΜΑΚΒΕΘ
Και όμως μετενόησα πώς εις την έξαψίν μου
να τους φονεύσω και τους δυο!
ΜΑΚΔΩΦ
Ω! Διατί, ω Μάκβεθ;
ΜΑΚΒΕΘ
Ποιος δύνατ' έξω εαυτού και φρόνιμος να ήναι,
ήμερος κι' άγριος, — ψυχρός και αφωσιωμένος,
όλα 'ς τον ίδιον καιρόν; Κανείς! 'ς την έξαψίν μου
ο χαλινός του λογικού δεν μ' εκρατούσε πλέον.
Νεκρός εκεί ο βασιλεύς, με καταπλουμισμένο
το ασημένιο δέρμα του απ' το χρυσό του αίμα,
κ' αι ανοικταί του αι πληγαί μ' εφαίνοντο να ήσαν,
είσοδοι τόσαι της φθοράς, της φύσεως χαλάστραι! —
Κ' εκεί οι δολοφόνοι του, 'ς το χρώμα βουτημένοι
του φόνου, — τα μαχαίρια των αιματοτυλιγμένα…
Ποίος εκεί την δύναμιν να κρατηθή θα είχε,
καρδιάν αν είχε ν' αγαπά, κ' εις την καρδιάν την τόλμην
να δείξη την αγάπην του;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Βοήθεια! Ω! να φύγω (18)!
ΜΑΚΔΩΦ
Λιγοθυμά, ιδέτε την!
ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ κατ' ιδίαν προς τον ΜΑΛΚΟΛΜ
Την γλώσσαν τι κρατούμεν,
ενώ προ πάντων εις ημάς εδώ ανήκει λόγος;
ΜΑΛΚΟΛΜ κατ' ιδίαν,
Εδώ τι λόγος ωφελεί, που μας παραμονεύει
κρυμμένη μέσ' 'ς την τρύπαν της η Μοίρα η κακή μας,
και να χυθή επάνω μας ζητεί, να μας αρπάξη;
Να φύγωμεν! Δεν 'μέστωσε το δάκρυ μας ακόμη!
ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ κατ' ιδίαν
Κι' ακόμη δεν εξύπνησεν ο πόνος της ψυχής μας!
ΒΑΓΚΟΣ
Την Λαίδην βοηθήσετε!
(Η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ φέρεται έξω της σκηνής).
Κ' ημείς, τα σώματά μας
αφού τα προφυλάξωμεν απ' την γυμνότητά των,
εδώ ενταμονόμεθα να κάμωμεν ερεύνας,
αυτό να εξετάσωμεν το φρικαλέον πράγμα.
Τώρα τον νουν μας δισταγμοί και φόβοι τον κλονίζουν.
Αλλά εδώ, εις τον Θεόν ενώπιον, ομνύω
να πολεμήσω τους κρυφούς σκοπούς της προδοσίας!
ΜΑΚΔΩΦ
Κι εγώ τ' ομνύω!
ΠΑΝΤΕΣ
Όλοι μας!
ΜΑΚΒΕΘ
Πηγαίνωμεν αμέσως
την ανδρικήν να βάλωμεν στολήν μας, και κατόπιν
εδώ ενταμονόμεθα όλοι μαζί.
ΠΑΝΤΕΣ
Προθύμως.
(Εξέρχονται πάντες, εκτός του ΜΑΛΚΟΛΜ και του ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ)
ΜΑΛΚΟΛΜ
Συ τι σκοπεύεις; Απ' αυτούς ν' απέχωμεν προκρίνω.
'Σ τον άπιστον είν' εύκολον να προσποιήται λύπην.
Εις την Αγγλίαν 'πάγω 'γώ.
ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ
Κ' εγώ 'ς την Ιρλανδίαν.
Ασφαλεστέρα χωριστά η τύχη καθενός μας.
Εδώ μαχαίρια κρύπτονται 'ς τα χαμογέλοια μέσα·
τα δε συγγενικώτερα βαθύτερα πληγόνουν.
ΜΑΛΚΟΛΜ
Το βέλος 'ς το σημάδι του δεν έπεσεν ακόμη·
— καλόν να τ' αποφύγωμεν, εμπρός του μη μας εύρη! —
Εις τ' άλογα! Χαιρετισμοί κ' ευγένειαι ας λείψουν·
ωσάν τους κλέπτας φεύγωμεν. Κλοπή συγχωρημένη
κανείς να κλέπτετ' απ' εκεί, όπου ελπίς δεν μένει.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Δ΄
Έξωθεν του μεγάρου του ΜΑΚΒΕΘ.
(Εισέρχονται ο ΡΩΣ και είς ΓΕΡΩΝ).
ΓΕΡΩΝ
Θυμούμαι όσα έγειναν προ εβδομήντα χρόνων,
κ' εις όλον το διάστημα της μακρινής μου πείρας
είδα και ώραις φοβεραίς κι' αλλόκοτα συμβάντα·
αλλ' η φρικτή αυτή νυκτιά 'ξεπέρασε τα πάντα!
ΡΩΣ
Καλέ μου γέρε κι' αγαθέ, ο Ουρανός, ιδέ τον,
ωσάν να τον ετάραξαν τα έργα του ανθρώπου,
το σκήνωμά του απειλεί το αιματοβαμμένον.
Να λάμπη τώρα έπρεπε φως της ημέρας, κι' όμως
σβύνει το σκότος της νυκτός τον ταξειδιάρην λύχνον.
Η 'μέρα μην εντρέπεται; ή θριαμβεύει η Νύκτα,
κι' αντί ν' ασπάζεται την γην το φως το ζωογόνον,
το πρόσωπόν του έκρυψε 'ς τα σάβανα του σκότους;
ΓΕΡΩΝ
Και τούτο είν' αφύσικον, κ' επίσης παρά φύσιν
το έγκλημα που έγεινε. — Την περασμένην Τρίτην
εκεί που υπερήφανα 'πετούσ' ένα ιεράκι
μια κουκουβάγια τάρπαξε και τόκαμε κομμάτια!
ΡΩΣ
Κι' αυτά του Δώγκαν τ' άλογα, — παράδοξον και όμως
αληθινόν, — ζώα λαμπρά, το άνθος των αλόγων,
αγρίευσαν, και έσπασαν τους σταύλους των, κ' εβγήκαν
κ' εχύθηκαν ακράτητα κ' επαναστατημένα,
'σάν νάθελαν τον πόλεμον να κάμουν 'ς τους ανθρώπους!
ΓΕΡΩΝ
Το ένα τ' άλλο έφαγε, μου είπαν.
ΡΩΣ
Είν' αλήθεια!
Το είδα με τα μάτια μου και μ' έπιασε τρομάρα!
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΔΩΦ)
ΡΩΣ
Να κι' ο Μακδώφ! — Αι, φίλε μου, ο κόσμος πώς τα 'πάγει;
ΜΑΚΔΩΦ
Και δεν τον βλέπεις;
ΡΩΣ
Τους φονείς τους ηύραν τίνες είναι;
ΜΑΚΔΩΦ
Εκείνοι που εφόνευσεν ο Μάκβεθ!
ΡΩΣ
Ω Θεέ μου!
Και τι καλόν επρόσμεναν;
ΜΑΚΔΩΦ
Άλλοι τους είχαν βάλλει. —
Του βασιλέως τα παιδιά, ο Δοναλβαίν κι' ο Μάλκολμ,
κρυφά κ' οι δύο έφυγαν, ώστ' είναι υποψία
ότ' είν' εκείνοι ένοχοι.
ΡΩΣ
Και τούτο παρά φύσιν!
Φιλοδοξί' απρόβλεπτη, την μέλλουσαν τροφήν σου
την κατατρώγεις μόνη σου! — Και βασιλεύς θα γείνη
ο Μάκβεθ ίσως;
ΜΑΚΔΩΦ
Έγεινε, και εις το Σκων επήγε
διά την στέψιν.
ΡΩΣ
Κι' ο νεκρός τι έγεινε του Δώγκαν;
ΜΑΚΔΩΦ
Στ' αγιασμένα χώματα κ' εκείνον τον επήγαν
εκεί που μένουν τα οστά των πρώην βασιλέων.
ΡΩΣ
Και συ πηγαίνεις εις το Σκων;
ΜΑΚΔΩΦ
Όχι, εξάδελφέ μου.
Διά το Φάιφ ξεκινώ.
ΡΩΣ
Εγώ 'ς το Σκων θα 'πάγω.
ΜΑΚΔΩΦ
Είθε να έβγουν εις καλόν όσα εκεί θα γείνουν!
Υγίαινε, και άμποτε να στρώση 'ς τα κορμιά μας
καλλίτερ' απ' την πρώτην μας η νέα φορεσιά μας.
ΡΩΣ
Ώρα καλή, πατέρα μου!
ΓΕΡΩΝ
Νάν' ο Θεός μαζί σου,
και μ' όποιον 'ξεύρει το κακόν εις αγαθόν να τρέψη
και τον εχθρόν του δύναται εις φίλον του να στρέψη.
(Εξέρχονται)
ΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Εν τω βασιλικώ ανακτόρω εις Φόρες.
(Εισέρχεται ο ΒΑΓΚΟΣ).
ΒΑΓΚΟΣ
Ιδού, τα έχεις: Βασιλεύς και Καουδώρ και Γλάμης,
τα πάντα όσα έταξαν αι τρεις των. Και φοβούμαι
ότι το παν επρόδωκες διά να τ' αποκτήσης!
Αλλ' είπαν δεν θα τα χαρή αυτά η γενεά σου,
κ' εγώ θα γείνω κεφαλή και ρίζα βασιλέων.
Εάν από το στόμα των εξέρχεται αλήθεια, —
καθώς σου το απέδειξαν τα λόγια των, ω Μάκβεθ, —
εάν αι προφητείαι των αλήθευσαν 'ς εσένα,
και εις εμένα διατί να μην επαληθεύσουν;
Και διατί καθώς εσύ κ' εγώ να μην ελπίζω;
Αλλ' όμως σιωπή!
Σάλπιγγες. Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ ως βασιλεύς, η Λαίδη
ΜΑΚΒΕΘ ως βασίλισσα, ο ΛΕΝΩΞ, ο ΡΩΣ,
Άρχοντες, αρχόντισσαι και συνοδία.
ΜΑΚΒΕΘ
Ιδού ο πρώτιστός μας φίλος!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Αν έλειπε, μέγα κενόν θα είχε η εορτή μας,
ωσάν να έλειπε το παν!
ΜΑΚΒΕΘ
Θα έχωμεν απόψε
συμπόσιον επίσημον. Παρακαλώ να έλθης.
ΒΑΓΚΟΣ
Σ' τους ορισμούς σου! Μ' έχεις δε εις τα προστάγματά σου
δεμένον μ' άλυτα δεσμά.
ΜΑΚΒΕΘ
Σκοπεύεις να ιππεύσης;
ΒΑΓΚΟΣ
Μάλιστα!
ΜΑΚΒΕΘ
Ήθελα πολύ την γνώμην σου εις κάτι.
Την ηύρα πάντοτε σωστήν και γνωστικήν. Αλλ' όμως
δεν είναι βία· αύριον ζητώ να μου την δώσης. —
Κι' ως πού πηγαίνεις;
ΒΑΓΚΟΣ
Ως εκεί που να περάση η ώρα
έως το δείπνον. Αλλ' εάν δεν τρέχη τ' άλογόν μου,
τότε μιαν ώραν ή και δυο θα κλέψω απ' την νύκτα.
ΜΑΚΒΕΘ
Μη λείψης 'ς το συμπόσιον.
ΒΑΓΚΟΣ
Βεβαίως δεν θα λείψω.
ΜΑΚΒΕΘ
Μανθάνω ότι έφυγαν οι δυο εξάδελφοί μου,
'ς την Ιρλανδία ο ένας των, ο άλλος 'ς την Αγγλίαν,
κι' αντί την αμαρτίαν των να εξομολογήσουν,
άλλα των άλλων φλυαρούν εις όσους τους ακούουν!
Αλλ' αύριον τα λέγομεν. Θα έχωμεν συγχρόνως
και άλλα να κυττάξωμεν συμφέροντα του Κράτους.
Πήγαινε τώρα, και καλήν επιστροφήν το βράδυ!
Μαζί σου τώρα και ο Φληνς θα έλθη;
ΒΑΓΚΟΣ
Ναι, θα έλθη.
Καιρός να φεύγωμεν
ΜΑΚΒΕΘ
Γοργά να είναι τ' άλογά σας
και ασφαλή τα πόδια των. Η ώρα η καλή σας!
(Εξέρχεται ο ΒΑΓΚΟΣ)
Ως τας επτά καθένας σας ας κάμη ό,τι θέλει.
Διά να μ' είν' η συντροφιά ακόμη γλυκυτέρα,
κι' εγώ σκοπεύω μόνος μου να μείνω ως το βράδυ.
Λοιπόν, μαζί σας ο Θεός!
(Εξέρχονται πάντες πλην του ΜΑΚΒΕΘ και ενός υπηρέτου).
ΜΑΚΒΕΘ
Εσύ, — εσένα λέγω·
ακόμη δεν εφάνησαν οι άνθρωποι εκείνοι;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
'Σ του παλατιού, αυθέντα μου, την θύραν περιμένουν.
ΜΑΚΒΕΘ
Πήγαινε, φέρε τους εδώ.
(Εξέρχεται ο υπηρέτης)
Να είμ' αυτό που είμαι δεν είναι τίποτε, — εκτός και ασφαλής αν ήμαι! Ο φόβος μ' εκυρίευσε του Βάγκου. Έχει κάτι βασιλικόν επάνω του, που προκαλεί τον φόβον. Τα πάντα είναι άξιος αυτός να τα τολμήση, κ' εις την ακαταδάμαστην ανδρείαν της ψυχής του υπάρχει και η φρόνησις, που οδηγεί το χέρι πού να κτυπήση ασφαλώς. Μόνον αυτόν φοβούμαι, μόνον αυτόν! — Ο δαίμων του εμένα μ' αμαυρόνει καθώς και τον Αντώνιον του Καίσαρος ο δαίμων (19)! οπόταν μ' εχαιρέτισαν αι τρεις ως βασιλέα εθύμωσε, κ' εζήτησε κι' αυτόν να του λαλήσουν· κ' εκείναι τον 'προφήτευσαν πατέρα βασιλέων, Διάδημα μου έβαλαν 'ς την κεφαλήν μου στείρον, — άκαρπον σκήπτρον να κρατώ μου έδωκαν 'ς το χέρι, διά να μου αφαιρεθή κατόπιν από ξένους, χωρίς να έχω τέκνον μου εγώ διάδοχόν μου! Λοιπόν, προς χάριν της σποράς του Βάγκου, την ψυχήν μου εγώ την εκηλίδωσα, κ' εσκότωσα τον Δώγκαν, κ' εγέμισα τον κάλυκα της συνειδήσεώς μου φαρμάκια; 'ς τον αντίπαλον του ανθρωπίνου γένους παρέδωκα τ' αθάνατον εγώ κειμήλιόν μου, διά να γείνουν βασιλείς μετέπειτα εκείνοι; Οι υιοί του Βάγκου βασιλείς! Παρά να γείνη τούτο, έλα ω Τύχη, πρόβαλε καλλίτερα εμπρός μου, να πολεμήσωμεν μαζί, όσον ζωή μου μένει!… Ποιος είν' εκεί;
(Εισέρχεται ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ ακολουθούμενος υπό δύο ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ)
ΜΑΚΒΕΘ
Πήγαινε συ· περίμενε 'ς την θύραν
ως που να κράξω.
(Εξέρχεται ο υπηρέτης)
Χθες με σας δεν ήτο που τα είπα;
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Μάλιστ', αυθέντα μου.
ΜΑΚΒΕΘ
Λοιπόν, 'σκεφθήκετ' όσα είπα;
Εκείνος σας κατέτρεξε τα περασμένα χρόνια,
εκείνος, να το 'ξεύρετε· όχι εγώ ποτέ μου,
καθώς το ενομίζετε! Εγώ είμαι αθώος!
Αυτό σας το απέδειξα· φως φανερόν σας είπα
το ποιος και πώς σας έπαιξε, τι μέσα, τι απάτην·
τα πάντα σας εξήγησα εις τρόπον που καθένας
όσον κι' αν έχη 'λίγον νουν, 'μισήν ψυχήν κι' αν έχη
να 'πή: Αυτά τα έκαμεν ο Βάγκος!
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Μας τα είπες.
