Στις σκοτεινές γωνιές των ήχων και των λέξεων
Αισθάνονταν την ανία της ύπαρξής τους
Κάτω και πιο κάτω από τις γδαρμένες φτέρνες
πεζοδρομούσανε οι πικρίες μέσα στις γιομάτες κατράμι αυλακώσεις
Όσα χαμόγελα κι αν σκάζανε,
κόκκινα- κόκκινα μπουμπούκια στα ποτήρια
που δίναν τη θέση τους στα βάζα των ανθρώπων
οι πληρωμές άλλοτε αργούσαν κι άλλοτε κατατίθεντο μικρότερες από ποτέ.
Έτσι πορεύονταν, κάτω και πιο κάτω από τις πισσωμένες κολόνες
Το νερό στο ποτήρι έπαιρνε χρώμα από τη σήψη, από την σήψη τους.
Το καντηλάκι έσβηνε και άναβε μηχανικά με διαλείμματα
Μικρά και μεγάλα διαλείμματα κι αυτές επέμεναν
Αγκάλιαζαν την κούραση σαν το τρίτο στοιχείο στη ζωή τους.
Αποκούμπι η κούραση και η κολόνα.
Στους ήχους και τις λέξεις κραυγές
καθώς καθάριζαν, έπλυναν, τίναζαν
Καθώς μαγείρευαν, τραγουδούσαν
Καθώς δούλευαν κρύβοντας το πρόσωπο με το τσεμπέρι
έπιαναν τη μέση με το ‘να χέρι
και η κούραση έδερνε σαν καμουτσίκι την ανία,
έκαμε και την πανώρια εμφάνιση η κατάρα.
Το βράδυ, έπρεπε να είναι και σύντροφοι.
*Για τις γυναίκες του Στρυμονικού Σερρών εκείνων των δύσκολων δεκαετιών ’70-’80
πηγή
Αισθάνονταν την ανία της ύπαρξής τους
Κάτω και πιο κάτω από τις γδαρμένες φτέρνες
πεζοδρομούσανε οι πικρίες μέσα στις γιομάτες κατράμι αυλακώσεις
Όσα χαμόγελα κι αν σκάζανε,
κόκκινα- κόκκινα μπουμπούκια στα ποτήρια
που δίναν τη θέση τους στα βάζα των ανθρώπων
οι πληρωμές άλλοτε αργούσαν κι άλλοτε κατατίθεντο μικρότερες από ποτέ.
Έτσι πορεύονταν, κάτω και πιο κάτω από τις πισσωμένες κολόνες
Το νερό στο ποτήρι έπαιρνε χρώμα από τη σήψη, από την σήψη τους.
Το καντηλάκι έσβηνε και άναβε μηχανικά με διαλείμματα
Μικρά και μεγάλα διαλείμματα κι αυτές επέμεναν
Αγκάλιαζαν την κούραση σαν το τρίτο στοιχείο στη ζωή τους.
Αποκούμπι η κούραση και η κολόνα.
Στους ήχους και τις λέξεις κραυγές
καθώς καθάριζαν, έπλυναν, τίναζαν
Καθώς μαγείρευαν, τραγουδούσαν
Καθώς δούλευαν κρύβοντας το πρόσωπο με το τσεμπέρι
έπιαναν τη μέση με το ‘να χέρι
και η κούραση έδερνε σαν καμουτσίκι την ανία,
έκαμε και την πανώρια εμφάνιση η κατάρα.
Το βράδυ, έπρεπε να είναι και σύντροφοι.
*Για τις γυναίκες του Στρυμονικού Σερρών εκείνων των δύσκολων δεκαετιών ’70-’80
πηγή
Ο Δημήτριος Γκόγκας γεννήθηκε το 1964 στο Στρυμονικό Σερρών. Σπούδασε
στην Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στη πόλη των Τρικάλων κατά τα έτη 1982-
1984. Μετά την αφυπηρέτηση του ως αξιωματικός, ασχολείται με την
ποίηση, την συγγραφή, την επιμέλεια ποιητικών έργων καθώς και την
παρουσίαση βιβλίων. Ποιήματά του έχουν αναρτηθεί σε ηλεκτρονικές
ποιητικές σελίδες του διαδικτύου καθώς και σε εφημερίδες και σχετικά
περιοδικά. Ποιήματα και διηγήματά του βραβεύτηκαν σε διεθνείς και
πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Σημαντική διάκριση, το 3ο
βραβείο στον 1ο Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος "Γιώργος
Σεφέρης" που διοργανώθηκε από την Έδρα Νεοελληνικής Γλώσσας και
Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Παλέρμο Ιταλίας (Τομέας Ανθρωπιστικών
Σπουδών), από κοινού με την Ελληνική Κοινότητα Σικελίας "Τρινακρία" και
με τον Εκδοτικό Οίκο "Nostos - Edizioni La Zisa". Διατηρεί και
επιμελείται δύο Ποιητικούς Ιστοτόπους: Οι Ποιητές που αγάπησα και άλλες
μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου (Ανθολόγιο ποίησης) και Κυπρίων Ποίηση
(και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου). Το 2015 εξέδωσε σε
ηλεκτρονική μορφή την Ποιητική Συλλογή: "Ωράρια επιστροφών" και το 2018
συμμετείχε στην έκδοση της Ποιητικής Συλλογής από τις εκδόσεις Διάνυσμα:
"Απανθίσματα". Το 2016 συμμετείχε στο συλλογικό έργο των εκδόσεων
Όστρια: "Ταξίδια Πολύτιμα του Νου". Από το 2014 μέχρι και το 2017,
ποιήματά του συμπεριελήφθησαν στις Ομαδικές Ποιητικές Συλλογές, από τις
Εκδόσεις Διάνυσμα.