Μιὰ μέρα, ποῦ καθόμουνα σὲ κἄποιο ἀκρογιάλι
Κι' ἀνέπνεα τῆς θάλασσας τὸ μυρωμέν' ἀγέρι,
Εἶδα μιὰ νηὰ σὰ μάγισσα μπροστά μου νὰ προβάλῃ,
Καὶ νὰ βαστᾷ ἕνα γέροντα εἰς τὸ δεξί της χέρι.
Ἦταν νεράϊδα ἀληθινὴ ἡ κόρ' ἡ μαυρομμάτα
Καὶ κάναν νηὸ τὸν γέροντα τὰ τρυφερά της νειάτα.
Τὴν εἶδα καὶ μοῦ πάγωσε στῆς φλέβαις μου τὸ αἷμα
Ὅταν κι' ὁ γέρος μιὰ ματιὰ ἀγριωπὴ μοῦ δίνει·
Δὲν ξέρω τί ἐσήμαινε ἐκεῖνό του τὸ βλέμμα,
Ὅμως κ' ἐγὼ ἐψέλλισα εἰς τὴ στιγμὴ ἐκείνη,
Ὅτι κανένας εὔκολα τὰ νειάτα του χαρίζει,
Ἄχ! ὅταν τὰ γεράματα σὲ τέτοια νηὰ στηρίζῃ.
από τη συλλογή Γέλωτες, Τυπ. Ανδρέα Κορομηλά, 1880
πηγή
Ὅταν κι' ὁ γέρος μιὰ ματιὰ ἀγριωπὴ μοῦ δίνει·
Δὲν ξέρω τί ἐσήμαινε ἐκεῖνό του τὸ βλέμμα,
Ὅμως κ' ἐγὼ ἐψέλλισα εἰς τὴ στιγμὴ ἐκείνη,
Ὅτι κανένας εὔκολα τὰ νειάτα του χαρίζει,
Ἄχ! ὅταν τὰ γεράματα σὲ τέτοια νηὰ στηρίζῃ.
από τη συλλογή Γέλωτες, Τυπ. Ανδρέα Κορομηλά, 1880
πηγή
Ο Δημήτριος Κόκκος (Ανδρίτσαινα, 1856 – Αθήνα, 1891) ήταν συγγραφέας και
ποιητής του 19ου αιώνα. Ο Δημήτριος Κόκκος διέπρεψε ως ποιητής με
ισχυρή φαντασία και καλλιτεχνικό αίσθημα. Σκοτώθηκε νεώτατος (36
χρονών). Ένας παράφρονας δολοφόνος τον πυροβόλησε την ώρα που έβγαινε
από το θερινό θέατρο «Ομόνοια», στο οποίο παιζόταν το έργο του «Η Λύρα
του Γερο-Νικόλα». [Βιογραφία]