ΜΑΚΒΕΘ
Επήγα και μακρύτερα. Και δι' αυτόν τον λόγον
σας ξαναέφερα εδώ. — Ειπέτε μου να 'ξεύρω:
τόσον μεγάλη υπομονή σας κυριεύει, ώστε,
να παραβλέψετε αυτό, ή μη κ' οι δύο είσθε
τόσον καλοί Χριστιανοί ώστε 'ς την προσευχήν σας
παρακαλείτε δι' αυτόν και διά τα παιδιά του,
αυτόν τον καλόν άνθρωπον, που ήνοιξε τον τάφον
και έφερε την ζητανιά εις 'σας και τους 'δικούς σας;
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Αυθέντα, άνδρες είμεθα!
ΜΑΚΒΕΘ
Ω ναι· 'ς τους καταλόγους
ως άνδρες λογαριάζεσθε, καθώς κ' οι σκύλοι όλοι, —
αυλόσκυλοι, μανδρόσκυλοι, λαγωνικά, ζαγάρια,
θαλασσινοί, μισόλυκοι, μικρά σκυλάκια, μούργοι,
όλοι των σκύλοι λέγονται. Αλλά τους ξεχωρίζει
καθένα η αξία του· γοργός ο ένας είναι,
αργός ο άλλος, κυνηγός, πιστός, ανοικτομμάτης,
καθείς κατά το χάρισμα πού έχει απ' την φύσιν·
ώστε προσθήκην ο καθείς ξεχωριστήν λαμβάνει
'ς την γενικήν καταγραφήν, όπου με μίαν λέξιν
όλους τους έγραψαν μαζί. Το ίδιον κ' οι άνδρες. —
Λοιπόν και σεις, απ' τον σωρόν αν σας χωρίζη κάτι,
εάν 'ς την ανθρωπότητα οι έσχατοι δεν είσθε,
ειπήτε μου το· — τότ' εγώ θα σας ξεμυστερεύσω
πράγμα, που αν εκτελεσθή, θα φάγη τον εχθρόν σας,
και σας εις την καρδίαν μου θα σας αλυσσοδέση
κ' εις την αγάπην μου, — εμού, που η ζωή του είναι
αρρώστια μου, κ' υγεία μου θα ήν' ο θάνατός του (20)!
Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Είμ' άνθρωπος, αυθέντα μου, αγριωμένος τόσον
από του κόσμου τ' άδικα κι' απ' την καταδρομήν του,
ώστε τα πάντα τ' αψηφώ 'ς το πείσμα του!
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Κ'εμένα
η συμφορά μ' απέκαμε, μ' έδειρ' η Τύχη τόσον,
που δεν το έχω τίποτε να παίξω την ζωήν μου,
και ή την ξεφορτώνομαι ή την καλλιτερεύω.
ΜΑΚΒΕΘ
Κ' οι δύο το γνωρίζετε: εχθρός σας είν' ο Βάγκος!
ΟΙ ΔΥΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ
Εχθρός μας είν', αυθέντα μου!
ΜΑΚΒΕΘ
Κ' εχθρός 'δικός μου είναι!
Τόσον εχθρός, που όσον ζη και όσον αναπνέει,
κάθε στιγμή του μαχαιριά 'ς τα σωθικά μου είναι!
Από το πρόσωπον της γης 'μπορούσα να τον 'βγάλω
'ς το φανερόν, και νόμος μου να ήν' η θέλησίς μου.
Πλην δεν συμφέρει, επειδή κάποιοι 'δικοί του φίλοι,
είναι και φίλοι μου. Λοιπόν διά να μη τους χάσω.
θα φαίνωμ' ότι τον θρηνώ, ενώ τον καταστρέφω.
Ιδού ο λόγος διατί ζητώ την συνδρομήν σας,
ώστε το πράγμα να κρυφθή απ' των πολλών τα 'μάτια,
διά πολλάς και σοβαράς αιτίας.
Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Ό,τι θέλεις,
αυθέντα, θα το κάμωμεν!
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Και αν με την ζωήν μας…
ΜΑΚΒΕΘ
Λάμπει η καρδιά 'ς τα 'μάτια σας! Μια ώρα πριν περάση
θα σας ειπώ πού έχετε να κάμετε καρτέρι,
ποιαν ώραν να διαλέξετε, ποίαν στιγμήν, — τα πάντα!
Το πράγμα πρέπει άφευκτα την νύκτ' αυτήν να γείνη,
κάπως μακράν από εδώ· διότι, μη ξεχνάτε
οτ' είν' ανάγκη να φανώ αθώος. Και μαζί του, —
μη μείνη εις το έργον μας ή ρόζος ή σχισμάδα, —
πρέπει συγχρόνως και ο Φληνς, που θα τον συνοδεύη,
μαζί με τον πατέρα του να έβγη απ' την μέση!
Συγχρόνως ναύρη και αυτόν η Μοίρα η κακή του!
Λοιπόν, αποφασίσετε. — Πηγαίνω κ' επιστρέφω.
ΟΙ ΔΥΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ
Αυθέντα, την απόφασιν την έχομεν παρμένην.
ΜΑΚΒΕΘ
Μέσα πηγαίνετε, κ' ευθύς θα έλθω να σας εύρω.
(Εξέρχονται οι Δολοφόνοι)
Τετέλεσται! 'ς τους ουρανούς, ω Βάγκε, αν θ' αναίβης, νάχης απόψε 'ς τα εκεί τον δρόμον να γυρεύης!
ΣΚΗΝΗ Β'
Εν τω μεγάρω.
(Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ και υπηρέτης)·
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Έφυγ' ο Βάγκος;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Ναι, αλλά το βράδυ επιστρέφει.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Σ' τον βασιλέα πήγαινε κ' εκ μέρους μου ειπέ του
ότ' ήθελα, αν ευκαιρή, να του ειπώ δυο λόγια.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Αμέσως. (Εξέρχεται).
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Κέρδος μάταιον, ωφέλεια χαμένη,
να έχη τις ό,τι ποθεί, κι' ανήσυχος να μένη.
Καλλίτερα να ήμ' εγώ εκείνος οπού 'πάγει,
παρά να τον κατέστρεψα κ' η λύπη να με φάγη!
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ)
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τι γίνεσαι, αυθέντα μου; Κατάμονος τι μένεις,
με συντροφιάν τα θλιβερά φαντάσματά σου μόνον;
Τι τρέφεσαι με στοχασμούς, που έπρεπε να ήσαν
μ' αυτούς που συλλογίζεσαι μαζί κι' αυτοί θαμμένοι;
Όσα δεν έχουν ιατρικόν, να λησμονούνται πρέπει!
Το ό,τι έγειν', έγεινε!
ΜΑΚΒΕΘ
Εκόψαμεν το φίδι
αλλά δεν το 'σκοτώσαμεν. Θα ιατρευθή η πληγή του,
θα στυλωθή, κι' ο κίνδυνος και πάλιν του 'δοντιού του
τον δόλον μας τον μάταιον θα ξαναφοβερίζη.
Αλλά το σύμπαν ας χαθή, οι κόσμοι ας χαλάσουν,
παρά να κρυφοτρώγωμεν με φόβους το ψωμί μας,
κι' ο ύπνος να μας έρχεται την νύκτα, ταραγμένος
απ' τ' άγρια ονείρατα που μας τρομάζουν! Όχι!
Καλλίτερα να ήμεθα με τους αποθαμένους, —
μ' εκείνους που εστείλαμεν 'ς του τάφου την ειρήνην
διά να ζήσωμεν ημείς τον βίον εν ειρήνη, —
παρά τον νουν μας βάσανα αιώνια να τρώγουν
Ο Δώγκαν αναπαύεται 'ς το μνήμα του. Κοιμάται·
του βίου τον παροξυσμόν τον 'γλύττωσεν εκείνος·
η προδοσία έκαμε ό,τι είχε να του 'κάμη.
Εκεί που είναι, μάχαιρα, φαρμάκι δεν τον φθάνει,
ούτε ο δόλος συγγενών, ούτε η έχθρα ξένων·
τίποτ' εκεί να φοβηθή αυτός δεν έχει!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Έλα,
αυτά τ' αγριωμένα σου τα μάτια πράυνέ τα·
'ς το δείπνον κύτταξ' εύθυμος και ζωηρός να ήσαι.
ΜΑΚΒΕΘ
Θα ήμ', αγάπη μου. Και συ προσπάθησε να ήσαι.
Να έχης δε κατ' εξοχήν τον νουν σου εις τον Βάγκον.
Σ' το 'μάτι σου, 'ς την γλώσσαν σου εκείνος να πρωτεύη.
Ο κίνδυνος δεν έλειψεν, ενόσω είν' ανάγκη
να πλύνωμεν την δόξαν μας εις τα νερά του δόλου
και πάντοτε να έχωμεν κ' οι δυο το πρόσωπόν μας
ως προσωπίδα της καρδιάς, διά να μας την κρύπτη.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Άφες τ' αυτά!
ΜΑΚΒΕΘ
Ω! την ψυχήν έχω σκορπιούς γεμάτην!
Κι ο Βάγκος και το τέκνον του ακόμη ζουν, το 'ξεύρεις;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Αιώνιον συμβόλαιον με την ζωήν δεν έχουν!
ΜΑΚΒΕΘ
Τα πάντα δεν εχάθηκαν. Αθάνατοι δεν είναι.
Λοιπόν και συ κάμε καρδιά. Απόψε, πριν αρχίση
μέσ' 'ς ταις καμάραις να πετά τυφλά η νυκτερίδα,
πριν κράξη τον ασκάθαρον η σκοτεινή Εκάτη
το νυσταγμένον σήμαντρον της Νύκτας να βοΰση,
πράγμα φρικτόν και φοβερόν θα γείνη!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τι θα γείνη;
ΜΑΚΒΕΘ
Αγάπη μου, καλλίτερα εσύ να μη το 'ξεύρης,
ως που να έχης να χαρής αφού θα γείνη! — Έλα,
έλα ω Νύκτα σκοτεινή, τον πέπλον σου να ρίξης
'ς τα 'μάτια τα ευαίσθητα της αγαθής Ημέρας!
Ω έλα με αόρατον αιματωμένον χέρι
να σχίσης το συμβόλαιον, κομμάτια να το κάμης
το μέγα το συμβόλαιον που με κερόνει εμένα (21)!
Πήζει το φως, ο κόρακας παίρνει το πέταγμά του
'ς το δάσος του. Τα πλάσματα τ' αθώα της Ημέρας
αρχίζουν να κουρνιάζονται να γλυκοησυχάσουν,
ενώ τα μαύρα εξυπνούν δαιμόνια του σκότους
'ς το άρπαγμά των να χυθούν! — Θαυμάζεις μ' όσα λέγω;
Ησύχασε, ησύχασε! Ό,τι και αν αρχίση
με το κακόν να σπείρεται, με το κακόν θ' αυξήση! —
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Γ'
Δάσος παρά τα ανάκτορα.
(Εισέρχονται τρεις ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ)
Α’ Δολοφόνος
Ποιος να μας κάμης συντροφιά σ' έστειλ' εδώ;
Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Ο Μάκβεθ (22).
Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Τι τον υποπτευόμεθα αφού σωστά τα λέγει,
ποιοι είμεθα, τι έχομεν να κάμωμεν, τα πάντα
καθώς μας τα παρήγγειλαν;
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Μείνε λοιπόν μαζί μας. —
Το φως ακόμη πού και πού την δύσιν χαρακόνει.
Τώρα 'ς τον δρόμο τ' άλογο κεντά ο ταξειδιώτης
να φθάση γρήγορα εκεί όπου θα ξενυκτίση.
Όπου κι' αν ήναι θα φανή κι' αυτός που καρτερούμεν.
Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Ακούω ποδοβολητόν.
ΒΑΓΚΟΣ έσωθεν.
Φέξετ' εδώ! Πού είσθε;
Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Εκείνος είναι βέβαια! Οι άλλοι ήλθαν όλοι!
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Τα άλογα του έφυγαν!
Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Συνήθειά του είναι.
Πεζός πηγαίνει απ' εδώ 'ς του παλατιού την θύραν.
Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Έρχονται φώτα!
Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Είν' αυτός!
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Επάνω του κ' οι τρεις μας!
(Εισέρχονται ο ΒΑΓΚΟΣ, και ο ΦΛΗΝΣ κρατών δαυλόν.)
ΒΑΓΚΟΣ
Ωσάν να φαίνετ' ο καιρός προς την βροχήν.
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Ας βρέξη!
(Επιπίπτουσι κατ' αυτού οι δολοφόνοι).
ΒΑΓΚΟΣ
Ω! προδοσία! Φύγε, Φληνς! Ω, φύγε, φύγε, φύγε!
Ίσως εσύ μ' εκδικηθής! Ω! φύγε! — Ω προδότη!
(Αποθνήσκει. Ο ΦΛΗΝΣ φεύγει.)
Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Τα φώτα ποιος τα έσβυσε;
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Δεν έπρεπε να σβύσουν;
Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Ο ένας μόνον έπεσε. Μας έφυγε ο υιός του (23).
Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Τότ' η μισή μας η δουλειά πηγαίνει 'ς τα χαμένα.
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Εκείνο τώρα πώγεινε ας' πάμε να το πούμε.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Δ'
Συμπόσιον εν τοις ανακτόροις.
(Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ, η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ, ο ΡΩΣ, ο ΛΑΙΝΩΞ, ΜΕΓΙΣΤΑΝΕΣ
και υπηρέται).
ΜΑΚΒΕΘ
Λάβετε θέσιν. Ο καθείς γνωρίζει τον βαθμόν του.
Καλώς ωρίσετ' όλοι σας, κι' ο έσχατος κι' ο πρώτος!
ΠΑΝΤΕΣ
Ευχαριστούμεν, βασιλεύ.
ΜΑΚΒΕΘ
Θα μείνω μεταξύ σας,
ωσάν να ήμαι ταπεινός κ' εγώ προσκεκλημένος,
και όλους η βασίλισσα ας μας φιλοξενήση,
και το &καλώς μας ήλθετε& ας το ειπή εκείνη.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ειπέ το συ εκ μέρους μου εις τους καλούς μας φίλους.
Το λέγει 'ς όλους των μαζί εμένα η καρδιά μου.
(Ο Α' ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ εμφανίζεται επί της θύρας).
ΜΑΚΒΕΘ
Ιδέ, κι' αυτοί με την καρδιάν ευχαριστώ σου λέγουν.
Καθίσετ' όλοι σας. Εδώ 'ς την μέσην θα καθίσω,
Χαρήτε, ξεφαντώσετε. — Τώρα ευθύς θα έλθω
να πιω εις την υγείαν σας. (Βαδίζει προς την θύραν).
Γεμάτο αίμα είνε
το πρόσωπόν σου, άνθρωπε!
ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Είναι του Βάγκου αίμα!
ΜΑΚΒΕΘ
Καλλίτερα επάνω σου ή μέσα 'ς το κορμί του!
Τον εξεκάμετε;
ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Εγώ έκοψα τον λαιμό του!
ΜΑΚΒΕΘ
Α! λαιμοκόπος το λοιπόν κανείς καλλίτερός σου!
καλός κ' εκείνος που του Φληνς του έκαμε τα ίδια.
Αν συ το έκαμες κι' αυτό, τότε δεν έχεις ταίρι!
ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Ο Φληνς, αυθέντα, 'ξέφυγε!
ΜΑΚΒΕΘ (καθ' εαυτόν)
Τότε λοιπόν και πάλιν
άρρωστος είμαι! Ειδεμή εξαίρετα θα ήμουν (24),
'σάν μάρμαρον ακέραιος και στερεός 'σάν βράχος,
'σάν τον αέρα ελαφρός ολόγυρά μου! Τώρα
είμαι σφιγμένος, δέσμιος, κλεισμένος, πλακωμένος,
δεμένος χειροπόδαρα με φόβους κ' υποψίας! —
Αλλά, είπε μου, έχομεν τουλάχιστον τον Βάγκον;
ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Τον έχομεν, αυθέντα μου, 'ς ένα χανδάκι μέσα,
με είκοσι ορθάνοικταις πληγαίς 'ς την κεφαλήν του,
Από αυταίς του έφθανε και μια!
ΜΑΚΒΕΘ καθ' εαυτόν
Καλόν και τούτο!
Το μέγα φίδι έλειψε. Εσώθη το σκουλήκι
και έχει μέσα του ζωήν ως που να έλθ' η ώρα
να χύση το φαρμάκι του· τώρα δεν έχει 'δόντια!
Φύγε! Σε βλέπω αύριον.
(Εξέρχεται ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ)·
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Πώς δεν μας ζωηραίνεις,
αυθέντα; Το συμπόσιον δεν έχει πλέον χάριν
εάν ενόσω γίνεται, κανείς δεν συχνοβλέπη
ότι φιλεύει με χαράν εκείνος που φιλεύει.
