Στην αίθουσα, που λίγο πριν το γέλιο αντιλαλούσε,
χώρια καθένας, έμειναν στερνοί μονάχα δύο·
εκείνη τάχα εδιάβαζε σκυμμένη ένα βιβλίο
κι αυτός βαριά στα χέρια του την κεφαλή ακουμπούσε.
Μίλημα δεν εξύπνησε τη σιγαλιά κανένα·
μα ενώ ήταν ξένοι και κοινό δεν είχαν τίποτε άλλο
παρά, ο καθένας άλλονε, τον πόνο τον μεγάλο
στραφήκαν και κοιτάχτηκαν βουβά κι απελπισμένα.
Ώρα πολλή κοιτάζονταν βουβά, κατάματα έως
που υψώσανε με απόγνωση τα χέρια ξάφνου αντάμα·
τότε κι οι δύο αναλύθηκαν στα δάκρυα και στο κλάμα·
Κι αυτή ήταν νέα κι ωραία κι αυτός επίσης νέος κι ωραίος.
~
Μίνου Ζώτου Άπαντα, επιμέλεια Κ.Σ. Κώνστας, Αθήνα, Εκδ. Κοινότητος Νεοχωρίου Παραχελωίτιδος, 1972
πηγή
Ώρα πολλή κοιτάζονταν βουβά, κατάματα έως
που υψώσανε με απόγνωση τα χέρια ξάφνου αντάμα·
τότε κι οι δύο αναλύθηκαν στα δάκρυα και στο κλάμα·
Κι αυτή ήταν νέα κι ωραία κι αυτός επίσης νέος κι ωραίος.
~
Μίνου Ζώτου Άπαντα, επιμέλεια Κ.Σ. Κώνστας, Αθήνα, Εκδ. Κοινότητος Νεοχωρίου Παραχελωίτιδος, 1972
πηγή
Ο Μίνως Ζώτος (Νιοχώρι Παραχελωίτιδος, 1905 – Νιοχώρι Παραχελωίτιδος,
1932) ήταν ποιητής. Το 1922 γράφτηκε στη νομική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών και με μεσολάβηση του Μιλτιάδη Μαλακάση διορίστηκε βοηθός ταμία
στο Δήμο Αθηναίων. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του, καθώς σύντομα
αφοσιώθηκε στην ποίηση και την ξέφρενη ζωή. Το 1928 γνωρίστηκε με τη
Μαρία Πολυδούρη που στάθηκε ο έρωτας της ζωής του. Ο θάνατός της το 1930
επιδείνωσε την κατάσταση της ήδη βεβαρημένης υγείας του. Παρά τις
προσπάθειές του να ξαναβρεί τις δυνάμεις του και την επιστροφή του στο
χωριό του το φθινόπωρο του 1932 πέθανε από φυματίωση το Δεκέμβρη του
ίδιου χρόνου σε ηλικία εικοσιεφτά μόλις χρόνων. Στο χώρο της ποίησης ο
Μίνως Ζώτος πρωτοεμφανίστηκε το 1923 από τις σελίδες του περιοδικού
Μούσα. Κείμενά του δημοσίευσε σε περιοδικά όπως τα Βίγλα (Μεσολογγίου),
Νεοελληνική Τέχνη, Νέα Εστία, Πνοή, Κίτρινος Γάτος, Ελληνική
Επιθεώρησις. Συνολικά εξέδωσε δυο ποιητικές συλλογές και δημοσίευσε λίγα
κριτικά άρθρα και ποιητικές μεταφράσεις. Η τελευταία του συλλογή
ποιημάτων με τίτλο Σουρντίνα εκδόθηκε μετά το θάνατό του σε συλλογική
έκδοση με τίτλο Άπαντα. Το ποιητικό του έργο τοποθετείται χρονικά στους
νεώτερους εκπροσώπους της ελληνικής μεσοπολεμικής ποίησης και εμφανίζει
επιρροές από τα ρεύματα του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού και
από ποιητές όπως ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο Κώστας Καρυωτάκης. Η γραφή
του είναι έντονα λυρική και συχνά ρομαντικής υφής. [Βιογραφία]