(Πρώτο σχεδίασμα)
Μια σκούρα χρυσή καμπάνα αντηχεί –
ένας εραστής σε σκοτεινό δωμάτιο ξυπνάει·
το μάγουλο στις φλόγες· φως, τρεμοπαίζοντας, στο τζάμι
χτυπάει.
Λάμπουν στο ποτάμι: κατάρτι, σκοινιά, πανί.
Ένας μοναχός, μια έγκυος γυναίκα μες στον συνωστισμό.
Κιθάρες παίζουν και αστράφτουν κόκκινες ποδιές.
Ατμόσφαιρα αποπνικτική· μες σε λάμψη χρυσή ξεραίνονται
οι καστανιές.
Μαύρη υψώνεται η εκκλησία προκαλώντας θαυμασμό.
Από μάσκα χλωμή το Πνεύμα του Κακού κοιτάζει.
Μία πλατεία σκοτεινιάζει μακάβρια και φρικτή·
Ψίθυροι, το βράδυ, στα νησιά κινούνται.
Ασαφή οιωνό το πέταγμα των πουλιών διαβάζει
ο λεπρός, που ίσως πεθάνει και σαπίσει ως την αυγή.
Στο πάρκο τ’ αδέλφια, τρέμοντας, κοιτιούνται.
Μια σκούρα χρυσή καμπάνα αντηχεί –
ένας εραστής σε σκοτεινό δωμάτιο ξυπνάει·
το μάγουλο στις φλόγες· φως, τρεμοπαίζοντας, στο τζάμι
χτυπάει.
Λάμπουν στο ποτάμι: κατάρτι, σκοινιά, πανί.
Ένας μοναχός, μια έγκυος γυναίκα μες στον συνωστισμό.
Κιθάρες παίζουν και αστράφτουν κόκκινες ποδιές.
Ατμόσφαιρα αποπνικτική· μες σε λάμψη χρυσή ξεραίνονται
οι καστανιές.
Μαύρη υψώνεται η εκκλησία προκαλώντας θαυμασμό.
Από μάσκα χλωμή το Πνεύμα του Κακού κοιτάζει.
Μία πλατεία σκοτεινιάζει μακάβρια και φρικτή·
Ψίθυροι, το βράδυ, στα νησιά κινούνται.
Ασαφή οιωνό το πέταγμα των πουλιών διαβάζει
ο λεπρός, που ίσως πεθάνει και σαπίσει ως την αυγή.
Στο πάρκο τ’ αδέλφια, τρέμοντας, κοιτιούνται.
~
μετάφραση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος
μετάφραση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος




(1).jpg)
.png)