Αν ήναι μόνον το φαγί, τρώγει κανείς και μόνος·
του φαγητού καρύκευμα είν' η φιλοφροσύνη· —
χωρίς αυτήν η συντροφιά δεν έχει νοστιμάδα.
ΜΑΚΒΕΘ
Εσύ γλυκέ μου σύμβουλε! — Λοιπόν, 'ς την όρεξίν σας
εύχομαι χώνευσιν καλήν, και εις τα δύο υγείαν!
ΛΕΝΩΞ
Δεν κάθεσαι, αυθέντα μου;
(Εισέρχεται η σκιά του ΒΑΓΚΟΥ και κάθηται εις την θέσιν του ΜΑΚΒΕΘ)
ΜΑΚΒΕΘ
Η στέγη μας απόψε
δόξαν θα εσκέπαζεν αυτού του τόπου όλην,
εάν εδώ ήτο παρών κι' ο Βάγκος μας. — Αλλ' όμως
καλλίτερα να έπταισε και μάλλωμα ν' αξίζη,
παρά να εκακόπαθε ώστε να αξίζη λύπην.
ΡΩΣ
Τον εαυτόν του αδικεί αν έλειψε να έλθη.
Δεν κάθεσαι, αυθέντα μου, και συ, να μας τιμήσης;
ΜΑΚΒΕΘ
Είναι γεμάτη η τράπεζα.
ΛΕΝΩΞ
Ιδού εδώ μια θέσις.
ΜΑΚΒΕΘ
Πού;
ΛΕΝΩΞ
Να, εδώ. — Τι έπαθες και είσαι ταραγμένος;
ΜΑΚΒΕΘ
Ποιος από σας τόκαμ' αυτό;
ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΔΙΑΦΟΡΟΙ
Τι πράγμα, ω αυθέντα;
ΜΑΚΒΕΘ προς το φάσμα.
Δεν ημπορείς να μου ειπής ότι εγώ σου πταίω!..,
Μη τα μαλλιά σου μου κινής τα αιματοβαμμένα!
ΡΩΣ
Δεν είναι, άρχοντες, καλά ο Μάκβεθ! Σηκωθήτε!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Καθήσετε, ω άρχοντες. Αυτά συχνά τα έχει,
και από νέος μάλιστα! Κανείς σας μη σαλεύση!
Είναι το πράγμα της στιγμής! Θα του περάση τώρα.
Ανίσως τον προσέχετε και τον παρατηρείτε
θα πειραχθή, και το κακόν χειρότερον θα γείνη!
Αφήτε τον και τρώγετε, ω φίλοι. —
(Πλησιάζουσα προς τον Μάκβεθ) Άνδρας είσαι;
ΜΑΚΔΩΦ
Ναι! Κ' είμαι άνδρας τολμηρός, αφού τολμώ και βλέπω
εκείνο που θα 'τρόμαζε κι' ο Σατανάς να βλέπη!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ανοησίαι! Πλάσματα του φόβου σου είν' όλα!
Και τούτο σαν την μάχαιραν θα ήναι 'ς τον αέρα,
που έλεγες πως σ' έδειχνε τον δρόμον προς τον Δώγκαν!
Αυτά τα σπαρταρίσματα και τα ξιππάσματά σου,
αυτά τ' αναγελάσματα του φόβου, άφησέ τα
κι όταν, χειμωνιάτικα κοντά εις την φωτιά της,
ακούεις μια γερόντισσα να λέγη παραμύθια
που τάμαθ' απ' την νόννα της! Αλήθεια εντροπή σου! —
Τι χάσκεις; Τι; Είναι σκαμνί αυτό εκεί που βλέπεις!
ΜΑΚΒΕΘ
Δεν βλέπεις; Να! Κύτταξ' εκεί! Ιδέ τον! —
(προς το φάσμα)
Τι μου λέγεις;
Α! Δεν με μέλει! Λάλησε, αφού 'μπορείς και νεύεις.
Αν ήναι και οι τάφοι μας και τα νεκροταφεία
να στέλνουν τους θαμμένους μας οπίσω, — μνήματά μας
εις το εξής των αετών ας γείνουν τα στομάχια (25)!
(Εξαλείφεται το φάσμα).
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Η τρέλλα σ' έκαμε δειλόν;
ΜΑΚΒΕΘ
Καθώς σε βλέπω τώρα,
τον είδα!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Δεν εντρέπεσαι! (Επιστρέφει προς τους προσκεκλημένους)
ΜΑΚΒΕΘ μόνος
Αίμα πολύ εχύθη
τους περασμένους τους καιρούς, προτού να ημερώσουν
τον κόσμον νόμοι δίκαιοι, και από τότε πάλιν
έγειναν φόνοι, που κανείς αν τους ακούση φρίττει!
Ήτο καιρός που έφθανε να χύσης τα μυαλά του,
κι' απέθνησκε ο άνθρωπος, — 'τελείοναν τα πάντα.
Και τώρα, — ανασταίνονται κ' εβγαίνουν απ' τους τάφους
κι' απ' τα σκαμνιά μας μάς σκουντούν! Ω! τούτο είναι θαύμα
που κ' ένα φόνον ξεπερνά ωσάν αυτόν!…
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Αυθέντα,
σ' αποζητούν οι φίλοι σου.
ΜΑΚΒΕΘ
Ω! Είχα λησμονήσει. —
Να μη με συνερίζεσθε, αγαπητοί μου φίλοι.
Ασθένεια παράδοξος με βασανίζει· όμως
δεν είναι τίποτε αυτό δι' όσους με γνωρίζουν. —
Χαρά κ' υγεία 'ς όλους σας! Ελάτε. Ας καθίσω.
Δότε μ' εδώ 'λίγο κρασί· γεμάτο το ποτήρι!
'Σ όλης εδώ της συντροφιάς προπίνω την υγείαν,
κ' εις του καλού του φίλου μου του Βάγκου, που μας λείπει
Ας ήτο να μας ήρχετο! Εις όλους κ' εις εκείνον
η πρόποσίς μου. Εύχομαι εις άπαντας τα πάντα!
ΠΑΝΤΕΣ
Πολλά τα έτη και καλά του Βασιλέως!
(Εισέρχεται εκ νέου το φάσμα).
ΜΑΚΒΕΘ
Λείψ' απ' τα 'μάτια μου εμπρός! 'Σ της γης τα βάθη κρύψου,
Έχεις τα κόκκαλα στεγνά, το αίμα παγωμένον,
είν' άψυχα τα μάτια σου αυτά που με κοιτάζουν
ακίνητα!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Είναι αυτό συνειθισμένον πράγμα,
αγαπητοί μου άρχοντες· δεν είναι τίποτ' άλλο·
αλλά την ευχαρίστησιν χαλνά της συντροφιάς μας.
ΜΑΚΒΕΘ
Άνθρωπος ό,τι κι' αν τολμά, τολμώ! Παρουσιάσου
ωσάν αρκούδα μαλλιαρή, αν θέλης, της Ρωσίας,
ή ένοπλος ρινόκερως, ή τίγρις Υρκανίας, —
Λάβε μορφήν εκτός αυτής που έχεις κάθε άλλην
και να ιδής αν κλονισθούν τα στερεά μου νεύρα!
Ή ξαναγείνου ζωντανός κι' αντιμετώπισέ με
με το σπαθί 'ς το χέρι σου, 'ς την έρημον, — κι' αν τρέμω,
μωρό παιδί να με ειπής! …Απάτης πλάσμα, φύγε!
Έξω απ' εδώ, φρικτή σκιά! (Εξαλείφεται το φάσμα).
Ιδού! Ευθύς που λείψη,
άνδρας εκ νέου γίνομαι. — Καθήσετε, ω φίλοι!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Απ' την πολλήν σου ταραχήν η ευθυμία 'πάγει.
Την συντροφιά την έκαμες να γείνη άνω κάτω.
ΜΑΚΒΕΘ
Πώς είναι τρόπος πράγματα τοιαύτα να συμβαίνουν,
να έρχωνται 'σάν σύννεφο καλοκαιριού εμπρός μας,
και να μη φέρουν θαυμασμόν; Με κάμνετε, αλήθεια
κι εγώ ο ίδιος ν' απορώ με την κατάστασίν μου.
όταν σας βλέπω, με αυτό το θέαμα εμπρός σας.
τα μάγουλά σας κόκκινα να τάχετε ακόμη,
ενώ εγώ 'κατάλευκα τα νοιώθω· απ' τον φόβον!
ΡΩΣ
Τι θέαμα, αυθέντα μου;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Να μη του ομιλήτε
και γίνεται χειρότερα! Αν τον 'ρωτούν, ανάπτει.
Καλή σας νύκτα! Φύγετε. Αφήσετε την τάξιν
και την σειράν. Πηγαίνετε αμέσως!
ΛΕΝΩΞ
Καλή νύκτα!
Και είθε την υγείαν του ο βασιλεύς να εύρη!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Καλή σας νύκτα κι' αγαθή εις όλους.
(Εξέρχονται άπαντες εκτός του ΜΑΚΒΕΘ και της ΛΑΙΔΗΣ ΜΑΚΒΕθ)
ΜΑΚΒΕΘ
Αίμα θέλει!
Καλά το λέγει το ρητόν: Το αίμα θέλει αίμα (26).
Ηκούσθη δένδρα να 'μιλούν και να κινούνται λίθοι,
και από κίσσαις και κολοιούς και από καρακάξαις
να έβγη έξαφνα 'ς το φως ο φόνος ο κρυμμένος!…
'Ξημέρωσε;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Φιλονεικούν η Νύκτα και η 'Μέρα.
Σκότος δεν είναι ούτε φως.
ΜΑΚΒΕΘ
Πώς σου εφάνη, 'πέ μου,
να τον προστάξω τον Μακδώφ κ' εκείνος ν' απειθήση;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Έστειλες άνθρωπον 'ς αυτόν;
ΜΑΚΒΕΘ
Το έμαθα εκ τύχης·
Αλλά θα στείλω. — Απ' αυτούς δεν είναι μήτε ένας
που άνθρωπόν μου μισθωτόν κοντά του να μην έχη. —
Πρωί πρωί 'ς ταις αδελφαίς ταις Μάγισσαις θα 'πάγω.
Θέλω και άλλα να μου 'πούν. Έχω σκοπόν να μάθω
με κάθε τρόπον κάθε τι, όσον κακόν κι' αν ήναι!
Το παν εις το συμφέρον μου, το παν, θα θυσιάσω!
Τόσον βαθειά εχώθηκα 'ς το αίμα έως τώρα,
ώστε αν παύσω να βουτώ, το να γυρίσω πίσω
θα είν' επίσης δύσκολον καθώς να προχωρήσω.
Όσα ο νους μου μελετά, το χέρι θα τα πράξη. —
Ας γείνουν πρώτα, κ' έπειτα τα στόμ' ας τα φωνάξη!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Το μέγα δυναμωτικόν που θέλει κάθε σώμα.
ο ύπνος, σου χρειάζεται.
ΜΑΚΒΕΘ
Πηγαίνωμεν 'ς το στρώμα.
Αυτά που εφαντάσθηκα ο φόβος τα εμπνέει.
Μας λείπει πράξις· 'ς την τριβήν είμεθ' ακόμη νέοι.
(Εξέρχονται)
ΣΚΗΝΗ Ε'
Εξοχή άδενδρος. Κεραυνοί.
(Εισέρχονται εξ ενός αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ και αφ' ετέρου η ΕΚΑΤΗ)
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Τι έχεις, ω Εκάτη; τι εθύμωσες;
ΕΚΑΤΗ
Και πώς να μη θυμώσω, ω βρωμόστριγλαις,
με την αυθάδειάν σας και την τόλμην σας!
Πώς λόγια με τον Μάκβεθ παιρνοδίδετε,
κ' εμέ, των μαγικών σας την δασκάλισσαν,
την μυστικήν τεχνήτραν κάθε βασκανίας,
ποτέ να λάβω μέρος δεν μ' εκράξετε
την τέχνην μας να δείξω εις την δόξαν της;
Το δε χειρότερόν σας, — ό,τι έγεινε,
δι' ένα φανταγμένον το εκάματε,
ένα διεστραμμένον κ' υπερήφανον. —
Κι' αυτός σας καλοπιάνει, όχι διά σας,
πλην διά τους σκοπούς του και τα τέλη του.
Πληρώσετε το λάθος! Φύγετ' απ' εδώ.
'ς το σπήλαιον να 'πάτε του Αχέρωνος!
Εκεί κ' εγώ θα έλθω αύριον πρωί.
Την Μοίραν του να μάθη θάλθη και αυτός.
Τα μαγγανεύματά σας ετοιμάσετε,
τα μάγια, τα κακκάβια κι' όλα τα λοιπά.
Ν' αναίβω έχω τώρα 'ς τα αιθέρια.
Αυτήν την νύκτα έχω, — πριν φανή το φως, —
φρικτόν να κάμω έργον και τεράστιον.
'Σ την άκρη της Σελήνης τρεμοκρέμεται
βαρειά κι' ατμούς γεμάτη μια σταλαγματιά.
Προτού να πέση κάτω θα την πιάσω 'γώ.
Θα την κατασταλάξω με τα μάγια μου,
να βγάλω από μέσα τα εξωτικά,
που η απατηλή των η εμφάνισις
τον Μάκβεθ θα τον κάμη να καταστραφή.
Τον Θάνατον, την Τύχην, δεν θα τα ψηφά·
θα υποβάλη όλα 'ς την ελπίδα του,
και φρόνησιν και φόβον και ευσέβειαν!
Εχθρός δε του ανθρώπου, — ο χειρότερος, —
είν' η απροβλεψία και η οίησις!
(Μουσική έσωθεν)
Με κράζουν! — Το μικρόν μου το δαιμόνιον,
εις σύννεφο επάνω παχνοσκέπαστο,
με περιμένει. (Εξέρχεται).
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
'Πάμε, 'πάμε γρήγορα!
Κι αυτή όπου κι αν ήναι ξαναέρχεται.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΣΤ'
Εν τω ανακτόρω εις Φόρες.
(Εισέρχονται ο ΛΕΝΩΞ και ο ΑΓΚΟΣ).
ΛΕΝΩΞ
Τα όσα είπα συφωνούν μ' όσα 'ς τον νουν σου είχες.
Μπορούσα κι' άλλα να ειπώ, σου λέγω μόνον ότι
συνέπεσαν παράδοξα τα πράγματα: Τον Δώγκαν
έκλαυσ' ο Μάκβεθ. — Μάλιστα, — αφού είχε αποθάνει.
Ο Βάγκος δε συνέπεσε να νυκτωθή 'ς τους δρόμους.
Αν αγαπάς, τον φόνον του 'ς τον Φληνς απόδωσέ τον,
αφού εξέφυγεν ο Φληνς. — Ποιος δε να μη το λέγη
ότ' ήσαν δύο τέρατα ο Δοναλβαίν κι' ο Μάλκολμ,
να σφάξουν τον πατέρα των! Αφορισμένη πράξις!
Και πώς το ελυπήθηκε ο Μάκβεθ! Δεν τον είδες
πώς ήναψε το αίμα του και ώρμησεν αμέσως
κ' εσκότωσε τους φύλακας, ενώ κ' οι δύο ήσαν
δούλοι ακόμη του πιοτού κ' αιχμάλωτοι του ύπνου;
Μη δεν το έκαμε καλά; — Και γνωστικά προς τούτοις!
Διότι ποιος δεν ήθελε μ' αυτούς αγανακτήσει
αν ήκουε να τ' αρνηθούν αυτοί κατόπιν; Ώστε
συνέπεσαν τα πράγματα περίφημα, σου λέγω.
Ως προς του Δώγκαν δε τους υιούς, 'ς το χέρι αν τους είχε
(και να μη δώση ο Θεός ποτέ του να τους έχη),
θα έβλεπαν το τι θα 'πή πατέρα να σκοτώσουν!
Κι' ο Φληνς θα τόβλεπε! — Αλλά, τα λόγια μας ολίγα.
Δι' ένα λόγον ο Μακδώφ απρόσεκτον, κ' επίσης
διότι 'ς το συμπόσιον δεν ήλθε του τυράννου,
καθώς μου λέγουν, έπεσεν εις την οργήν του τώρα.
Πού άρα γε κατέφυγε, είδησιν έχεις μήπως;
ΑΓΚΟΣ
Του Δώγκαν ο διάδοχος, — τον θρόνον του οποίου
ο Μάκβεθ σφετερίζεται, — εις την Αγγλίαν μένει.
Ο δε καλός ο βασιλεύς εκεί, εις την αυλήν του
τόσον τον καλοδέχεται και τον περιποιείται,
ώστε η Μοίρα η κακή, με την καταδρομήν της
ποσώς δεν τον εξέπεσεν από τ' αξίωμά του.
