Μια φορά και έναν καιρό το αγριογούρουνο και το άλογο έβοσκαν πλάι-πλάι στο ίδιο μέρος. Εντούτοις, ο αγριόχοιρος μαγάριζε καθημερινά το χορτάρι και βρόμιζε τα νερά. Γι᾽ αυτό το άλογο ήθελε να τον εκδικηθεί, και με αυτήν την πρόθεση κατέφυγε στον κυνηγό και γύρεψε τη δική του συμμαχία. Ο άνθρωπος τότε έθεσε σαν όρο στο ζώο να υπομείνει τα χαλινάρια και να σηκώσει τον ίδιον στη ράχη του σαν αναβάτη· αλλιώς δεν θα ήταν σε θέση να το βοηθήσει. Το άλογο, που λέτε, συναίνεσε σε όλα. Έτσι λοιπόν ο κυνηγός το καβαλίκευσε και φυσικά νίκησε κατά κράτος τον αγριόχοιρο. Ξέρετε όμως τί έκανε μετά με το άλογο: Το έφερε και το έδεσε στο παχνί.
(Το ίδιο παθαίνουν πολλοί: Για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους όπως θέλουν, υποτάσσονται από μόνοι τους σε άλλους — τόσο απερίσκεπτους τους κάνει η λύσσα τους.)
Μετάφραση: Ιωάννης Μ. Κωνσταντάκος