Το λιοντάρι κοιμόταν τόσο ήσυχα μέσα στη σπηλιά
που δε θα το πίστευες πως ήταν αυτό το ίδιο που είχε αφανίσει στάνες και χωριά.
Η χαίτη του χρύσιζε, ήταν μεγάλο κι ανυποψίαστο, γεμάτο εμπιστοσύνη, όπως είναι πάντα οι δυνατοί.
Εγώ κουβαλούσα μαζί μου την κατάρα της Ήρας
το βλέμμα του Ευρυσθέα σα βρεμένο ρούχο στους ώμους που σε παγώνει,
κουβαλούσα την άδικη μοίρα και τα φλογερά ρωτήματα μέσα μου.
Ξαφνικά ένιωσα πολύ κουρασμένος· θα ’θελα να κοιμηθώ πλάι στο ξανθό λιοντάρι, κολλημένος στο ζεστό τομάρι του
ν’ ακούω την ανάσα που ανεβοκατέβαζε τα πλευρά του σαν το κύμα της θάλασσας
— κάπως έτσι τον φανταζόμουνα τον πατέρα μου το Δία.
Όμως, λιοντάρι, σε ξύπνησα και σε ξεσήκωσα και προσπάθησα να σε πληγώσω με τις σαΐτες μου
κι όταν ανακλαδίστηκες κι άνοιξες το πελώριο κόκκινο στόμα σου δεν υπήρχε πια έλεος
μονάχα κρεμασμένο ανάμεσά μας εκείνο το φοβερό ή εσύ ή εγώ.
Κι ήμουν εγώ, λιοντάρι, στο τέλος, εγώ που είχα ξεχάσει και τον Ευρυσθέα και τα ρωτήματα
ήμουν εγώ που ήθελα να νικήσω και νίκησα.
Τώρα, καμιά φορά, όταν ξυπνάω τυλιγμένος το τομάρι σου
και βλέπω το νεκρό κεφάλι σου πλάι στο δικό μου
αναρωτιέμαι πώς μπόρεσα να σε σκοτώσω
αφού σ’ αγάπησα τόσο εκείνη τη στιγμή που σ’ αντίκρισα ζωντανό.
που δε θα το πίστευες πως ήταν αυτό το ίδιο που είχε αφανίσει στάνες και χωριά.
Η χαίτη του χρύσιζε, ήταν μεγάλο κι ανυποψίαστο, γεμάτο εμπιστοσύνη, όπως είναι πάντα οι δυνατοί.
Εγώ κουβαλούσα μαζί μου την κατάρα της Ήρας
το βλέμμα του Ευρυσθέα σα βρεμένο ρούχο στους ώμους που σε παγώνει,
κουβαλούσα την άδικη μοίρα και τα φλογερά ρωτήματα μέσα μου.
Ξαφνικά ένιωσα πολύ κουρασμένος· θα ’θελα να κοιμηθώ πλάι στο ξανθό λιοντάρι, κολλημένος στο ζεστό τομάρι του
ν’ ακούω την ανάσα που ανεβοκατέβαζε τα πλευρά του σαν το κύμα της θάλασσας
— κάπως έτσι τον φανταζόμουνα τον πατέρα μου το Δία.
Όμως, λιοντάρι, σε ξύπνησα και σε ξεσήκωσα και προσπάθησα να σε πληγώσω με τις σαΐτες μου
κι όταν ανακλαδίστηκες κι άνοιξες το πελώριο κόκκινο στόμα σου δεν υπήρχε πια έλεος
μονάχα κρεμασμένο ανάμεσά μας εκείνο το φοβερό ή εσύ ή εγώ.
Κι ήμουν εγώ, λιοντάρι, στο τέλος, εγώ που είχα ξεχάσει και τον Ευρυσθέα και τα ρωτήματα
ήμουν εγώ που ήθελα να νικήσω και νίκησα.
Τώρα, καμιά φορά, όταν ξυπνάω τυλιγμένος το τομάρι σου
και βλέπω το νεκρό κεφάλι σου πλάι στο δικό μου
αναρωτιέμαι πώς μπόρεσα να σε σκοτώσω
αφού σ’ αγάπησα τόσο εκείνη τη στιγμή που σ’ αντίκρισα ζωντανό.
Η Λίνα Κάσδαγλη (Κόρινθος, 1921 - 2009) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, επιμελήτρια βιβλίων και μεταφράστρια. Ακολούθησε σπουδές φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επίσης στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Έγραψε κυρίως ποιήματα και μετέφρασε πολλά έργα ξένων λογοτεχνών. Έλαβε μέρος σε επιτροπές του υπουργείου Παιδείας για τη σύνταξη των σχολικών βιβλίων στην Ελλάδα. Ήταν παντρεμένη με τον συγγραφέα Εμμανουήλ Κάσδαγλη. Η εμφάνισή της στα γράμματα έγινε με τη μετάφραση ενός ποιήματος του Γάλλου ποιητή Σαρλ Πεγκί στη Νέα Εστία, το 1943. Την ίδια περίοδο είχε ήδη δραστηριοποιηθεί στο περιοδικό Η Διάπλαση των Παίδων, στο οποίο έγραφε με το ψευδώνυμο "Ροζελάντια". Ακολούθησε η κυκλοφορία της πρώτης της ποιητικής συλλογής, το 1952 με τίτλο "Ηλιοτρόπια". Υπήρξε υπεύθυνη της έκδοσης του περιοδικού Η Οδηγός (1956-1973) από το Σώμα Ελληνίδων Οδηγών, όπου υπέγραφε με το όνομα "Θεία Νεραντζούλα". Αντιτάχθηκε στη χούντα του 1967, εκδηλώνοντας τη διαμαρτυρία της σε κείμενο που συνυπέγραψαν το 1969 άλλοι 17 συγγραφείς. Έλαβε επίσης μέρος στο πρώτο αντιστασιακό βιβλίο, που δημοσιεύτηκε το 1970 με τίτλο "Δεκαοκτώ κείμενα".