Εκεί επήγε κι' ο Μακδώφ διά να ενταμώση
τον Εδουάρδον, και θερμά να τον παρακαλέση
τον άξιόν του στρατηγόν Σιβάρδον να μας στείλη,
ώστε μ' αυτήν την συνδρομήν, και με την προστασίαν
Εκείνου, που το έργον μας θα ευλογή εξ ύψους,
ν' αξιωθή καθένας μας να χαίρεται και πάλιν
'ς την τράπεζάν του την τροφήν, 'ς το στρώμα του τον ύπνον
χωρίς μαχαίρια κ' αίματα εις τα συμπόσιά μας, —
και νόμιμον να έχωμεν του τόπου βασιλέα
χωρίς ν' ατιμαζώμεθα απ' τας τιμάς που δίδει,
κι' ό,τι καθένας λαχταρεί να τ' αποκτήση πάλιν! —
Αλλά ο Μάκβεθ όλ' αυτά τα επληροφορήθη,
κ' εις τόσην αγανάκτησιν τον έφερε το πράγμα,
ώστε προετοιμάζεται να κάμη εκστρατείαν.
ΛΕΝΩΞ
Και μήνυμα δεν έστειλεν εις τον Μακδώφ;
ΑΓΚΟΣ
Ναι· όμως
ορθοκαταίβατ' ο Μακδώφ του απεκρίθη, Όχι!
Και σκυθρωπός ο μηνυτής εγύρισε ταις πλάταις
κ' εμούγκριζε 'σάν νάλεγε: Θα το μετανοήσης
ότι με την απόκρισιν αυτήν σου με φορτόνεις.
ΛΕΝΩΞ
Αυτό να προφυλάττεται ίσως θα τον φωτίση
και όσον είναι γνωστικόν από εδώ ν' απέχη.
Ω! 'ς την Αγγλίαν άγγελος ας ήτο να πετάξη
να 'πή τα λόγια του Μακδώφ, προτού εκείνος φθάση,
ώστε χωρίς αναβολήν να έλθη σωτηρία,
'ς την γην αυτήν που τυραννεί κατηραμμένο χέρι!
ΑΓΚΟΣ
Ευχαί μου θα συνώδευαν θερμαί το πέταγμά του!
ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Σπήλαιον. Εν τω μέσω αυτού λέβης βράζων. Κεραυνοί.
Εισέρχονται αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ).
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Η γάτα τρις ως τώρα ενιαούρισε.
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Τρις 'μούγκρισε και μία ο σκανζόχοιρος.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Είν' ώρα, είναι ώρα, κράζει η Άρπυια!
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ελάτε· — 'ς το κακκάβι ολοτρίγυρα,
και μέσα τα φαρμάκια και τα μαγικά:
Κούβακας· — πέτρα κρύα τον επλάκονε
σωστά τριάντα ένα ημερόνυκτα,
και ίδρωσε φαρμάκι μέσ' 'ς τον ύπνο του· —
'ς την μαγευμένη βρύσι συ πρωτόβρασε!
ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ
Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε.
Καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Κοιλιά φειδιού του βάλτου, βράσε, φούσκωσε!
Να 'μάτι γουστερίτσας, πόδι βαθρακού,
πούπουλο νυχτερίδας, σαύρας δακτύλο,
πτερό της κουκουβάγιας, στόμα σκουληκιού,
και γλώσσα μανδροσκύλου, και οχειάς κεντρί!
Όλ' ανακατωθήτε και αφρίζετε,
να γείνη στοιχειωμένος διαβολοχυλός!
ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ
Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε.
καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Να λέπι από δράκο, δόντι λύκαινας,
δέρμ' από μούμια μάγας, λάμιας λάρυγγας,
νυκτοξερριζωμένο αψιθιάς κλαδί,
νεφρά βρωμο-Εβραίου, τράγου άντερο·
να και κομματιασμένα πριναρόκλαδα
που μ' έκλειψιν σελήνης εκλαδεύθηκαν·
να και Τατάρου χείλη, Τούρκου μύταρος
και δάκτυλ' από βρέφος, πόρνης γέννημα,
που τώρριξε 'ς τον τάφρο και το έπνιξε. —
Να βράση να χυλώση τ' ανακάτωμα! —
Να κι' άντερ' από τίγριν· βάλε τα κι' αυτά
νάχη απ' όλα μέσα το κακκάβι μας!
ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ
Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε.
Καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Και τώρα ράντισέ το μ' αίμα της μαϊμούς,
να πήξη, να κρυώση το μαγόβρασμα.
(Εισέρχεται η ΕΚΑΤΗ)
ΕΚΑΤΗ
Καλά! τον έπαινόν μου τον αξίζετε.
Θα έχετε 'ς τα κέρδη όλαις μερτικό.
Του κακκαβιού τον γύρον τώρα κάμετε,
και 'σαν στοιχειά, 'σάν Μοίραις, 'σάν Νεράιδες
κι αι τρεις χειροπιασμέναις τραγουδήσετε.
(Μουσική και ψαλμωδία. Η ΕΚΑΤΗ απέρχεται).
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Το δάκτυλο με τρώγει· κάποιος έρχεται.
Ανοίξετε, ω θύραις, όποιος κι' αν κτυπά!
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ)
ΜΑΚΒΕΘ
Εσείς, μεσονυκτιάτικαις, κρυφαίς και μαύραις στρίγλαις,
τι πολεμάτε;
ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ
Όνομα το έργον μας δεν έχει!
ΜΑΚΒΕΘ
Σας εξορκίζω, μα αυτήν την μυστικήν σας τέχνην,
απ' όπου κι' αν σας έρχεται, να με αποκριθήτε!
Και αν από τα χέρια σας οι άνεμοι λυμένοι
λυσσομανούν και μάχωνται με τα καμπαναριά μας,
κι' αν καταπίνη καραβιαίς το αφρισμένο κύμα,
και αν κυλιούνται κατά γης τα γεμισμένα στάχυα,
τα δένδρ' αν ξερριζόνωνται, αν σχίζωνται τα κάστρα,
κ' επάνω αν κρημνίζωνται 'ς τους φυλακάτωράς των,
κι' αν γέρνουν τα κεφάλια των παλάτια, πυραμίδες,
ως που να σμίξ' η κορυφή με τα θεμέλιά των,
κι' όλ' η σπορά της φύσεως αν γείνη άνω κάτω,
εσείς αποκριθήτε με εις ό,τι κι' αν 'ρωτήσω!
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ερώτησέ μας!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Λάλησε!
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Απόκρισιν θα λάβης!
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Την θέλεις την απόκρισιν απ' τα 'δικά μας χείλη,
ή θέλεις ανωτέρους μας;
ΜΑΚΒΕΘ
Να τους ιδώ! Ας έλθουν!
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Να αίμα μέσα σκρόφας, όπου έφαγε
και τα εννηά παιδιά της, μία γέννα της·
να κ' εις την φλόγα 'ξύγγι, όπου έσταξε
από φονηά κρεμάλα.
ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ
Έλα, πρόκαμε!
Όπου κι' αν ήσαι τώρα, χαμηλά, 'ψηλά,
δείξε μας την μορφήν του και την τέχνην σου!
(Κεραυνοί. Πρώτη οπτασία. Κεφαλή ένοπλος).
ΜΑΚΒΕΘ
Άγνωστη Δύναμις, ειπέ…
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
'Ξεύρει 'ς τον νουν τι έχεις.
Άκουε μόνον, μη λαλής!
ΤΟ Α' ΦΑΣΜΑ (28)
Ω Μάκβεθ! Μάκβεθ! Μάκβεθ!
φυλάξου από τον Μακδώφ. — Αρκεί. Απόλυσέ με.
(Βυθίζεται εντός της γης).
ΜΑΚΒΕΘ
Ό,τι κι' αν ήσ', ευχαριστώ διά την συμβουλήν σου·
ταιριάζει με τους φόβους μου. Μίαν ακόμη λέξιν…
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Δεν δέχεται προστάγματα. Έρχεται άλλος τώρα
ακόμη πλέον ισχυρός.
(Κεραυνός. Δευτέρα οπτασία. Βρέφος αιματόφυρτον).
ΤΟ Β' ΦΑΣΜΑ
Ω Μάκβεθ! Μάκβεθ! Μάκβεθ!
ΜΑΚΒΕΘ
Αν είχα και αυτιά τριπλά θα σ' ήκουα και πάλιν!
ΤΟ Β' ΦΑΣΜΑ
Έχε και δίψαν αίματος κι' απόφασιν και τόλμην,
και μη ποτέ σου φοβηθής την δύναμιν ανθρώπου,
διότι γέννα γυναικός ποτέ δεν θα σε βλάψη!
(Βυθίζεται).
ΜΑΚΒΕΘ
Τότε λοιπόν ζήσε, Μακδώφ! Προς τι να σε φοβούμαι;
Αλλ' όμως την ασφάλειαν να την διπλώσω θέλω,
και να κρατώ ενέχυρον από την Ειμαρμένην.
Δεν σου χαρίζω την ζωήν, διά να έχω λόγον
τον φόβον τον χλωμόκαρδον να τον κηρύξω ψεύτην,
κι' ο Ύπνος να μου έρχεται και αν βροντά κι' αστράπτη
(Κεραυνός. Τρίτη οπτασία. Βρέφος εστεμμένον, κρατούν
εις χείρας δένδρον).
Τι είν' αυτό που 'πρόβαλε, 'σάν τέκνον βασιλέως,
και του στολίζει ο χρυσός της βασιλείας κύκλος
το βρεφικόν του μέτωπον:
ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ
Σιώπα κι' άκουέ το!
ΤΟ Γ' ΦΑΣΜΑ
Έχε ανδρείαν λέοντος και μη φοβού κανένα.
Συνωμοσίαν μη ψηφάς, ή γογγυσμούς, ή στάσιν!
ο Μάκβεθ δεν θα νικηθή, εκτός εάν κινήση
'ς την Δουνσινάνην ν' αναιβή το δάσος της Βερνάμης!
(Βυθίζεται)
ΜΑΚΒΕΘ
Δεν γίνεται! ποιος ημπορεί τα δάση ν' αγγαρεύση;
ποιος είν' εκείνος που 'μπορεί το δένδρον να προστάξη
από της γης την αγκαλιά την ρίζα του να 'βγάλη;
Ω προμαντεύματα γλυκά! Ωραία! Ω χαρά μου!
Δεν θα σηκώσης κεφαλήν ποτέ, Αποστασία,
εκτός αν πρώτα σηκωθή το δάσος της Βερνάμης· —
κι' ο Μάκβεθ εις τον θρόνον του γερά στερεωμένος
βίον θα ζήση ευτυχή, ως πού να έλθ' η ώρα
τον φόρον του 'ς της φύσεως τον νόμον να πληρώση!
Αλλ' η καρδιά μου λαχταρεί να μάθω ένα πράγμα·
ειπήτε — αν η τέχνη σας έως εκεί πηγαίνη, —
εις το βασίλειον αυτό η γενεά του Βάγκου
θα βασιλεύση;
ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ
Μη ζητής πλειότερα να μάθης!
ΜΑΚΒΕΘ
Ειπήτε μου! Το απαιτώ! Αν μου το αρνηθήτε,
ανάθεμα αιώνιον επάνω σας να πέση!…
Βυθίζονται τα μάγια σας;… Τι κρότος είναι τούτος;
(Βυθίζεται εντός της γης ο λέβης. Ακούονται αυλοί).
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ελάτε!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ω! ελάτε!
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ω! Ελάτ' εδώ!
ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ
Ελάτε να φανήτε εις τα 'μάτια του,
ελάτε την καρδιά του να την καύσετε.
Ωσάν σκιαί φανήτε, φύγετ' ως σκιαί!
(Εμφανίζονται αλληλοδιαδόχως αι σκιαί οκτώ βασιλέων, ο έσχατος των
οποίων κρατεί κάτοπτρον εις χείρας. Τελευταίον έπεται το φάσμα του
ΒΑΓΚΟΥ).
ΜΑΚΒΕΘ
Ω! Είσαι απαράλλακτον το φάντασμα του Βάγκου!
Φύγ' απ' εδώ! Το στέμμα σου τα 'μάτια μου τα καίει! —
Εσύ δευτέρα κεφαλή χρυσοστεφανωμένη,
έχεις τα ίδια τα μαλλιά ωσάν την πρώτην… Κι' άλλη,
ίδια κι αυτή! — Βρωμόστριγλαις, τι φέρνετε εμπρός μου.
Και τέταρτος! …Ω 'μάτια μου, χυθήτε! …Η σειρά
με μόνην την συντέλειαν του κόσμου θα τελειώση;…
Κι' άλλος! ακόμη! Κ' έβδομος! …Άλλο να ιδώ δεν θέλω.
Ιδού και άλλος, και κρατεί καθρέπτην, και μου δείχνει
και άλλους μέσα βασιλείς πολλούς… και μερικοί των
τριπλόν διάδημα φορούν, τρία 'ς τα χέρια σκήπτρα (29)!…
Θέα φρικτή! Αληθινά είν' όλ' αυτά, το βλέπω!
διότ' ιδού, το φάντασμα αιματοκυλισμένον
του Βάγκου με χαμογελά, και μου τους δείχνει όλους,
'σάν να μου λέγη: Βλέπε τους, είναι η γενεά μου.
(Εξαλείφονται αι οπτασίαι).
Αλήθεια ήσαν όλ' αυτά;
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Αλήθεια είναι όλα. Όμως διατί
τον Μάκβεθ τόσον θάμβος εκυρίευσε;
Ας δώσωμεν 'ς τον νουν του διασκέδασιν
και όλα τα καλά μας ας του δείξωμεν.
Μαγεύω τον αέρα και λαλεί εγώ,
ενώ χεροπιασμέναις σεις χορεύετε,
να μας ιδή ο μέγας βασιλεύς αυτός
με τι χαράν και σέβας τον δεχόμεθα!
(Μουσική. Αι Μάγισσαι χορεύουσι και μετά ταύτα εξαλείφονται).
ΜΑΚΒΕΘ
Πού είναι; 'χάθηκαν; — Αυτή η κολασμένη ώρα
με μαύρα γράμματ' ας γραφή 'ς του Χρόνου το βιβλίον
'ς αιώνιον ανάθεμα! — Συ εκεί έξω, έλα!
(Εισέρχεται ο ΛΕΝΩΞ)
ΛΕΝΩΞ
Αυθέντα τι επιθυμείς;
ΜΑΚΒΕΘ
Ταις Μάγισσαις, ταις είδες;
ΛΕΝΩΞ
Δεν είδ', αυθέντα, τίποτε.
ΜΑΚΒΕΘ
Δεν 'πέρασαν εμπρός σου;
ΛΕΝΩΞ
Όχι αυθέντ', αληθινά, δεν είδα!
ΜΑΚΒΕΘ
Μολυσμένος
απ' όπου κι' αν επέρασαν να μείνη ο αέρας,
και όποιος ταις πιστεύεται αναθεματισμένος! —
Μ' εφάνηκε να ήκουσα ποδόκτυπον αλόγων.
Ποιος ήλθε;
ΛΕΝΩΞ
Ήλθαν δύο τρεις την είδησιν να φέρουν,
ότι επήγεν ο Μακδώφ κρυφά εις την Αγγλίαν.
ΜΑΚΒΕΘ
Εις την Αγγλίαν; …ο Μακδώφ!
ΛΕΝΩΞ
Ναι, σεβαστέ αυθέντα.
ΜΑΚΒΕΘ
Α! Ο Καιρός επρόλαβε τα κατορθώματά μου!
Πετά και φεύγει ο σκοπός, ανίσως δεν πετάξη
συγχρόνως κ' η εκτέλεσις! Εις το εξής, τ' ομνύω,
ό,τι ο νους γεννά, ευθύς το χέρι θα το κάμη!
Ιδού! Ευθύς τον στοχασμόν θα στεφανώσω μ' έργα!
Το είπα και το έκαμα! Εις του Μακδώφ το κάστρον
θα καταπέσω έξαφνα, θα του το κυριεύσω,
θα του περάσω απ' το σπαθί γυναίκα του, παιδιά του,
κάθε κακότυχο κορμί που συγγενή τον έχει.
Μεγάλα λόγια περιττά! Το πράγμα θα τελειώση,
προτού προφθάση ο σκοπός αυτός μου να κρυώση!
Αλλ' όχι πλέον φάσματα!… Πού είν' αυτοί που ήλθαν;
Εμπρός! τον δρόμον δείξε μου.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Β'
Εν τω μεγάρω του ΜΑΚΔΩΦ, εις Φάιφ.
(Εισέρχονται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ, ο ΥΙΟΣ της και ο ΡΩΣ).
