Στεκότανε μ΄ ένα άτολμο μειδίαμα, μα βουβός κι άκουγε τη καρδιά του.
Χτυπούσε στις Αλκυονίδες μέρες πιο δυνατά απ΄ το ανάλαφρο του αέρα.
Ζούσε ακόμα, κι ας προτιμούσε τον γρήγορο θάνατο.
Στο απέναντι σιδερόφρακτο μπαλκόνι μια λυγερόκορμη κόρη,
άπλωνε τ΄ ασπρόρουχα της, όμορφη θέα στα μάτια μας.
Έριχνε κλεφτές ματιές στους άνδρες που διασταύρωναν τον δρόμο.
Ο μαύρος καφές πάντα πικρός μαλάκωνε ένα ξερόβηχα.
Ότι απέμεινε απ΄ την εποχή της δικτατορίας.
Ούτε αγώνες, ούτε σημαίες, ούτε συνθήματα.
Μόνο ένας ξερόβηχας που τράνταζε τα σωθικά του.
Όχι τώρα πως πήγαιναν καλύτερα τα πράγματα.
Στις λαϊκές αγορές, πίσω από τους πάγκους,
όπου στήνονταν μικρές συνεδρίες,
μιλούσε πλέον όλο και λιγότερο.
Φοβότανε.
Το βράδυ ξάπλωνε συνήθως μόνος.
Κοίταζε τη πρασινογάλαζη θάλασσα που κρεμότανε στο τοίχο.
Στη παραλία πεταμένα φύκια, μισά όξω απ΄ τη κινούμενη άμμο.
Μια σκουριασμένη βάρκα τσαλακωμένη στο κάδρο
κι ένας γλάρος που ποτέ του δεν πέταγε.
Κι όμως, πάντα τον έβρισκε ένα πόντο πιο πέρα.
Χτυπούσε στις Αλκυονίδες μέρες πιο δυνατά απ΄ το ανάλαφρο του αέρα.
Ζούσε ακόμα, κι ας προτιμούσε τον γρήγορο θάνατο.
Στο απέναντι σιδερόφρακτο μπαλκόνι μια λυγερόκορμη κόρη,
άπλωνε τ΄ ασπρόρουχα της, όμορφη θέα στα μάτια μας.
Έριχνε κλεφτές ματιές στους άνδρες που διασταύρωναν τον δρόμο.
Ο μαύρος καφές πάντα πικρός μαλάκωνε ένα ξερόβηχα.
Ότι απέμεινε απ΄ την εποχή της δικτατορίας.
Ούτε αγώνες, ούτε σημαίες, ούτε συνθήματα.
Μόνο ένας ξερόβηχας που τράνταζε τα σωθικά του.
Όχι τώρα πως πήγαιναν καλύτερα τα πράγματα.
Στις λαϊκές αγορές, πίσω από τους πάγκους,
όπου στήνονταν μικρές συνεδρίες,
μιλούσε πλέον όλο και λιγότερο.
Φοβότανε.
Το βράδυ ξάπλωνε συνήθως μόνος.
Κοίταζε τη πρασινογάλαζη θάλασσα που κρεμότανε στο τοίχο.
Στη παραλία πεταμένα φύκια, μισά όξω απ΄ τη κινούμενη άμμο.
Μια σκουριασμένη βάρκα τσαλακωμένη στο κάδρο
κι ένας γλάρος που ποτέ του δεν πέταγε.
Κι όμως, πάντα τον έβρισκε ένα πόντο πιο πέρα.
Ο Δημήτριος Γκόγκας γεννήθηκε το 1964 στο Στρυμονικό Σερρών. Σπούδασε
στην Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στη πόλη των Τρικάλων κατά τα έτη 1982-
1984. Μετά την αφυπηρέτηση του ως αξιωματικός, ασχολείται με την
ποίηση, την συγγραφή, την επιμέλεια ποιητικών έργων καθώς και την
παρουσίαση βιβλίων. Ποιήματά του έχουν αναρτηθεί σε ηλεκτρονικές
ποιητικές σελίδες του διαδικτύου καθώς και σε εφημερίδες και σχετικά
περιοδικά. Ποιήματα και διηγήματά του βραβεύτηκαν σε διεθνείς και
πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Σημαντική διάκριση, το 3ο
βραβείο στον 1ο Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος "Γιώργος
Σεφέρης" που διοργανώθηκε από την Έδρα Νεοελληνικής Γλώσσας και
Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Παλέρμο Ιταλίας (Τομέας Ανθρωπιστικών
Σπουδών), από κοινού με την Ελληνική Κοινότητα Σικελίας "Τρινακρία" και
με τον Εκδοτικό Οίκο "Nostos - Edizioni La Zisa". Διατηρεί και
επιμελείται δύο Ποιητικούς Ιστοτόπους: Οι Ποιητές που αγάπησα και άλλες
μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου (Ανθολόγιο ποίησης) και Κυπρίων Ποίηση
(και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου). Το 2015 εξέδωσε σε
ηλεκτρονική μορφή την Ποιητική Συλλογή: "Ωράρια επιστροφών" και το 2018
συμμετείχε στην έκδοση της Ποιητικής Συλλογής από τις εκδόσεις Διάνυσμα:
"Απανθίσματα". Το 2016 συμμετείχε στο συλλογικό έργο των εκδόσεων
Όστρια: "Ταξίδια Πολύτιμα του Νου". Από το 2014 μέχρι και το 2017,
ποιήματά του συμπεριελήφθησαν στις Ομαδικές Ποιητικές Συλλογές, από τις
Εκδόσεις Διάνυσμα.