Κι έρχονται οι μέρες πολύ νωρίς,
ίσα που καταλαβαίνεις τον βαρύ ερχομό τους.
Ύστερα, καθώς κυλούν χωρίς ούτε ένα κυματισμό,
λες: πέρασαν τόσο γρήγορα.
Καθώς γυρνάς από τα γερασμένα καφενεία,
στην κενή πλατεία,
-γερασμένος και συ-
τι περιμένεις πρωί, βράδυ;
Κάποια λευκά σεντόνια κρέμονται
σε ατσαλένια σύρματα στις χωμάτινες αυλές.
Αυλές που θα είναι παράδεισοι ονείρου, στο μακρινό σου μέλλον.
Οραματίστηκες; Μα καθόλου, ούτε καν, ψελλίζεις: δεν…
Πότε- πότε πιάνεις το σώμα σου από τις άκρες των ώμων
και το τινάζεις από το μπαλκόνι χωρίς κάγκελα,
το χτυπάς με ένα ραβδί να φύγουν οι σκόνες.
Πασπαλίζουν ότι φοράς και ότι σε σκεπάζει
ακόμα και κείνη η σκιά, η ομίχλη, η αντάρα.
Και πρέπει σκέφτεσαι, στο τόπο που αγάπησες να ναι ο ομφάλιος
δεμένος στα τσάκνα της φωλιάς
πάνω στα κεραμίδια και δεν έχει αποκολληθεί ακόμα.
Κι είναι και τούτο επικίνδυνο,
ένα ασθενικό συμβαίνει,
μια περιπέτεια ρημάτων που τρώγουν ότι τολμά κι ότι ξεμένει πίσω.
Κι έρχονται έτσι οι μέρες, σημειωτόν και τροχάδην.
Κι είναι τελικά όραμα, ένα κομμάτι ψωμί πάνω στο τραπέζι.
Κι ένα χαμόγελο στην χωμάτινη αυλή, πίσω από τα λευκά σεντόνια;
ίσα που καταλαβαίνεις τον βαρύ ερχομό τους.
Ύστερα, καθώς κυλούν χωρίς ούτε ένα κυματισμό,
λες: πέρασαν τόσο γρήγορα.
Καθώς γυρνάς από τα γερασμένα καφενεία,
στην κενή πλατεία,
-γερασμένος και συ-
τι περιμένεις πρωί, βράδυ;
Κάποια λευκά σεντόνια κρέμονται
σε ατσαλένια σύρματα στις χωμάτινες αυλές.
Αυλές που θα είναι παράδεισοι ονείρου, στο μακρινό σου μέλλον.
Οραματίστηκες; Μα καθόλου, ούτε καν, ψελλίζεις: δεν…
Πότε- πότε πιάνεις το σώμα σου από τις άκρες των ώμων
και το τινάζεις από το μπαλκόνι χωρίς κάγκελα,
το χτυπάς με ένα ραβδί να φύγουν οι σκόνες.
Πασπαλίζουν ότι φοράς και ότι σε σκεπάζει
ακόμα και κείνη η σκιά, η ομίχλη, η αντάρα.
Και πρέπει σκέφτεσαι, στο τόπο που αγάπησες να ναι ο ομφάλιος
δεμένος στα τσάκνα της φωλιάς
πάνω στα κεραμίδια και δεν έχει αποκολληθεί ακόμα.
Κι είναι και τούτο επικίνδυνο,
ένα ασθενικό συμβαίνει,
μια περιπέτεια ρημάτων που τρώγουν ότι τολμά κι ότι ξεμένει πίσω.
Κι έρχονται έτσι οι μέρες, σημειωτόν και τροχάδην.
Κι είναι τελικά όραμα, ένα κομμάτι ψωμί πάνω στο τραπέζι.
Κι ένα χαμόγελο στην χωμάτινη αυλή, πίσω από τα λευκά σεντόνια;
Ο Δημήτριος Γκόγκας γεννήθηκε το 1964 στο Στρυμονικό Σερρών. Σπούδασε
στην Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στη πόλη των Τρικάλων κατά τα έτη 1982-
1984. Μετά την αφυπηρέτηση του ως αξιωματικός, ασχολείται με την
ποίηση, την συγγραφή, την επιμέλεια ποιητικών έργων καθώς και την
παρουσίαση βιβλίων. Ποιήματά του έχουν αναρτηθεί σε ηλεκτρονικές
ποιητικές σελίδες του διαδικτύου καθώς και σε εφημερίδες και σχετικά
περιοδικά. Ποιήματα και διηγήματά του βραβεύτηκαν σε διεθνείς και
πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Σημαντική διάκριση, το 3ο
βραβείο στον 1ο Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος "Γιώργος
Σεφέρης" που διοργανώθηκε από την Έδρα Νεοελληνικής Γλώσσας και
Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Παλέρμο Ιταλίας (Τομέας Ανθρωπιστικών
Σπουδών), από κοινού με την Ελληνική Κοινότητα Σικελίας "Τρινακρία" και
με τον Εκδοτικό Οίκο "Nostos - Edizioni La Zisa". Διατηρεί και
επιμελείται δύο Ποιητικούς Ιστοτόπους: Οι Ποιητές που αγάπησα και άλλες
μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου (Ανθολόγιο ποίησης) και Κυπρίων Ποίηση
(και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου). Το 2015 εξέδωσε σε
ηλεκτρονική μορφή την Ποιητική Συλλογή: "Ωράρια επιστροφών" και το 2018
συμμετείχε στην έκδοση της Ποιητικής Συλλογής από τις εκδόσεις Διάνυσμα:
"Απανθίσματα". Το 2016 συμμετείχε στο συλλογικό έργο των εκδόσεων
Όστρια: "Ταξίδια Πολύτιμα του Νου". Από το 2014 μέχρι και το 2017,
ποιήματά του συμπεριελήφθησαν στις Ομαδικές Ποιητικές Συλλογές, από τις
Εκδόσεις Διάνυσμα.