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Τι έπταισε; Η βία του ποια ήτο να ξεφύγη;
ΡΩΣ
Χρειάζεται υπομονή!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Εκείνος δεν την είχε!
Τρέλλα του ήτο καθ' αυτό να φύγη. Με τους φόβους,
αν όχι με τα έργα μας, γινόμεθα προδόται!
ΡΩΣ
Δεν 'ξεύρεις αν τον ώθησε φόβος ή γνώσις.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Γνώσις!
Ν' αφήση την γυναίκα του, ν' αφήση τα παιδιά του,
το κάστρο του, τους τίτλους του, εκεί απ' όπου φεύγει!
Α! όχι, δεν μας αγαπά· — το έμφυτον δεν τόχει,
κι' ο τρυποφράκτης ο μικρός, μικρότερος απ' όλα
τ' άλλα πουλάκια, πολεμά κι' αυτός την κουκουβάγια
ανίσως κ' έχει τα μικρά εις την φωληά του μέσα!…
φόβος τα πάντα· τίποτε δεν 'ζύγισ' η αγάπη·
κ' η γνώσις ολιγώτερoν· διότι το να φύγη
δεν ήτο γνώσις βέβαια!
ΡΩΣ
Καλή μου εξαδέλφη,
κυβέρνησε την λύπην σου. Ο άνδρας σου, το 'ξεύρεις,
είν' ευγενής και γνωστικός και φρόνιμος, και κρίνει
πόθεν ο άνεμος φυσά· άλλο να 'πώ δεν θέλω,
αλλ' είναι δύσκολοι καιροί αυτοί οπού περνούμεν,
ενόσω εν αγνοία μας γινόμεθα προδόται,
ενόσω τι φοβούμεθα κανείς μας δεν το 'ξεύρει,
και με τους φόβους του καθείς παρεξηγεί την φήμην,
και όλοι αρμενίζομεν εις άγρια πελάγη
όπου και όπως μας κυλά το ταραγμένον κύμα!
έχε υγείαν· γρήγορα θα ξαναέλθω πάλιν.
εις του κακού το έπακρον τα πράγματ' άμα φθάσουν,
παύουν, ή 'ς τα πρώτα των θ' αρχίσουν να γυρίζουν. —
Παιδάκι μου, ο Ύψιστος 'ς την σκέπην του να σ' έχη!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Πατέρα έχει το πτωχό, και είν' ωρφανευμένο.
ΡΩΣ
Δεν ημπορώ να κρατηθώ. Υγίαινε. Αν μείνω
θα μ' εντροπιάση η λύπη μου και σε θα σε ταράξη.
(Εξέρχεται)
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ (30)
Απέθαν' ο πατέρας σου, και τώρα τι θα γείνης,
και πώς θα ζήσης;
Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ
Όπως ζουν και τα πουλάκια, μάννα.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
'Σάν τα πουλάκια; Πώς; Και συ με μυίγαις, με σκουλήκια
Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ
Με ό,τι εύρω. Μη κι' αυτά δεν ζουν με ό,τι εύρουν;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Καϋμένο συ πουλάκι μου! Και ούτε θα φοβήσαι
παγίδα, δίκτυ, 'ξόβεργα;
Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ
Να φοβηθώ τι έχω;
Με όλ' αυτά δεν κυνηγούν μικρά μικρά πουλάκια. —
Δεν 'πέθαν' ο πατέρας μου, και ό,τι θέλεις λέγε!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Απέθανε, παιδάκι μου, και πού θα εύρης άλλον;
Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ
Και συ, μαννούλα μου καλή, πού θαύρης άλλον άνδρα;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Όπου κι' αν 'πάγω είκοσι, αν θέλω, αγοράζω.
Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ
Να τους πουλήσης;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Φλυαρείς όσον ο νους σου κόπτει.
Και όμως κόπτει κάμποσον.
Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ
Προδότης είν' αλήθεια,
μητέρα, ο πατέρας μου;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Ναι.
Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ
Τι θα 'πή προδότης;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Κείνος που επάτησε τους όρκους του.
Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ
Και όλοι,
όσοι το έκαμαν αυτό, όλοι προδόται είναι;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Ναι· κι' όλοι θέλουν κρέμασμα.
Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ
Όσοι πατήσουν όρκους
κρέμασμα θέλουν;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Όλοι των!
Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ
Και ποιος θα τους κρεμάση;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Οι άνθρωποι οι χρήσιμοι.
Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ
Όσοι πατούν τους όρκους
είναι ανόητοι λοιπόν· διότι έχει τόσους,
που τους χρησίμους έφθαναν αυτοί να τους κρεμάσουν.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Εσύ, μαϊμού! — Ώ! του Θεού την ευλογίαν νάχης! —
Πλην τι θα γείνης, πώς θα ζης χωρίς πατέρα τώρα;
Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ
Α, μάννα, θα τον έκλαιες αν ήτο 'πεθαμένος.
Κι' αν δεν τον έκλαιες, αυτό θα ήτο το σημείον
ότι πατέρα γρήγορα καινούριον θα μου εύρης.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Πώς φλυαρείς, πολυλογά!
(Εισέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ)
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Αρχόντισσα καλή μου,
δεν με γνωρίζεις, αλλ' εγώ ποια είσαι το γνωρίζω·
φοβούμαι ότι κίνδυνος σου έρχεται μεγάλος.
Ενός ανθρώπου ταπεινού την γνώμην άκουσέ την
εδώ μη τύχη κ' ευρεθής! Να πάρης τα μικρά σου
και φύγετε! Είμαι σκληρός να σε τρομάζω τόσον,
αλλά θα ήτο φοβερόν χειρότερα να πάθης,…
και σ' έρχονται χειρότερα! — Θεός να σε φυλάξη!
Δεν μένω περισσότερον, Φοβούμαι!
(Εξέρχεται)
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Πού να φύγω;
Εγώ δεν έκαμα κακόν. — Πλην λησμονώ ότ' είμαι
'ς τον κόσμον τον επίγειον, όπου κακόν να κάμνης
είναι συχνά επαινετόν, το δε καλόν να κάμνης
το λογαριάζουν κάποτε ως κινδυνώδη τρέλλαν.
Λοιπόν κ' εγώ, αλλοίμονον, τι όφελος προσμένω;
από την υπεράσπισιν αυτήν την γυναικείαν,
ότι δεν έκαμα κακόν;
(Εξέρχονται ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ)
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Τι είσθε, τι ζητείτε;
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Πού είν' ο άνδρας σου;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Εκεί, με του Θεού την χάριν,
όπου δεν φθάνετε ποτέ, εσύ κ' οι όμοιοί σου,
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Είναι προδότης!
Ο ΥΙΟΣ
Ψεύδεσαι, βρωμο-αναμαλλιάρη!
Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Εσύ, προδότου γέννημα!
(Τον πληγόνει)
Ο ΥΙΟΣ
Μ' εσκότωσε, μητέρα!
Ω! φύγε συ!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ
Βοήθεια!
(Εξέρχονται οι ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ διώκοντες αυτήν)
(Εξέρχεται κράζουσα).
ΣΚΗΝΗ Γ
Εν Αγγλία. Έμπροσθεν του βασιλικού ανακτόρου.
(Εισέρχονται ο ΜΑΛΚΟΛΜ και ο ΜΑΚΔΩΦ).
ΜΑΛΚΟΛΜ
Ω! έλα να καθίσωμεν παράμερα 'ς τον ίσκιο,
κι' ας ξεθυμάνη εις δάκρυα η πίκρα της καρδιάς μας.
ΜΑΚΔΩΦ
Καλλίτερα ν' αδράξωμεν το φονικό σπαθί μας,
κι' ας τρέξωμεν 'ς τον τόπον μας τον καταπατημένον,
ωσάν γενναίοι άνθρωποι! Αυγή δεν ανατέλλει
που χήρες δεν μοιρολογούν και ορφανά δεν κλαίουν,
που νέος θρήνος 'ς τ' ουρανού την όψιν δεν ξεσπάνει· —
κι' αντιλαλεί ο ουρανός 'σάν να πονή μαζί μας
και κάθε λύπης συλλαβήν κι' αυτός αντιβοΰζει!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Όσα πιστεύω τα θρηνώ, πιστεύω όσα 'ξεύρω, —
και όσα επιδέχονται διόρθωσιν, την ώραν
αρκεί να εύρω βοηθόν, και θα τα διορθώσω!
Τα όσα λέγεις, πιθανόν να ήναι όπως λέγεις.
Αυτός, όπου την γλώσσαν μας την καίει τ' όνομά του,
ο τύραννος, ένα καιρόν ως έντιμος 'περνούσε·
τον είχες φίλον ακριβόν· δεν σ' έβλαψεν ως τώρα. —
Άπειρος νέος είμ' εγώ, αλλ' ίσως είναι τρόπος
να γείνω μέσον, δούλευσιν να κάμης εις εκείνον!
Ίσως κ' η γνώσις τ' απαιτεί, κανείς να θυσιάση
ένα πτωχό κι' αδύνατο και άκακο αρνάκι,
διά να παύση την οργήν Θεού αγριωμένου.
ΜΑΚΔΩΦ
Δεν είμ' εγώ επίβουλος!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Ο Μάκβεθ όμως είναι,
κ' εις βασιλέως προσταγήν 'μπορεί να υποκλίνη
και άνθρωπος ενάρετος. — Αλλά συμπάθησέ με. —
Οι στοχασμοί μου δεν αρκούν διά ν' αλλάξης φύσιν.
Οι Άγγελοι αιώνια φωτοβολούν και λάμπουν,
ακόμη κι' αν αμάρτανε ο φωτεινότερός των!
Της Αρετής το πρόσωπον το παίρνει η Αχρειότης,
πλην δεν αλλάζει δι' αυτό της Αρετής η όψις.
ΜΑΚΔΩΦ
Α! Χάνω την ελπίδα μου!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Ίσως εκεί την χάνεις
όπου εγώ του δισταγμού την αφορμήν ευρίσκω.
Πώς έξαφνα παραίτησες γυναίκα και παιδιά σου,
τα όντα τα πολύτιμα, τα καρδιακά δεσμά σου,
και ούτε καν εστάθηκες να τ' αποχαιρετήσης! —
Παρακαλώ, αν δύσπιστον με βλέπης, μη το πάρης
ως της τιμής σου προσβολήν, αλλ' ως προφύλαξίν μου.
Μπορεί να ήσαι αγαθός, όσον και αν διστάζω.
ΜΑΚΔΩΦ
Κυλίσου μέσ' 'ς τα αίματα, πατρίς δυστυχισμένη!
Ω τυραννί' αγέρωχη, γερά θεμελιώσου
αφού δεν έχεις 'ς το εξής της αρετής τον φόβον!
Μη κρύπτεσαι· οι τίτλοι σου δεν σου φιλονεικούνται! —
Αυθέντα, σ' αποχαιρετώ! Δεν ήθελα να ήμαι
ο άθλιος που με θαρρείς, κι' αν ήτο ν' απολαύσω
τα κράτη που ο τύραννος 'ς τα νύχια του σπαράζει,
κι' όλους της γης τους θησαυρούς μαζί!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Δεν σε προσβάλλω,
και μόνον από φόβον σου δεν είναι όσα είπα.
Πιστεύω ότι ο ζυγός βαρύνει την πατρίδα·
τρέχει το αίμα της· πονεί· στενάζει· κάθε 'μέρα
και μία νέα μαχαιριά νέαν πληγήν ανοίγει.
Χέρια πολλά να σηκωθούν διά τα δίκαιά μου,
το 'ξεύρω, δεν θα έλειπαν. Κ' εδώ απ' την Αγγλίαν
χιλιάδες μου προσφέρονται. — Κι' αν όμως του τυράννου
την κεφαλήν αξιωθώ να την ποδοπατήσω,
ή να την έχω κρεμαστήν επάνω 'ς το σπαθί μου,
με τούτο της πατρίδος μας τα πάθη δεν τελειόνουν.
Διότι και χειρότερα να υποφέρη έχει
απ' τον διάδοχον αυτού.
ΜΑΚΔΩΦ
Ποίον διάδοχόν του;
ΜΑΛΚΟΛΜ
Περί εμού σε ομιλώ, εμού οπού γνωρίζω
εντός μου ελαττώματα συσσωρευμένα τόσα,
ώστε αν έβγουν εις το φως, έως κι' ο μαύρος Μάκβεθ
άσπρος 'σάν χιόνι θα φανή, — το δε πτωχόν μας Κράτος
θα τον νομίζη ως αρνί, όταν θα τον συγκρίνη
με όσα εξ αιτίας μου δεινά θα υποφέρη.
ΜΑΚΔΩΦ
'Σ τα στίφη της Κολάσεως τα φοβερά δεν έχει
δαίμονα τόσον τρομερόν, ώστε να ξεπεράση
τον Μάκβεθ!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Είναι, συμφωνώ, εκείνος αιμοβόρος,
ευπαθής, φιλάργυρος, απατεών και ψεύτης,
είναι θυμώδης, πονηρός· κακία δεν υπάρχει
να μη την έχη και αυτήν! Αλλ' η ασέλγειά μου
δεν έχει όρια. Ποτέ, ποτέ δεν θα μου φθάσουν,
γυναίκες, θυγατέρες σας, παρθένοι, 'πανδρευμέναι,
το βάραθρον των πόθων μου να μου το 'ξεχειλίσουν,
κι' ούτε ποτέ θ' αντισταθή φραγμός 'ς την όρεξίν μου!
παρ' ένας τέτοιος βασιλεύς καλλίτερα ο Μάκβεθ!
ΜΑΚΔΩΦ
Κι η άκρατη ασέλγεια μια τυραννία είναι.
Συνέβη εξ αιτίας της και βασιλείς να πέσουν
και πρόωρα να κενωθούν ευτυχισμένοι θρόνοι.
Μη διά τούτο στερηθής το ό,τι σου ανήκει.
Την όρεξίν σου εύκολα θα εύρης να χορτάσης,
και να περνάς ως εγκρατής και να γελάς τον κόσμον.
Καλόβολαις αρχόντισσαις δεν λείπουν· μη σε μέλει
Δεν είναι τρόπος όρνεον εντός σου να υπάρχη
τόσον πολύ αρπακτικόν, που να καταβροχθίση
όσαις θα τρέξουν να δοθούν 'ς τον κάτοχον του θρόνου.
άμα ιδούν την κλίσιν του.
ΜΑΛΚΟΛΜ
Δεν είναι μόνον τούτο,
αλλά κοντά εις τα αισχρά τα φυσικά μου τ' άλλα
υπάρχει και ακόρεστη πλεονεξία, ώστε
αν εγινόμην βασιλεύς θα μ' έβλεπες να κόπτω
τους άρχοντας του κράτους μου διά τα κτήματά των.
Ενός το σπίτι θα φθονώ, του άλλου τα διαμάντια,
και κάθε μου απόκτησις ορεκτικόν θα ήναι
να μου κεντά την όρεξιν, — και θα ζητώ προφάσεις
να πιάνωμαι με τους χρηστούς και τους πιστούς αδίκως,
και θα τους παίρνω την ζωήν, τα πλούτη των ν' αρπάξω.
ΜΑΚΔΩΦ
Ριζοβολεί βαθύτερα η φιλοχρηματία,
φυτρόνει στερεώτερα τα βλαβερά κλαδιά της
και από την ασέλγειαν ακόμη, και εστάθη
αυτή αιτία να σφαγούν πολλοί μας ηγεμόνες.
Πλην μη φοβού. Είν' άπειρα τα πλούτη της Σκωτίας·
να σε χορτάσουν ημπορούν κι' όσα σ' ανήκουν μόνα.
Κοντά εις άλλας αρετάς υποφερτά τα πάντα!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Καμμιάν δεν έχω! — Αρετήν βασιλικήν καμμίαν!
Πραότης, φιλαλήθεια, φιλοδικαιοσύνη,
σεμνότης, επιείκεια και γενναιοδωρία,
ευσέβεια, υπομονή, ανδρεία, καρτερία,
μου είναι ξένα όλα των. Κάθε κακίαν όμως,
εις όλην της την έκτασιν και δύναμιν, την έχω!
Εάν μου ήτο δυνατόν, θα έχυνα προθύμως
μέσα 'ς τον Άδην το γλυκύ της ομονοίας γάλα,
την ησυχίαν του παντός να φέρω άνω κάτω
κι' από το πρόσωπον της γης να διώξω την ειρήνην!
ΜΑΚΔΩΦ
Σκωτία, ω Σκωτία μου!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Όπως σου λέγω είμαι.
Αν με νομίζης άξιον να κυβερνώ ειπέ το!
