Χαράματα είναι κι έχω χαθεί στα κύματα των μαλλιών σου.
Τούτη η θάλασσα η πρωινή μ’ έχει τυλίξει.
Έξω απ’ αυτή πέφτει μια βροχή παγωμένη, μέσα της, δύο χέρια ζεστά μ’ αγκαλιάζουν.
Αφήνομαι, κι έχω μάτια κλειστά.
Αφήνομαι, κι όλα τριγύρω μοιάζουν με παραμύθι θαλασσινό.
Βυθίζομαι ολοένα στα βαθιά νερά.
Μια γοργόνα μ’ ένα κλεφτοφάναρο πλησιάζει και με παίρνει από το χέρι.
Πια δεν είναι σκοτάδι τριγύρω.
Μπαίνουμε στην αυλή κάποιου μεγάλου σπιτιού.
Πρέπει να είναι το δικό της.
Το τραπέζι είναι στρωμένο.
- Κάθισε μου λέει.
Από ευγένεια της ζητώ πρώτη εκείνη να καθίσει.
- Σε περίμενα, συνέχισε την κουβέντα της, κι όλα ετούτα για εσένα από καιρό τα ετοίμαζα.
Της έβαλα ένα μετάξινο μαντίλι στον λαιμό.
Άπλωσα τους λίγους αστερίες που μάζεψα όσο στεκόμουν μόνος στο δωμάτιο.
Εκείνοι, σαν την είδαν με μιας χαμογέλασαν.
Φώτισε το δωμάτιο.
Χαμογέλασε εκείνη, φώτισε η ψυχή της.
Η δική μου ακολούθησε το φως που είχε απέναντι της.
Δε θέλησα να μιλήσω.
Με το μελάνι μιας σουπιάς έγραψα κάτι πάνω στον βράχο.
«Τη θάλασσα την πιο μεγάλη την βλέπω μέσα στα μάτια σου»
Άφησε το βλέμμα το παραξενεμένο στα μάτια μου.
- Όταν έχουμε το βλέμμα ενός ανθρώπου ιδιαίτερου απέναντι στο δικό μας άλλο δε μένει
να κάνουμε από το να ταξιδέψουμε εντός του.
Κι εμένα μου αρέσουν τα ταξίδια τα θαλασσινά.
Για τούτο είναι θάλασσες στην ψυχή μου τα μάτια σου.
Χαμογέλασε ξανά.
Ντράπηκαν τ’ αστέρια τα θαλασσινά για το ελάχιστό τους φως που χάθηκε στη λάμψη που
φανέρωσαν τα χείλη της.
Ένα στρείδι μεγάλο άνοιξε την αγκαλιά του κι εμείς, αγκαλιασμένοι χωθήκαμε εκεί μέσα…
Βυθίζομαι ολοένα μέσα σου.
Κι έξω πιθανό πάλι να βρέξει.
Ας ήταν τουλάχιστον στην βροχή να άφηνα δύο λέξεις γραμμένες σε λευκό πανί και να
‘ξερα πως το καράβι θα βγάλει στην αγκαλιά σου….
Τούτη η θάλασσα η πρωινή μ’ έχει τυλίξει.
Έξω απ’ αυτή πέφτει μια βροχή παγωμένη, μέσα της, δύο χέρια ζεστά μ’ αγκαλιάζουν.
Αφήνομαι, κι έχω μάτια κλειστά.
Αφήνομαι, κι όλα τριγύρω μοιάζουν με παραμύθι θαλασσινό.
Βυθίζομαι ολοένα στα βαθιά νερά.
Μια γοργόνα μ’ ένα κλεφτοφάναρο πλησιάζει και με παίρνει από το χέρι.
Πια δεν είναι σκοτάδι τριγύρω.
Μπαίνουμε στην αυλή κάποιου μεγάλου σπιτιού.
Πρέπει να είναι το δικό της.
Το τραπέζι είναι στρωμένο.
- Κάθισε μου λέει.
Από ευγένεια της ζητώ πρώτη εκείνη να καθίσει.
- Σε περίμενα, συνέχισε την κουβέντα της, κι όλα ετούτα για εσένα από καιρό τα ετοίμαζα.
Της έβαλα ένα μετάξινο μαντίλι στον λαιμό.
Άπλωσα τους λίγους αστερίες που μάζεψα όσο στεκόμουν μόνος στο δωμάτιο.
Εκείνοι, σαν την είδαν με μιας χαμογέλασαν.
Φώτισε το δωμάτιο.
Χαμογέλασε εκείνη, φώτισε η ψυχή της.
Η δική μου ακολούθησε το φως που είχε απέναντι της.
Δε θέλησα να μιλήσω.
Με το μελάνι μιας σουπιάς έγραψα κάτι πάνω στον βράχο.
«Τη θάλασσα την πιο μεγάλη την βλέπω μέσα στα μάτια σου»
Άφησε το βλέμμα το παραξενεμένο στα μάτια μου.
- Όταν έχουμε το βλέμμα ενός ανθρώπου ιδιαίτερου απέναντι στο δικό μας άλλο δε μένει
να κάνουμε από το να ταξιδέψουμε εντός του.
Κι εμένα μου αρέσουν τα ταξίδια τα θαλασσινά.
Για τούτο είναι θάλασσες στην ψυχή μου τα μάτια σου.
Χαμογέλασε ξανά.
Ντράπηκαν τ’ αστέρια τα θαλασσινά για το ελάχιστό τους φως που χάθηκε στη λάμψη που
φανέρωσαν τα χείλη της.
Ένα στρείδι μεγάλο άνοιξε την αγκαλιά του κι εμείς, αγκαλιασμένοι χωθήκαμε εκεί μέσα…
Βυθίζομαι ολοένα μέσα σου.
Κι έξω πιθανό πάλι να βρέξει.
Ας ήταν τουλάχιστον στην βροχή να άφηνα δύο λέξεις γραμμένες σε λευκό πανί και να
‘ξερα πως το καράβι θα βγάλει στην αγκαλιά σου….
Ο Ιωάννης Τσιουράκης γεννήθηκε το 1976 στο Koersel, μια μικρή πόλη στην επαρχεία της Λιμβουργίας, στη Φλάνδρα του Βελγίου. Ήταν ακόμα σε πολύ μικρή ηλικία όταν η οικογένειά του επέστρεψε στην Ελλάδα. Μεγάλωσε στη πόλη της Θεσσαλονίκης όπου και έζησε μέχρι το 2000 για να επιστρέψει και πάλι το 2006. Στα χρόνια της απουσίας του έζησε στην Κομοτηνή και τη Σάμο, από τις οποίες έφυγε πλημμυρισμένος εικόνες, αρώματα κι ανθρώπους. Από το 1999 ποιήματά του δημοσιεύονται στα έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά "Εξώπολις", "Απόπλους", "Ρωγμές" και "Πάροδος", στα ηλεκτρονικά περιοδικά "Στάχτες" και "Δέλεαρ" όπως και στην ιστοσελίδα "Ανεμολόγιο". Έχει γράψει τραγούδια για το παιδικό θέατρο. Τίτλοι βιβλίων: Ήχος πλάγιος. Μόνος... (Μπαρτζουλιάνος, 2008). Τα γράμματα της Υβόννης (Δρόμων, 2010) κ.α.




(1).jpg)
.png)

