Ένας – ένας οι Ποιητές βρυκολακιάζουν.
Όταν πλησίαζε φιλικά η ασχήμια τότε αγαπούσες τα φτερά του
πάρε με, φώναζες, στα ορεινά κρύα νερά στους άγνωστους Γαλαξίες.
ό,τι δεν πρόλαβε να τελειώσει χίλιες σταγόνες στο βουνό χίλιες
πηγές, το ξωτικό γαλάζιο πουλί μια στιγμούλα, λάμψεις και αστραπές
της θυμωμένης μπόρας, μαχαίρια λάμπουν, τα μαστίγια στον αέρα.
όμως τίποτε δεν εμπόδιζε, παραδείγματος χάριν, στην άκρια της λίμνης
τον βρεγμένον όσιο Ναούμ, να συμφιλιώνει ζεύοντας την άρκτο
με τον αμνό, τους φιλόσαρκους αετούς με τα περιστέρια. μόνο η καρα κάξα
στις κορφές των θάμνων χλεύαζε τον κόσμο τάχα τραγουδώντας
αλλά τώρα, πες μου να χαρείς, ποιος έμεινε όρθιος και πιστεύει;
Σήμερα ξάφνου νεκραναστημένα κυπαρίσσια σήμερα λάμπει ο ουρανός
(μαζί με τους αρουραίους). κι αν ξυπνήσεις κάποιαν αυγή μαρμα ρωμένος
γνώριζε όλα τα βάσανα του τέλους, τάξερες. Όσα ντέρτια
έχουν τα πουλιά τα λένε πρωί – μετά όνειρα και συγκοπή. μοναδικοί
θαμώνες της σιωπής σου οι χλωμές ανταύγειες οι παραπονεμένες.
Λοιπόν, μια φορά κι ένα καιρό, στον ύπνο οι μάγισσες ξυπνούσαν
τα καημένα να ξαγρυπνήσουν τον έρωτα και τους νεκρούς. Άραγε
τόθελαν; Ά, πόσον ωραίο το φεγγαράκι που αρμενίζει σιωπηλά, τα
χελιδόνια τιτιβίζοντας στον αέρα! Αν τύχει και δεις στον δρόμο
άλογο δίχως αναβάτη, αύριο-μεθαύριο, πέρασε κι εσύ να πληρωθείς..
~
από τη συλλογή Χαιρετισμοί, εκδ. Νεφέλη, 1999
πηγή
τον βρεγμένον όσιο Ναούμ, να συμφιλιώνει ζεύοντας την άρκτο
με τον αμνό, τους φιλόσαρκους αετούς με τα περιστέρια. μόνο η καρα κάξα
στις κορφές των θάμνων χλεύαζε τον κόσμο τάχα τραγουδώντας
αλλά τώρα, πες μου να χαρείς, ποιος έμεινε όρθιος και πιστεύει;
Σήμερα ξάφνου νεκραναστημένα κυπαρίσσια σήμερα λάμπει ο ουρανός
(μαζί με τους αρουραίους). κι αν ξυπνήσεις κάποιαν αυγή μαρμα ρωμένος
γνώριζε όλα τα βάσανα του τέλους, τάξερες. Όσα ντέρτια
έχουν τα πουλιά τα λένε πρωί – μετά όνειρα και συγκοπή. μοναδικοί
θαμώνες της σιωπής σου οι χλωμές ανταύγειες οι παραπονεμένες.
Λοιπόν, μια φορά κι ένα καιρό, στον ύπνο οι μάγισσες ξυπνούσαν
τα καημένα να ξαγρυπνήσουν τον έρωτα και τους νεκρούς. Άραγε
τόθελαν; Ά, πόσον ωραίο το φεγγαράκι που αρμενίζει σιωπηλά, τα
χελιδόνια τιτιβίζοντας στον αέρα! Αν τύχει και δεις στον δρόμο
άλογο δίχως αναβάτη, αύριο-μεθαύριο, πέρασε κι εσύ να πληρωθείς..
~
από τη συλλογή Χαιρετισμοί, εκδ. Νεφέλη, 1999
πηγή
Ο Μάρκος Μέσκος (Έδεσσα, 1935 - Θεσσαλονίκη, 2019) θεωρείται ένας από
τους σημαντικότερους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.
Γεννήθηκε και πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στην Έδεσσα. Σπούδασε στο
τμήμα γραφικών τεχνών και διακόσμησης του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της
Σχολής Δοξιάδη Αθηνών, από όπου και αποφοίτησε το 1968. Αρχικά εργάστηκε
στο εμπορικό κατάστημα του πατέρα του, έπειτα, από το 1965, ως
γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία της Αθήνας, αλλά και ως
επιμελητής εκδόσεων. Από το 1981 είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, όπου
και υπήρξε συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των Χειρογράφων, ενώ το
1987-1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος των εκδόσεων της Α.Σ.Ε. Ασχολήθηκε με
διάφορα είδη λόγου, όπως την πεζογραφία και το δοκίμιο, αλλά εστίασε
κυρίως στην ποίηση. Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση στα νεοελληνικά
γράμματα ήταν το 1956 με το ποίημα Ειρήνη στο περιοδικό Επιθεώρηση
Τέχνης, όπου χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κούλης Αυγερινός. Ποιήματά του
μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Συνεργάστηκε με ποιήματά και
μελέτες του στα περιοδικά Επιθεώρηση Τέχνης, Εφημερίδα των ποιητών,
Καινούργια Εποχή, Νέα Εστία, Νέα Πορεία, Ο Λογοτέχνης, Μαρτυρίες,
Σημειώσεις, Δεκαπενθήμερος Πολίτης, Αντί, Ελίτροχος, Το Δέντρο, Γράμματα
και Τέχνες κ.ά. Το ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Μέσκου έχει μια
ιδιότυπη θέση στη μεταπολεμική λογοτεχνία, κυρίως λόγω της ταυτόχρονης
διασύνδεσης του με την παράδοση και τη νεοτερικότητα. Ο Μέσκος ήταν
πολιτικοποιημένος και αυτό φαίνεται και στις συνεντεύξεις του, στις
οποίες είχε αναφερθεί στις πληγές του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, την
αριστερά, τη δεξιά και τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Έδειξε
συμπάθεια στην αριστερά και είχε αυτοχαρακτηριστεί ως «ουμανιστής
κομμουνιστής χωρίς κομματική ταυτότητα».