ΜΑΚΔΩΦ
Να κυβερνάς; — Ούτε να ζης! — Πατρίς δυστυχισμένη,
με τύραννον παράνομον 'ς το αίμα θρονιασμένον,
πότε, ω! πότε θα ιδής καλάς ημέρας πάλιν,
αφού αυτός, του θρόνου σου το γνήσιον βλαστάρι,
τον εαυτόν του μόνος του τον αναθεματίζει
και βλασφημεί το γένος του και την καταγωγήν του! —
Ο Δώγκαν, ο πατέρας σου, αγίασε 'ς τον θρόνον,
κ' η μάννα που σ' εγέννησε, εις όλην την ζωήν της
συχνότερα 'ς τα γόνατα παρά 'ς τα πόδια ήτον
και καθ' ημέραν κι' ώραν της απέθνησκε (31)! — Θα φύγω!
Τα όσα καταμαρτυρείς κατά του εαυτού σου,
από τον τόπον όπου ζης εμένα μ' εξορίζουν.
Ω! ετελείωσεν εδώ, καρδιά μου, η ελπίς σου!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Μακδώφ γενναίε κι' αγαθέ, ο ευγενής θυμός σου
εις την ψυχήν μου έσβυσε τους δισταγμούς τους μαύρους,
κι' αποδεικνύει την τιμήν, την ειλικρίνειάν σου!
Ο Μάκβεθ ο παμπόνηρος μ' αυτά συχνά τα μέσα
να στήση επροσπάθησε παγίδα να με πιάση,
ώστε η γνώσις τ' απαιτεί ν' αργώ να δίδω πίστιν.
Αλλ' όμως, μάρτυς ο Θεός να ήναι μεταξύ μας,
αφίνομαι 'ς τα χέρια σου από εδώ και πέρα.
Τα όσα εναντίον μου σου είπα, τα ξελέγω.
Αποκηρύττω όσα κακά κι' όσας κατηγορίας
εφόρτωσα επάνω μου. Μου είναι όλα ξένα!
Γυναίκα δεν εγνώρισα, επίορκος δεν είμαι,
δεν επεθύμησα ποτέ ούτε 'δικόν μου πράγμα,
ποτέ μου δεν επάτησα τον λόγον τον δοσμένον,
δεν θέλω κ' ένα δαίμονα 'ς τον άλλον να προδώσω,
κ' ίσα μ' αυτήν μου την ζωήν λατρεύω την αλήθειαν!
Πρώτον μου ψεύδος είν' αυτό, κατά του εαυτού μου.
Αυτός που είμ' αληθινά, ιδού με, ιδικός σου
και δούλος της πατρίδος μας εις ό,τι διατάξη.
Πριν έλθης εξεκίνησεν ο γέρων ο Σιβάρδος·
δέκα χιλιάδες μαχηταί μαζί του εκστρατεύουν.
Πηγαίνωμεν κατόπιν των, και άμποτε να ήναι
τόσον η τύχη μας καλή, όσον το δίκαιόν μας!
Τι σιωπαίνεις;
ΜΑΚΔΩΦ
Δύσκολον ο νους να συμβιβάση
τόσα πολλά δυσάρεστα κ' ευχάριστα συγχρόνως.
(Εισέρχεται ΙΑΤΡΟΣ)
ΜΑΛΚΟΛΜ
Παρακαλώ, ο βασιλεύς σκοπεύει να εξέλθη;
ΙΑΤΡΟΣ
Εξέρχεται! Ένας σωρός κορμιά δυστυχισμένα
προσμένουν απ' το χέρι του να λάβουν θεραπείαν.
Το πάθος των την δύναμιν της τέχνης υπερβαίνει,
αλλά η χάρις του Θεού 'ς το χέρι του εδόθη
και όλοι θεραπεύονται ευθύς που τους εγγίση.
ΜΑΛΚΟΛΜ
Ευχαριστώ, καλέ ιατρέ.
(Εξέρχεται ο ΙΑΤΡΟΣ).
ΜΑΚΔΩΦ
Τι είν' αυτό το πάθος;
ΜΑΛΚΟΛΜ
Το λέγουν πάθος πονηρόν. Θαυματουργεί αλήθεια
ο βασιλεύς ο αγαθός αυτός! Συχνά το είδα
απ' τον καιρόν που έφθασα εδώ εις την Αγγλίαν.
πώς έλαβε το χάρισμα ο Θεός μόνος 'ξεύρει!
Παθιασμένοι έρχονται, πρησμένοι, πληγωμένοι,
ελεεινοί, απ' τους ιατρούς απηλπισμένοι όλοι,
εκείνος νόμισμα χρυσούν κρεμνά εις τον λαιμόν των
και τους διαβάζει μίαν ευχήν, και θεραπεύοντ' όλοι.
Αυτό το θείον χάρισμα θα το κληρονομήσουν,
καθώς με εβεβαίωσαν, και οι διάδοχοί του (32).
Εκτός αυτού, την δύναμιν να προφητεύη έχει,
κ' άλλαι πολλαί τον θρόνον του στολίζουν ευλογίαι,
σημεία θείας χάριτος!
(Εισέρχεται ο ΡΩΣ)
ΜΑΚΔΩΦ
Ποιος είν' αυτός πού ήλθε;
ΜΑΛΚΟΛΜ
Πατριώτης φαίνεται, αλλά δεν τον γνωρίζω.
ΜΑΚΔΩΦ
Εσύ εδώ, εξάδελφε καλέ μου! Καλώς ήλθες!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Α! τώρα τον εγνώρισα! — Θεέ μου, μη βραδύνης
να παύσης τα εμπόδια όπου μας κάμνουν ξένους!
ΡΩΣ
Αμήν, αμήν, αυθέντα μου!
ΜΑΚΔΩΦ
Πώς είναι η Σκωτία;
ΡΩΣ
Πατρίς καϋμένη! Δεν τολμά κι' αυτή να εξετάση
πώς είναι. Ως μητέρα μας να μη την θεωρώμεν
αλλά ως τάφον μας, — αφού ποτέ μειδίαμα δεν βλέπεις
παρά 'ς τα χείλη των νεκρών, — αφού τα μοιρολόγια
και οι κλαυθμοί κ' οι οδυρμοί ξεσχίζουν τον αέρα
κι' ακούοντ' ακατάπαυστα, πλην δεν παρατηρούνται, —
αφού κατήντησε συρμός ο σπαραγμός της λύπης!
Μόλις 'ρωτούν ποιος 'πέθανε όταν κτυπά καμπάνα.
Οι άνθρωποι μαραίνονται ταχύτερ' από τ' άνθη
και τους πλακόνει θάνατος, πριν τους πλακώση αρρώστια!
ΜΑΚΔΩΦ
Περιγραφή ελεεινή και πιστοτάτη όμως!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Τι ήτο το δυστύχημα το τελευταίον, 'πέ μας.
ΡΩΣ
Εκείνα που συνέβησαν εντός μιας ώρας μόνον
κανείς αν έχη να τα 'πή, η γλώσσα του μαλλιάζει.
Κάθε στιγμή οπού περνά γεννοβολά και νέα!
ΜΑΚΔΩΦ
Πώς είνε η γυναίκα μου;
ΡΩΣ
Καλά!
ΜΑΚΔΩΦ
Και τα παιδιά μου;
ΡΩΣ
Επίσης!
ΜΑΚΔΩΦ
Μου τους άφησεν ο τύραννος ησύχους;
ΡΩΣ
Οπόταν έφυγ' απ' εκεί τους άφησα ησύχους.
ΜΑΚΔΩΦ
Μη μου φιλαργυρεύεσαι τα λόγια σου! Τι τρέχει;
ΡΩΣ
Οπόταν έφευγ' απ' εκεί να έλθω να σας φέρω
τα νέα, 'πού το βάρος των πλακόνει την καρδιά μου,
ηκούσθη ότι μερικοί 'σηκώθηκαν 'ς τα όπλα.
Το πράγμα δε απίθανον διόλου δεν μ' εφάνη,
διότι τας δυνάμεις του ο τύραννος συνάζει.
Καιρός να βοηθήσετε! Μία 'ματιά σας μόνη,
κι' όλ' η Σκωτία παρευθύς θα σηκωθή 'ς τα όπλα!
ακόμη κ' αι γυναίκες μας θα οπλισθούν κ' εκείναι
να λυτρωθούν απ' τα δεινά κι' από τα βάσανά των!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Παρηγορήσου κ' ήλθαμεν! Μας έδωκ' η Αγγλία
δέκα χιλιάδες στράτευμα και τον καλόν Σιβάρδον.
Άλλον δεν έχει στρατηγόν η Χριστιανοσύνη
με τόσην πείραν κι' αρετήν!
ΡΩΣ
Ω! Είθε να 'μπορούσα
καθώς με παρηγόρησες να σας παρηγορήσω!
Αλλ' έχω λόγια να ειπώ, που ήθελα να ήμαι
'ς την έρημον να τάκραζα κι' αυτί να μη τ' ακούη!
ΜΑΚΔΩΦ
Είναι κοινόν δυστύχημα; ή μήπως φόρος λύπης,
οπού θα έχη μια καρδιά να τον πληρώση μόνη;
ΡΩΣ
Και ποια καρδιά τόσον καϋμόν να μη τον συμπονέση;
Αλλά ο μεγαλείτερος ο πόνος ιδικός σου!
ΜΑΚΔΩΦ
Αν ιδικός μου, δος μου τον μη μου τον κρύπτης· λέγε!
ΡΩΣ
Μη σιχαθούν διά παντός τ' αυτιά σου την φωνήν μου,
αν έχη τον σκληρότερον τον ήχον να τα δώση
οπού ποτέ των άκουσαν ως τώρα!
ΜΑΚΔΩΦ
Ω! Μαντεύω.
ΡΩΣ
Επάτησαν το κάστρον σου! Γυναίκα σου, παιδιά σου
τα έσφαξαν αλύπητα! Να 'πώ το πώς, θα ήναι
κοντά 'ς αυτά τα θύματα και σε να θανατώσω.
ΜΑΛΚΟΛΜ
Θεέ ελέους κ' οικτιρμών! — Και συ, μη τα σκεπάζης,
άνθρωπε, τα 'μάτια σου. Δόσε φωνήν 'ς την λύπην!
Όταν η λύπη σιωπά και λόγια δεν ευρίσκη,
κρυφολαλεί με την καρδιάν και να σχισθή της λέγει!
ΜΑΚΔΩΦ
Και τα παιδιά μου;
ΡΩΣ
Όλους σου, — παιδιά, γυναίκα, δούλους,
όσους κι αν ηύραν!
ΜΑΚΔΩΦ
Και εγώ από εκεί να λείπω!
σφαγμένη κ' η γυναίκα μου;
ΡΩΣ
Κ' εκείνη· — σου το είπα.
ΜΑΛΚΟΛΜ
Ησύχασε! Το ιατρικόν του φοβερού μας πόνου
είναι η εκδίκησις!
ΜΑΚΔΩΦ
Αυτός παιδιά δεν έχει (33).
?α, μου είπες όλα των; — Ανήμερον θηρίον!
εύμορφα πουλάκια μου, κ' η μάννα των μαζί των,
μαζί;
ΜΑΛΚΟΛΜ
'Πολέμησε την λύπην σου 'σάν άνδρας.
ΜΑΚΔΩΦ
Ναι! Αλλ' όμως χρεωστώ και να πονώ 'σάν άνδρας
? είναι τρόπος απ' τον νουν να μ' έβγη πώς τα είχα
τα όντα μου τα φίλτατα! — Κι' ο Ουρανός το είδε
και δεν τα επροστάτευσε; Συ είσαι η αιτία,
εσύ, Μακδώφ, αμαρτωλέ! Δεν έπταισαν εκείνα·
τα κρίματά μου έγειναν αιτία της σφαγής των,
τα κρίματά μου! — Ο Θεός να τ' αναπαύση τώρα!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Αυτό ας ήναι, ω Μακδώφ, ακόνι του σπαθιού σου.
Ας δώση τόπον 'ς την οργήν η λύπη· την καρδιά μας
να μη την πνίξ' η λύπη μας, να την ανάψη!
ΜΑΚΔΩΦ
Τώρα
'σάν γυναικός τα 'μάτια μου να κλαίουν ημπορούσαν,
κ' η γλώσσα μου να φλυαρή. Αλλ' όχι! — Ω Θεέ μου
μη συγχωρής αναβολήν! στήθος με στήθος φέρε
εμένα και τον δαίμονα εκείνον της Σκωτίας!
Να με χωρίζη απ' αυτόν, το μάκρος του σπαθιού μου,
κι' όσον γλυτώση απ' εμέ, τόσο καλό να εύρη!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Τώρα είσ' άνδρας! Έλα 'δώ! 'ς τον βασιλέα 'πάμε.
Το στράτευμα είν' έτοιμον. Αφίνομεν υγείαν
και ξεκινούμεν. — Ώριμος να πέση είν' ο Μάκβεθ,
αι δε δυνάμεις τ' ουρανού στήνουν τα σύνεργά των.
Αρκέσου μ' όσην' ο Θεός παρηγοριάν σου στείλη.
Όσον η νύκτα κι' αν βαστά, η 'μέρα θ' ανατείλη!
ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Εν Δουνσινάνη. Προθάλαμος εν τω μεγάρω.
(Εισέρχεται ΙΑΤΡΟΣ και η ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ της ΛΑΙΔΗΣ ΜΑΚΒΕΘ).
ΙΑΤΡΟΣ
Δύο νύκτας αγρύπνησα εδώ μαζί σου, αλλ' ακόμη τίποτε
από όσα μου είπες δεν είδα. Πότε ήτον η τελευταία φορά
οπού επεριπάτησε;
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ
Από τον καιρόν οπού ο βασιλεύς εξεστράτευσε, την βλέπω
κάθε νύκτα να σηκόνεται από το στρώμα, να φορή το νυκτικόν
της, να ανοίγη το γραφείον της, να παίρνη χαρτί, να το
διπλόνη, να γράφη, να διαβάζη όσα έγραψε, έπειτα να το
βουλλόνη και να ξαναγυρίζη εις το κρεβάτι της· — και όλα
αυτά ενώ είναι εις ύπνον βαθύν.
ΙΑΤΡΟΣ
Μεγάλη της φύσεως διατάραξις! Ν' απολαμβάνη τα αγαθά
του ύπνου, και συγχρόνως να κάμνη όσα θα έκαμνε και έξυπνη.
Εις αυτά τα κοιμισμένα πήγαιν' -έλα της, εκτός του να
περιπατή και όσα άλλα μου είπες, την ήκουσες, ποτέ να λέγη
τίποτε;
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ
Την ήκουσα να λέγη πράγματα τα οποία δεν ημπορώ να
επαναλάβω.
ΙΑΤΡΟΣ
Εις εμένα ημπορείς και πρέπει μάλιστα!
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ
Ούτε εις εσένα ούτε εις άλλον κανένα, αφού δεν έχω και
μάρτυρα να επιβεβαιώση τα λόγια μου.
(Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ κρατούσα λύχνον).
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ
Ιδέ! Να την! Έρχεται, καθώς πάντοτε και, μα την ζωή
μου, κοιμάται 'ς τα βαθειά. Παρατήρησέ την πήγαινε κοντά.
ΙΑΤΡΟΣ
Πού το ηύρε το φως;
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ
Ήτο 'ς το πλάγι της. Ο λύχνος καίει πάντοτε κοντά της
κατά προσταγήν της.
ΙΑΤΡΟΣ
Κύταξε, έχει ανοικτά τα μάτια!
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ
Ναι, ο νους των όμως είναι κλεισμένος.
ΙΑΤΡΟΣ
Τι κάμνει τώρα; Ιδέ την πώς τρίβει τα χέρια!
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ
Το συνειθίζει· — ωσάν να πλύνεται· — την είδα να το κάμνη
αυτό δι' εν τέταρτον της ώρας, χωρίς να παύη.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Έχει ακόμη κηλίδα!
ΙΑΤΡΟΣ
Άκουε, ομιλεί. — Θα γράψω όσα ειπή διά να τα ενθυμούμαι
καλλίτερα.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Έβγα, κηλίς κατηραμένη! Έβγα! — Μία, δύο· — ώρα
να γείνη το πράγμα… Ο Άδης είναι σκοτεινός (34)! …
Εντροπή, άνδρα μου, εντροπή! Στρατιώτης, και να φοβήσαι!
Τι σε μέλει αν το μάθουν; Ποίος θα τολμήση να μας ζητήση
λόγον;… Αλλά πού ημπορούσε κανείς να το φαντασθή,
ότι ο γέρος είχε μέσα του τόσον αίμα!
ΙΑΤΡΟΣ
Το ήκουσες τούτο;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ο Θάνης του Φάιφ είχε γυναίκα. Πού είναι τώρα;…
Πώς; Δεν θα καθαρίσουν ποτέ αυτά τα χέρια; Μη Μάκβεθ,
Μη! Χαλνούν τα πάντα με αυτούς σου τους τρόμους.
