Ξέρω ένα τόπο που ανεμώνες ανθίζουν,
κάπου ψηλά στο στερνό μεσοστράτι.
Τα μάτια μιας μάνας που σαν γέρνει δακρύζουν.
Μοναξιά ο αγέρας. Ειν΄ δικοί μου θανάτοι,
του πρωινού οι σταγόνες (σαν ανοίγει την βρύση)
που ραντίζουν το χώμα. Μυρωδιά του βρεγμένου.
Ανατέλλει ο ήλιος να στεγνώσει την Δύση,
σαν σεντόνι μιας νύφης στα πλευρά του ανέμου.
Α! μην ξεχάσω: Μες στο βάζο οι ανεμώνες,
κόκκινες- κόκκινες σαν του αίματος χρώμα.
«Μας τελειώνουν» μας είπες κάποια μέρα «οι Χειμώνες»
Μα το χιόνι σκεπάζει τις καρδιές μας ακόμα.
Ξέρω ένα τόπο, που στη μέση του ρέει,
ένα ρέμα. Καράβια δεν δένουν σιμά του.
Σαν ο ήλιος προβάλλει το κορμάκι του καίει,
σαν τα στάχυα σκορπίζουν τα θολά όνειρά του.
Προχωράει το βήμα, στων ανθρώπων την σκόνη,
πριν να φύγουν κοιτάνε το ωραίο τους σπίτι.
Χελιδόνια που χτίσαν φωλιές στης γωνιάς την αγχόνη,
σπουργιτάκια που βρήκανε ήλιο, στο βαθύ του φεγγίτη.
Ξέρω ένα τόπο, σε πλατάνια ζωσμένο,
κάποιων φίλων τα χέρια ακόμα να καίνε.
Ένα ψεύτικο δένδρο στην πλατεία στημένο,
ψάχνουν να βρούνε αλήθειες, μόνο εκείνοι που φταίνε.
Με τα χνώτα ασθμαίνουν, δεν ζεσταίνουν τα χέρια.
Κάθε βράδυ στην πρέφα στα χλωμά καφενεία.
Από τόπους σε τόπο μεταφέρουν μαχαίρια,
μια στο χώμα και βγήκαν μυγδαλιές στα σχολεία.
~
από τη συλλογή Ξέρω έναν τόπο, Έκδ. easywriter.gr (website), 2018
πηγή η ιστοσελίδα του ποιητή
κόκκινες- κόκκινες σαν του αίματος χρώμα.
«Μας τελειώνουν» μας είπες κάποια μέρα «οι Χειμώνες»
Μα το χιόνι σκεπάζει τις καρδιές μας ακόμα.
Ξέρω ένα τόπο, που στη μέση του ρέει,
ένα ρέμα. Καράβια δεν δένουν σιμά του.
Σαν ο ήλιος προβάλλει το κορμάκι του καίει,
σαν τα στάχυα σκορπίζουν τα θολά όνειρά του.
Προχωράει το βήμα, στων ανθρώπων την σκόνη,
πριν να φύγουν κοιτάνε το ωραίο τους σπίτι.
Χελιδόνια που χτίσαν φωλιές στης γωνιάς την αγχόνη,
σπουργιτάκια που βρήκανε ήλιο, στο βαθύ του φεγγίτη.
Ξέρω ένα τόπο, σε πλατάνια ζωσμένο,
κάποιων φίλων τα χέρια ακόμα να καίνε.
Ένα ψεύτικο δένδρο στην πλατεία στημένο,
ψάχνουν να βρούνε αλήθειες, μόνο εκείνοι που φταίνε.
Με τα χνώτα ασθμαίνουν, δεν ζεσταίνουν τα χέρια.
Κάθε βράδυ στην πρέφα στα χλωμά καφενεία.
Από τόπους σε τόπο μεταφέρουν μαχαίρια,
μια στο χώμα και βγήκαν μυγδαλιές στα σχολεία.
~
από τη συλλογή Ξέρω έναν τόπο, Έκδ. easywriter.gr (website), 2018
πηγή η ιστοσελίδα του ποιητή
Ο Δημήτριος Γκόγκας γεννήθηκε το 1964 στο Στρυμονικό Σερρών. Σπούδασε
στην Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στη πόλη των Τρικάλων κατά τα έτη 1982-
1984. Μετά την αφυπηρέτηση του ως αξιωματικός, ασχολείται με την
ποίηση, την συγγραφή, την επιμέλεια ποιητικών έργων καθώς και την
παρουσίαση βιβλίων. Ποιήματά του έχουν αναρτηθεί σε ηλεκτρονικές
ποιητικές σελίδες του διαδικτύου καθώς και σε εφημερίδες και σχετικά
περιοδικά. Ποιήματα και διηγήματά του βραβεύτηκαν σε διεθνείς και
πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Σημαντική διάκριση, το 3ο
βραβείο στον 1ο Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος "Γιώργος
Σεφέρης" που διοργανώθηκε από την Έδρα Νεοελληνικής Γλώσσας και
Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Παλέρμο Ιταλίας (Τομέας Ανθρωπιστικών
Σπουδών), από κοινού με την Ελληνική Κοινότητα Σικελίας "Τρινακρία" και
με τον Εκδοτικό Οίκο "Nostos - Edizioni La Zisa". Διατηρεί και
επιμελείται δύο Ποιητικούς Ιστοτόπους: Οι Ποιητές που αγάπησα και άλλες
μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου (Ανθολόγιο ποίησης) και Κυπρίων Ποίηση
(και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου). Το 2015 εξέδωσε σε
ηλεκτρονική μορφή την Ποιητική Συλλογή: "Ωράρια επιστροφών" και το 2018
συμμετείχε στην έκδοση της Ποιητικής Συλλογής από τις εκδόσεις Διάνυσμα:
"Απανθίσματα". Το 2016 συμμετείχε στο συλλογικό έργο των εκδόσεων
Όστρια: "Ταξίδια Πολύτιμα του Νου". Από το 2014 μέχρι και το 2017,
ποιήματά του συμπεριελήφθησαν στις Ομαδικές Ποιητικές Συλλογές, από τις
Εκδόσεις Διάνυσμα.