Mέσα σου εκσπερματώνω και γεννιέμαι
Γυναίκα
Και δυο φορές μαθαίνω πώς
Να σ’ αγαπώ: μάνα κι ερωμένη
Τι σημαίνει να πάλλονται
Οι φωνητικές χορδές του αηδονιού
Δεν έχεις καταλάβει: ούτε γιατί
Η αψάδα στο λαιμό του κομμένου
Τριαντάφυλλου
Σου προσφέρει πορφυρή την αμαρτία του κόσμου
Ύδωρ ανθισμένο στους μηρούς σου
Ανάσα άνασσας λαβωματιάς
Δεν έχεις καταλάβει, όμως αντέχεις˙
Με την κοιλιά να σε βαραίνει
Τρέχεις στα χωράφια να στυλώσεις
Τα σπαρτά
Γυναίκα-είσαι η ελπίδα της καμένης σάρκας
Να λιώσει ένα ακόμη μέταλλο
Πάνω σε μια αξιοπρέπεια
Προτού χαράξει η μέρα που όλους θα μας
Καταπιεί
Γυναίκα, δεν έχεις καταλάβει-δεν πειράζει
Είμαι εδώ απ’ τα πόδια σου να εξηγώ
Ποιον διάλεξε η Φύση στη φουρτούνα
Ποιος με κρατά καθώς σκουντουφλώ
Και προσπαθώ αγόρι μικρό να περπατήσω
Εδώ που μ’ έφερες
Κι όπως μέσα στις τόσες απαιτήσεις μου
Κλαις και διαμαρτύρεσαι
Εγώ δε σε παρεξηγώ-τόσα μπορεί το φως
Και άλλα τόσα
-παύει η ομορφιά ποτέ της να εργάζεται;
Κι αν κάπου κάπου
Την πλάτη σου γυρνάς και με προδίδεις
Παίρνοντας πίσω βίαια
Όλες μου τις αισθήσεις απ’ τη σάρκα μου
Όπως μόνο η σάρκα μου μπορεί
Εγώ πάλι ανάπηρος στο ποίημα ανεβαίνω
Και κλείνω με τους ίδιους στίχους
Τα ίδια πνιγμένα δάκρυα στα μάτια
Μέσα σου εκσπερματώνω και γεννιέμαι
Γυναίκα
Κι απ’ τα χείλη σου περιμένω το Θεό:
Μάνα κι ερωμένη της ζωής μου
Πλανεύτρα της βαρύτερής μου ήττας
Ουσία του ευάλωτου αγγίγματος
Παλαίστρα της τρανότερης αγάπης μου
πηγή το ιστολόγιο του ποιητή
Γυναίκα
Και δυο φορές μαθαίνω πώς
Να σ’ αγαπώ: μάνα κι ερωμένη
Τι σημαίνει να πάλλονται
Οι φωνητικές χορδές του αηδονιού
Δεν έχεις καταλάβει: ούτε γιατί
Η αψάδα στο λαιμό του κομμένου
Τριαντάφυλλου
Σου προσφέρει πορφυρή την αμαρτία του κόσμου
Ύδωρ ανθισμένο στους μηρούς σου
Ανάσα άνασσας λαβωματιάς
Δεν έχεις καταλάβει, όμως αντέχεις˙
Με την κοιλιά να σε βαραίνει
Τρέχεις στα χωράφια να στυλώσεις
Τα σπαρτά
Γυναίκα-είσαι η ελπίδα της καμένης σάρκας
Να λιώσει ένα ακόμη μέταλλο
Πάνω σε μια αξιοπρέπεια
Προτού χαράξει η μέρα που όλους θα μας
Καταπιεί
Γυναίκα, δεν έχεις καταλάβει-δεν πειράζει
Είμαι εδώ απ’ τα πόδια σου να εξηγώ
Ποιον διάλεξε η Φύση στη φουρτούνα
Ποιος με κρατά καθώς σκουντουφλώ
Και προσπαθώ αγόρι μικρό να περπατήσω
Εδώ που μ’ έφερες
Κι όπως μέσα στις τόσες απαιτήσεις μου
Κλαις και διαμαρτύρεσαι
Εγώ δε σε παρεξηγώ-τόσα μπορεί το φως
Και άλλα τόσα
-παύει η ομορφιά ποτέ της να εργάζεται;
Κι αν κάπου κάπου
Την πλάτη σου γυρνάς και με προδίδεις
Παίρνοντας πίσω βίαια
Όλες μου τις αισθήσεις απ’ τη σάρκα μου
Όπως μόνο η σάρκα μου μπορεί
Εγώ πάλι ανάπηρος στο ποίημα ανεβαίνω
Και κλείνω με τους ίδιους στίχους
Τα ίδια πνιγμένα δάκρυα στα μάτια
Μέσα σου εκσπερματώνω και γεννιέμαι
Γυναίκα
Κι απ’ τα χείλη σου περιμένω το Θεό:
Μάνα κι ερωμένη της ζωής μου
Πλανεύτρα της βαρύτερής μου ήττας
Ουσία του ευάλωτου αγγίγματος
Παλαίστρα της τρανότερης αγάπης μου
πηγή το ιστολόγιο του ποιητή
O Δημήτριος Γ. Μουζάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Κατάγεται από την Άνδρο. Σπούδασε Βιολογία και Φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Πατρών, από το οποίο έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στην Οικολογία-Διαχείριση και Προστασία του Φυσικού Περιβάλλοντος. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Τίτλοι βιβλίων: Η Αδελφότητα της Θλίψης (Δωδώνη, 2006). Υδροβάτης (Δωδώνη, 2007). Αυτάρεσκη Σιωπή (Ενδυμίων, 2009). Βρουξιστής (Σιδόντας, 2011). Βαβυλώνα (Ποιήματα Των Φίλων, 2013)