ΙΑΤΡΟΣ
Ακούεις! Ακούεις! Έμαθες όσα δεν έπρεπε να γνωρίζης!
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ
Αυτή είπεν όσα δεν έπρεπε! Τα πόσα ηξεύρει, ο Θεός το
γνωρίζει!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Μυρίζει ακόμη το αίμα! Όλα τα αρώματα της Αραβίας
δεν ημπορούν πλέον να μοσχομυρίσουν αυτό το χεράκι! Ωχ!
Ωχ Ωχ!
ΙΑΤΡΟΣ
Τι αναστεναγμός! Βαρειά καρδιά που έχει!
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ
Δεν ήθελα να την έχω την καρδιά της, και όλα της τα
μεγαλεία να είχα!
ΙΑΤΡΟΣ
Καλά, καλά, καλά! —
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ
Άμποτε να ήσαν καλά, ιατρέ μου!
ΙΑΤΡΟΣ
Αυτή η ασθένεια ξεπερνά την τέχνην μου (35). Και όμως!
έτυχαν άνθρωποι να περιπατούν εις τον ύπνον των, και ν'
αποθάνουν άγια και αναπαυμένα εις το στρώμα των.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Πλύνε τα χέρια σου, βάλε το νυκτικό σου· μη φαίνεσαι τόσον
χλωμός! Σου το λέγω και πάλιν: ο Βάγκος είναι εις τον
τάφον του· δεν ημπορεί να έβγη από το μνήμα!
ΙΑΤΡΟΣ
Και εκείνον!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
'Σ το στρώμα, 'ς το στρώμα! Κτυπούν την θύραν. Έλα,
έλα, έλα, έλα! δος μου το χέρι! Ό,τι έγεινε δεν ξεγίνεται.
'Σ το στρώμα, 'ς το στρώμα, 'ς το στρώμα!
(Εξέρχεται). (36)
ΙΑΤΡΟΣ
Πηγαίνει να πλαγιάση τώρα;
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ
Αμέσως!
ΙΑΤΡΟΣ
Ο κόσμος έξω πράγματα φρικώδη ψιθυρίζει!
Γεννούν αφύσικα δεινά τα παρά φύσιν έργα!
Όπου συνείδησις βαρειά, ο νους τα μυστικά του
εις τα κουφά προσκέφαλα θα τα ξεμυστηρεύση. —
Όχι ιατρού, πνεματικού έχει αυτή ανάγκην!
Θεέ, Θεέ Πανάγαθε, ελέησέ μας όλους!…
Συ, πρόσεχέ την. Κύτταξε κοντά της να μην έχη
τίποτε πράγμα να βλαφθή. Πηγαίνω. Καλήν νύκτα.
Εθάμβωσε τα 'μάτια μου κ' ετάραξε τον νουν μου
τάχω 'ς τον νουν, πλην δεν τολμά να τα ειπή η γλώσσα.
ΣΚΗΝΗ Β'
Εξοχή παρά την Δουνσινάνην.
(Εισέρχονται μετά τυμπάνων και σημαιών ο ΜΕΝΤΗΘ, ο ΚΑΙΘΝΗΣ,
ο ΑΓΚΟΣ, ο ΛΕΝΩΞ και ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ).
ΜΕΝΤΗΘ
Εδώ κοντά ευρίσκεται το στράτευμα των Άγγλων
κι' ο Μάλκολμ επί κεφαλής, κι' ο θείος του Σιβάρδος (37),
και ο Μακδώφ. Εκδίκησις τα στήθη των ανάπτει!
Αλλά τα όσα έπαθαν είν' αρκετά να κάμουν
ν' ανάψη κ' ένας ασκητής και να χωθή 'ς το αίμα!
ΑΓΚΟΣ
Θα τους συναπαντήσωμεν 'ς το δάσος της Βιρνάμης.
ΚΑΙΘΝΗΣ
Γνωρίζετε αν έρχεται κι' ο αδελφός του Μάλκολμ;
ΜΑΚΔΩΦ
Όχι! Εις τον κατάλογον δεν είναι των αρχόντων.
Αλλά μαζί των έρχονται κι' ο νέος ο Σιβάρδος
και άλλ' αγένεια παιδιά, να πρωτοδείξουν τώρα
ότ' είναι άνδρες και αυτοί.
ΜΕΝΤΗΘ
Ο τύραννος τι κάμνει;
ΚΑΙΘΝΗΣ
Να οχυρώση προσπαθεί την Δουνσινάνην. Λέγουν
πως ετρελλάθη· άλλοι δε 'λιγώτερον εχθροί του,
ηρωικήν παραφοράν του αποδίδουν. Όμως
το κόμμα του παρέλυσε, κι' αυτός ισχύν δεν έχει
'ς την ζώνην της υποταγής και πάλιν να το σφίξη.
ΑΓΚΟΣ
Α! Τώρα θα αισθάνεται τους μυστικούς του φόνους
να του κολνούν 'ς τα χέρια του! Εις κάθε ανταρσίαν
τώρα της προδοσίας του την τιμωρίαν βλέπει!
Όσοι κοντά του έμειναν κι' ακόμη τον δουλεύουν,
δουλεύουν από φόβον των, από αγάπην όχι!
Αισθάνεται τον τίτλον του χαλαρωμένον τώρα,
'σάν γίγαντος φορέματα 'ς την ράχιν νάνου κλέπτου!
ΜΕΝΤΗΘ
Και πώς να μην κλονίζεται ο ταραγμένος νους του
αφού το παν εντός αυτού το έχει εντροπήν του
ότι ευρίσκεται εκεί!
ΚΑΙΘΝΗΣ
Εμπρός λοιπόν ω φίλοι
να δείξωμεν την πίστιν μας εκεί όπου ανήκει!
Πηγαίνωμεν 'ς τον ιατρόν του ασθενούς μας κράτους
και μέσα εις το ιατρικόν που θα το θεραπεύση
κάθε ρανίδα ας χύσωμεν καθείς του αίματός μας!
ΜΑΚΔΩΦ
Ας τρέξη, το βασιλικόν βλαστάρι να δροσίση,
κι' ας πνίξη τ' αγριόχορτα! Εμπρός, εις την Βιρνάμην!
(Εξέρχονται εν πολεμική παρατάξει).
ΣΚΗΝΗ Γ'
Εν Δουνσινάνη. Αίθουσα εν τω μεγάρω.
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ, ΙΑΤΡΟΣ και ΥΠΗΡΕΤΑΙ).
ΜΑΚΒΕΘ
Να μη τ' ακούω 'ς το εξής! Ας φύγουν όσοι θέλουν!
Ενόσω δεν σηκόνεται το δάσος της Βιρνάμης
΄ς την Δουνσινάνην ν' αναβή, φόβον εγώ δεν 'ξεύρω!
Τι είν' ο Μάλκολμ; — Γυναικός μη γέννημα δεν είναι; —
Εμένα τα δαιμόνια, που το γραπτόν γνωρίζουν,
μου το προείπαν καθαρά: Μη έχης φόβον, Μάκβεθ,
Διότι γέννα γυναικός δεν έχει να σε βλάψη. —
Φύγετ' αν θέλετε λοιπόν, ω Θάνοι χωρίς πίστιν!
Πηγαίνετε να εύρετε τους μαλθακούς τους Άγγλους!
Ενόσω ζω, εις δισταγμούς ο νους μου δεν θα πέση,
ούτε 'ς το στήθος μου ποτέ ο φόβος θα χωρέση!
(Εισέρχεται ΥΠΗΡΕΤΗΣ)
ΜΑΚΒΕΘ
Να σε μαυρίσ' η Κόλασις, κιτρινιασμένε δούλε!
Αυτήν σου την κατάφοβην την όψιν πού την ηύρες;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Δέκα χιλιάδες έρχονται…
ΜΑΚΒΕΘ
Τι; Χήνες;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Στρατιώται.
ΜΑΚΒΕΘ
Φύγε απ' εδώ και πήγαινε τα μούτρα σου να τρίψης
να κοκκινίσ' η όψις σου, χολοπερεχυμένε!
Τι στρατιώται, κνώδαλον, — ο Χάρος να σε πάρη!
Με τα σαβανωμένα σου αυτά τα μάγουλά σου
όποιος σε ιδή θα φοβηθή! Τι στρατιώται; λέγε!
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Οι Άγγλοι, ω αυθέντα μου.
ΜΑΚΒΕΘ
Φύγε απ' εδώ! Κρημνίσου!
(Εξέρχεται ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ).
ΜΑΚΒΕΘ
Πού είσαι; Έλα, Σεύτων! — Σιχαίνομαι να βλέπω …
Αι, Σεύτων! — Αυτ' η σπρωξιά ή θα με στερεώση,
ή θα με ρίξη κατά γης. — Επέρασ' η νεότης·
εγύρισε 'ς το μάραμα ο δρόμος της ζωής μου·
το φύλλον εκιτρίνισε· κι' απ' όλα όσα πρέπει
να έχουν τα γηράματα, — τιμήν, αγάπην, σέβας,
σωρόν τους φίλους, — τίποτε δεν έχω να προσμένω· —
κατάραις μόνον σιγαναίς, αλλά θερμαίς θα έχω,
κι' αγάπην μόνον ψεύτικην από τα χείλη, — λόγια,
που η καρδιά να τ' αρνηθή θα ήθελ' η καϋμένη
πλην δεν τολμά. — Αι, Σεύτων!
(Εισέρχεται ο ΣΕΥΤΩΝ)
ΣΕΥΤΩΝ
Αυθέντα, τι προστάζεις;
ΜΑΚΒΕΘ
Τι άλλα νέα έμαθες;
ΣΕΥΤΩΝ
Όσα μας είπαν, όλα
αλήθεια είν', αυθέντα μου!
ΜΑΚΒΕΘ
Θα μάχωμ' έως ότου
θα λιανισθή το κρέας μου από τα κόκκαλά μου!
Δος μου τα όπλα μου εδώ!
ΣΕΥΤΩΝ
Δεν είν' ακόμ' η ώρα.
ΜΑΚΒΕΘ
Τα θέλω! Στείλε ιππικόν την χώραν να γυρίση,
κι' όσους φοβούνται, κρέμασμα! …Φέρε μου συ αμέσως
την πανοπλίαν μου… Ιατρέ, πώς είν' η άρρωστή σου;
ΙΑΤΡΟΣ
Δεν είναι τόσον άρρωστη, αλλ' είναι ταραγμένη
απ' τα πυκνά φαντάσματα που της χαλνούν τον ύπνον.
ΜΑΚΒΕΘ
Θεράπευσέ την απ' αυτό. Την τέχνην δεν κατέχεις
πώς εις την πονεμένην την ψυχήν να φέρης θεραπείαν;
Από την μνήμην δεν 'μπορείς να ζερριζώσης λύπην,
να σβύσης όσα 'ς το μυαλό εχάραξεν η έννοια;
Δεν έχεις αντιφάρμακον, λήθης πιοτόν δεν έχεις
μέσ' απ' το στήθος το βαρύ να 'βγάζη το φαρμάκι,
οπού πλακόνει την καρδιά;
ΙΑΤΡΟΣ
Ο άρρωστος, αυθέντα,
αυτά τα πάθη μόνος του να τα ιατρεύση πρέπει.
ΜΑΚΒΕΘ
Τότε λοιπόν τα ιατρικά 'ς τους σκύλους πέταξέ τα!
Δεν μου χρειάζονται!,..,
(προς τον υπηρέτην)
Εσύ, την πανοπλίαν φέρε.
Δος μου το σκήπτρον… Σεύτων, το ιππικόν να στείλης. —
Φεύγουν οι Θάνοι μου, Ιατρέ! —
(προς τον υπηρέτην)
Συ, τι προσμένεις; Έλα. — Ιατρέ, αν ήτο δυνατόν και το βασίλειόν μου να του σκαλίσης τα νερά, να εύρης το τι πάσχει, και πάλιν εις τα πρώτα του να μου το 'ξαναφέρης, θα έκραζα εις την Ηχώ εγκώμιά σου τόσα, που ως κι' αυτή να σ' επαινή…
(προς τον υπηρέτην)
'Βγάλε την, δεν την θέλω.
(αφαιρεί την πανοπλίαν)
'Σάν τι καθάρσιον, ιατρέ, τι σέννα, τι ραβέντι
αυτούς τους Άγγλους ημπορεί να μου τους ξεπαστρεύση
Το ήκουσες πως έρχονται;
ΙΑΤΡΟΣ
Το ήκουσα. Το λέγουν
κ' αι προετοιμασίαι σου.
ΜΑΚΒΕΘ (προς τον υπηρέτην.)
Κατόπιν μου την φέρνεις. —
(Εξέρχεται).
ΣΚΗΝΗ Δ'
Παρά το δάσος της Βιρνάμης.
(Εισέρχονται, μετά τυμπάνων και σημαιών, ο ΜΑΛΚΟΛΜ, ο γέρων
ΣΙΒΑΡΔΟΣ, ο υιός αυτού, ο ΜΑΚΔΩΦ, ο ΜΕΝΤΗΘ, ο ΚΑΙΘΝΗΣ,
ο ΑΓΚΟΣ, ο ΛΕΝΩΞ, ο ΡΩΣ και στρατός εν πορεία).
ΜΑΛΚΟΛΜ
Καλοί μου φίλοι, ο καιρός, ελπίζω, πλησιάζει
εις την νύκτα ήσυχος κανείς 'ς το στρώμα να κοιμάται.
ΜΕΝΤΗΘ
Ω, ναι!
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Τι δάσος είν' αυτό;
ΜΕΝΤΗΘ
Το δάσος της Βιρνάμης.
ΜΑΛΚΟΛΜ
Ο κάθε στρατιώτης μας ένα κλαδί ας κόψη
κι ας το κρατή 'ς τα χέρια του, ώστε η δύναμίς μας
να σκιασθή· και ο εχθρός, που μας παραμονεύει,
να γελασθή 'ς το μέτρημα.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ
Θα γείν' η προσταγή σου!
ούτε τον θάνατον ψηφώ ούτ' έχθρικάς δυνάμεις,
αν δεν ιδώ να κινηθή το δάσος της Βιρνάμης!
(Εξέρχονται πάντες, εκτός του ΙΑΤΡΟΥ).
ΙΑΤΡΟΣ
Ας ήτο τρόπος απ' εδώ κρυφά ν' αναχωρήσω,
και τίποτε δεν μ' έκαμνε οπίσω να γυρίσω.
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
'Σ την Δουνσινάνην ήσυχος καθώς πληροφορούμαι
μένει ο τύραννος κλειστός, κ' εκεί θα μας προσμένη
να τον πολιορκήσωμεν.
ΜΑΛΚΟΛΜ
Και τι να κάμη άλλο,
αφού μεγάλοι και μικροί τον παραιτούν και φεύγουν,
άμα προς τούτο βοηθόν και ευκαιρίαν εύρουν;
και όσοι δε του έμειναν διά της βίας μένουν
η δε καρδιά των είν' αλλού!
ΜΑΚΔΩΦ
Εκείνα που αξίζει
τα λέγομεν αργότερα, αφού τον κρίν' η Τύχη.
Έργων καιρός πολεμικών κι' ανδρείας είναι τώρα!
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Η ώρα επλησίασε, κι' αυτή θ' αποφασίση
εκείνο πώχει ο καθείς να χάσ' ή να κερδίση.
Από τα λόγια τα κενά ελπίδες μόνον βγαίνουν,
αλλά τα έργα τ' ασφαλή με το σπαθί συμβαίνουν.
Λοιπόν εμπρός, 'ς τον πόλεμον!
(Εξέρχονται εν στρατιωτική παρατάξει)
ΣΚΗΝΗ Ε'
Εις Δουνσινάνην εντός του φρουρίου.
(Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ, ο ΣΕΥΤΩΝ και ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ).
ΜΑΚΒΕΘ
Κρεμάσετε τα φλάμπουρα 'ς τα τείχη μας απ' έξω.
Όλοι μου λέγουν: Έρχονται! — Το δυνατόν μας κάστρον
την πολιορκίαν των θα έχη να γελάση.
Να μείνουν ως που λοιμική και πείνα να τους φάγη!
Αν μη τους εδυνάμοναν εκείνοι που μ' αφήκαν,
αφόβως τους αντίκρυζα στήθος με στήθος τώρα,
και να τους έδιωχν' απ' εδώ!
(Ακούονται κραυγαί γυναικείαι έσωθεν).
Τι είναι; Ποιος φωνάζει;
ΣΕΥΤΩΝ
Γυναικών ξεφωνητά μου φαίνονται, αυθέντα.
(Εξέρχεται)
ΜΑΚΒΕΘ
Σχεδόν το ελησμόνησα τι πράγμα είν' ο φόβος.
Δεν είν' καιρός που μιαν κραυγήν να ήκουα την νύκτα,
επάγοναν τα μέλη μου, — που ένα παραμύθι
να μου ορθώση τα μαλλιά 'ς την κεφαλήν 'μπορούσε,
ως να εζωντάνευαν! — Εχόρτασ' από φρίκην,
οι ιδικοί μου λογισμοί συνείθισαν τον τρόμον,
εις το εξής δεν ημπορεί να με 'ξιππάση πλέον!
(Επανέρχεται ο ΣΕΥΤΩΝ)
ΣΕΥΤΩΝ
Η βασίλισσα, αυθέντα σεβαστέ μου,
απέθανε.
ΜΑΚΒΕΘ
Αργότερα 'μπορούσε ν' αποθάνη (38).
Ας ήτο κι' άλλοτε καιρός αυτό να το ακούσω.
Αύριον, και αύριον, και αύριον — και φεύγει
ακολουθεί σιγά σιγά ημέρα την ημέραν,
ως την εσχάτην συλλαβήν 'ς του Χρόνου το βιβλίον!
Και κάθε χθες οπού περνά, ήτο φανός να φέξη
μωρούς θνητούς να σκονισθούν 'ς τον δρόμον του θανάτου!
Σβύσε, 'λιγόζωε δαυλέ! Δεν είν' ο βίος άλλο
παρά σκιά που περπατεί, παρά θεάτρου μίμος
οπού πηγαινοέρχεται μιαν ώραν 'ς την σκηνήν του,
και πλέον δεν ακούεται, είν' ένα παραμύθι
που λέγει ένας παλαβός, βοήν, θυμούς γεμάτον,
αλλά δεν έχει νόημα!
(Εισέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ)
ΜΑΚΒΕΘ
Η γλώσσα σου εσένα
κάτι γυρεύει να ειπή. Είπε μου το αμέσως!
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Αυθέντα, ήθελα να 'πώ το πράγμα οπού είδα,
αλλ' όμως πώς να σου το 'πώ δεν 'ξεύρω.
ΜΑΚΒΕΘ
Λέγε μου το!
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Εκεί που είχα να φρουρώ 'ς την κορυφήν τον λόφου,
προς την Βιρνάμην έβλεπα, και έξαφνα μ' εφάνη
ότι το δάσος προχωρεί.
ΜΑΚΒΕΘ
Κατηραμένε, ψεύτη!
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Εάν σου λέγω ψεύματα, να πέσω 'ς την οργήν σου!
Αυθέντα, βλέπεις κ' έρχεται, εδώ και τρία μίλια. —
Σου λέγω, δάσος κινητόν!
ΜΑΚΒΕΘ
Εάν μου είπες ψεύμα,
στο πρώτον δένδρον ζωντανόν να σε κρεμάσω θέλω,
όπου να γείνης, κρεμαστός, ξερός από την πείναν!
Αν ήν' αλήθεια, τότε συ, αν θέλης, κρέμασέ με!
κλονίζεται το θάρρος μου κι' αρχίζω ν' αμφιβάλλω
αν μ' απατά ο Σατανάς κ' είν' η αλήθεια ψεύδος!
«Ο Μάκβεθ δεν θα νικηθή, εκτός εάν κινήση
εις την Δουνσινάνην ν' αναβή το δάσος της Βιρνάμης.»
Ιδού, το δάσος έρχεται 'ς την Δουνσινάνην τώρα! —
τα όπλα, κ' έξω! — Αν αυτός το είδεν όπως λέγει,
ούτε να φύγω μ' ωφελεί και ούτ' εδώ να μείνω.
Αρχίζω να βαρύνωμαι τον ήλιον και να θέλω
να γείνη τώρα έξαφνα συντέλεια του κόσμου. —
Σημάνετε τα σήμαντρα! 'ς τα όπλα! Εις τα όπλα!
Αέρα φύσα, μάνιζε! — Αν ήναι ν' αποθάνω,
θα πέσω με τα όπλα μου 'ς το στήθος μου επάνω!
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΣΤ'
Εις Δουνσινάνην, παρά το φρούριον.
Εισέρχονται, μετά τυμπάνων, και σημαιών ο ΜΑΛΚΟΛΜ, ο στρατηγός ο
ΣΙΒΑΡΔΟΣ, ο ΜΑΚΔΩΦ και στρατιώται φέροντες κλάδους).
ΜΑΛΚΟΛΜ
Πλησίον είμεθ' αρκετά. Την φουντωτήν σας σκέπην
πετάξετέ την κατά γης. Φανήτ' αυτοί που είσθε.
?, ω θείε μου καλέ, με τον εξάδελφόν μου,
και υιόν σου τον ατρόμητον, αρχίζετε την μάχην.
Eγώ κι' ο άξιος Μακδώφ ερχόμεθα κατόπιν,
καθώς εσυμφωνήσαμεν την τάξιν του πολέμου.
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Ώρα καλή! Ο τύραννος ας έβγη αντικρύ μας,
κι' αν δεν τον πολεμήσωμεν, η εντροπή 'δική μας,
ΜΑΚΔΩΦ
Εμπρός αι σάλπιγγες! Ας 'πούν το διαλάλημά των
οι κήρυκες οι βροντεροί αιμάτων και θανάτων!
(Εξέρχονται)
ΣΚΗΝΗ Ζ'
Έτερον μέρος του πεδίου της μάχης. Ακούονται σάλπιγγες·
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ).
ΜΑΚΒΕΘ
Πώς να τους φύγω; Μ' έδεσαν επάνω 'ς το παλούκι
'σάν την αρκούδα! Τα σκυλιά λοιπόν ας πολεμήσω!
Ποιος από σπλάγχνα γυναικός δεν είναι γεννημένος;
Μόνον αυτόν θα φοβηθώ! Άλλον κανένα όχι!
(Εισέρχεται ο νέος ΣΙΒΑΡΔΟΣ).
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Ποιος είσαι συ;
ΜΑΚΒΕΘ
Αν σου το 'πώ, τρομάρα θα σε πιάση!
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Ποτέ! Κι' αν έχης όνομα φρικτότερον ακόμη
απ' όσα κι' αν ακούωνται 'ς τον Άδην.
ΜΑΚΒΕΘ
Είμαι ο Μάκβεθ!
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Να μου 'προφέρη όνομα κι' ο Σατανάς δεν έχει
που να μισώ όσον αυτό!
ΜΑΚΒΕΘ
Και τόσον να φοβήσαι.
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Ψεύδεσαι, τύραννε φρικτέ! Θα σ' αποδείξω ψεύστην
με το σπαθί οπού κρατώ!
(Μάχονται· Ο νέος ΣΙΒΑΡΔΟΣ φονεύεται).
Σ' εγέννησε γυναίκα!
Γελώ τον κίνδυνον, σπαθί δεν με τρομάζει, όχι,
γέννημ' αν ήναι γυναικός όποιος 'ς το χέρι τώχει.
(Εξέρχονται)
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΔΩΦ).
ΜΑΚΔΩΦ
Ο κρότος ήτον απ' εδώ. — Ω τύραννε, πού είσαι;
Το πρόσωπόν σου δείξε μου. Αν πάρη την ζωήν σου
άλλος κανείς κι' όχι εγώ, ανάπαυσιν δεν θαύρουν
της γυναικός μου η ψυχή ποτέ και των παιδιών μου!
Δεν ημπορώ να πολεμώ ανθρώπους τιποτένιους
που τα κοντάρια των κρατούν εις χέρια μισθωμένα.
Εσένα θέλω! Ειδεμή 'ς την θήκην το σπαθί μου
το ξαναβάζω άπρακτον, μ' ακτύπητον την κόψιν,
Καταντικρύ μου σ' ήθελα, εδώ!… Ποιος πλησιάζει;
Το τόσον βροντοκόπημα σημαίνει πως θα ήναι
κανείς πολύ σημαντικός. — Ω Τύχη, ας τον εύρω
και άλλο τι δεν σου ζητώ!
(Εξέρχεται. Σάλπιγγες).
(Εισέρχονται ο ΜΑΛΚΟΛΜ και ο γέρων ΣΙΒΑΡΔΟΣ).
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Έλ' απ' εδώ, αυθέντα.
Το κάστρον παρεδόθηκε· — 'χωρίσθηκαν εις δύο
του Μάκβεθ τα στρατεύματα και μάχοντ' ένα τ' άλλο.
Γενναίως αγωνίζονται οι ευγενείς σου Θάνοι.
Η νίκη πλέον φαίνεται 'δική σου από τώρα,
κι ολίγον μας απέμεινε να κάμωμεν ακόμη.
ΜΑΛΚΟΛΜ
Εμπρός μας ηύραμεν εχθρόν που ελαφρά πληγόνει.
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Ας έμβωμεν 'ς το φρούριον.
(Εξέρχονται. Σάλπιγγες).
ΣΚΗΝΗ Η'
Έτερον μέρος του πεδίου της μάχης.
Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ).
ΜΑΚΒΕΘ
Προς τι 'σάν τον ανόητον εκείνον τον Ρωμαίον (39)
'ς το ιδικόν μου το σπαθί επάνω ν' αποθάνω;
Ενόσω βλέπω ζωντανούς, καλλίτερ' ας πληγόνω
ξένα κορμιά!
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΔΩΦ).
ΜΑΚΔΩΦ
Γύρνα εδώ, γύρνα, σκυλί του Άδου!
ΜΑΚΒΕΘ
Εσέν' απ' όλους μεταξύ σ' απέφευγα. Τραβήξου!
Μου φθάνει όσον αίμα σου βαρύνει την ψυχήν μου.
ΜΑΚΔΩΦ
Δεν έχω λόγια! Το σπαθί είν' η φωνή μου. Τέρας,
που τ' όνομά σου δεν 'μπορεί να 'πή ανθρώπου γλώσσα!
(μάχονται)
ΜΑΚΒΕΘ
Χαμένος είν' ο κόπος σου. Όσον 'μπορεί να βλάψη
το κοπτερόν σου το σπαθί τον άυλον αέρα,
τόσον του είναι δυνατόν κ' εμέ να αιματώση.
Τρωτά κεφάλια να κτυπάς! Έχ' η ζωή μου μάγια,
και δεν φοβάται άνθρωπον γυναικογεννημένον.
ΜΑΚΔΩΦ
Δεν ωφελούν τα μάγια σου! Εκείνος που δουλεύεις,
ο Σατανάς ας σου ειπή, ότι εξερριζώθη
απ' της μητρός του ο Μακδώφ τα σπλάγχνα πριν της ώρας!
ΜΑΚΒΕΘ
Κατάρα και ανάθεμα 'ς την γλώσσαν που το' λέγει,
?ότι μέσα μου αυτό εδάμασε τον άνδρα!
τ' απατηλά δαιμόνια κανείς μη τα πιστεύη,
που με νοήματα διπλά μας παίζουν κι' όσα τάζουν
ας τα κρατούν 'ς την ακοήν και όχι 'ς την ελπίδα,
δεν πολεμώ με σε!
ΜΑΚΔΩΦ
Δειλέ δόσε τα όπλα
σου και ζήσε! Γίνου θέαμα και παίγνιον του κόσμου,
να σ' έχωμεν ζωγραφιστόν επάνω 'ς ένα ξύλον,
ως ένα τέρας σπάνιον, μ' επιγραφήν να λέγη:
Κοιτάτ' εδώ, τον τύραννον ελάτε να ιδήτε!
ΜΑΚΒΕΘ
Όχι, δεν παραδίδομαι ν' ασπάζωμαι το χώμα
όπου ο Μάλκολμ θα πατή, κι' ο όχλος να με 'βρίζη.
Ας ήλθεν εις το κάστρον μου το δάσος της Βιρνάμης,
γυναίκ' ας μη σ' εγέννησεν εσέ που μ' αντικρύζεις,
ως την εσχάτην μου πνοήν να πολεμήσω θέλω!
Ιδού με, εις το στήθος μου προτείνω την ασπίδα.
Εμπρός, Μακδώφ! Κτύπα εδώ! Εμπρός! κι' ανάθεμά
τον εκείνον απ' τους δύο μας που πρωτοκράξη: φθάνει!
(Εξέρχονται μαχόμενοι. Σάλπιγγες}
(Εισέρχονται, μετά σαλπίγγων, τυμπάνων και σημαιών, ο ΜΑΛΚΟΛΜ, ο
γέρων ΣΙΒΑΡΔΟΣ, ο ΡΩΣ, έτεροι ΘΑΝΟΙ και ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ).
ΜΑΛΚΟΛΜ
Ας έβλεπα τριγύρω μου κ' εκείνους που μας λείπουν.
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Θα σκοτωθούν και μερικοί! Απ' όσους όμως βλέπω,
πάλιν πληρόνετ' ευθηνά τόσον μεγάλη νίκη.
ΜΑΛΚΟΛΜ
Ο υιός σου λείπει κι' ο Μακδώφ.
ΡΩΣ
Αυθέντα μου, ο υιός σου
επλήρωσε το χρέος του σάν στρατιώτης. Μόλις
να γείνη άνδρας έφθασε — και να το αποδείξη
με την ανδραγαθίαν του — κι' απέθανε 'σάν άνδρας!
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Απέθανε;
ΡΩΣ
Τον έφεραν νεκρόν από την μάχην.
Μη κατά την αξίαν του την λύπην σου μετρήσης
διότι τότ' η λύπη σου θα ήναι χωρίς τέλος.
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Είν' η πληγή του απ' εμπρός;
ΡΩΣ
'Σ το στήθος!
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Στρατιώτης
εις του θεού τα τάγματα να γείνη! Εάν είχα
όσα μαλλιά και τόσους υιούς, θα ήτον η ευχή μου
τοιούτον θάνατον καλόν να εύρη ο καθένας!
Νεκρώσιμόν του σήμαντρον ας ήν' αυτό και μόνον!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Του ήξιζε να δείξωμεν περισσοτέραν λύπην.
Εγώ του την υπόσχομαι.
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Τόση αρκεί! Μου είπαν
πως έκαμε το χρέος του κι' απέθανε γενναίως,
λοιπόν μαζί του ο Θεός!
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΔΩΦ φέρων την κεφαλήν του ΜΑΚΒΕΘ).
ΣΙΒΑΡΔΟΣ
Ιδού παρηγορία!
ΜΑΚΔΩΦ
Ζωή 'ς τον βασιλέα μας! Συ βασιλεύεις τώρα!
Ιδού, ιδού η κεφαλή του μιαρού τυράνου!
Ο κόσμος είν' ελεύθερος! Σε περιτριγυρίζει
το άνθος της πατρίδος μας, του κράτους σου, και όλοι
τα λόγια που επρόφερα τα λέγουν με τον νουν των.
Ενώσατ' όλοι δυνατά μαζί μου την φωνήν σας:
Ο Μάλκολμ ζήτω ο βασιλεύς!
ΠΑΝΤΕΣ
Ο βασιλεύς μας ζήτω! (Σάλπιγγες).
ΜΑΛΚΟΛΜ
Πολύ καιρού διάστημα δεν θα περάση, φίλοι,
πριν την αγάπην καθενός το χρέος μου πληρώσω
και εξοφλήσω μ' όλους σας. — Εσείς, οπλαρχηγοί μου
και συγγενείς μου, Κόμητες εις το εξής να ήσθε,
οι πρώτοι που τ' αξίωμα λαμβάνουν στην Σκωτίαν.
Και όλα τα επίλοιπα, τα πάντα όσα πρέπει
με του καιρού την αλλαγήν να φυτευθούν εκ νέου, —
να ξαναφέρω δηλαδή από την εξορίαν
τους φίλους, όσοι έφυγαν τα βρόχια του τυράννου,
ή να παιδεύσω τους σκληρούς που είχε όργανά του
αυτός ο δήμιος εδώ και η βασίλισσά του,
ο δαίμονας ο σύσσωμος εκείνη, η οποία
μονάχη της, ως φαίνεται, επήρε την ζωήν της, —
αυτά και όσα χρεωστούν εκτός αυτών να γείνουν ,
κ' έχουν να γείνουν δι' εμού, — με του Θεού την χάριν,
στον τόπον των, στην ώραν των, τα πάντα θα τα πράξω!
Εις τον καθένα χωριστά υπόχρεως σας μένω,
κι' όλους μαζί στην στέψιν μου, στο Σκων, σας περιμένω (40).
(Σάλπιγγες. Εξέρχονται).
ΤΕΛΟΣ
** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK MACBETH **
“Μάκβεθ” η τραγωδία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ σε pdf μορφή ΕΔΩ
Βιογραφία: Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare) 1564-1616)