Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Συνεντεύξεις λογοτεχνών από το παρελθόν: «Ναπολέων Λαπαθιώτης»

Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» στις 9.4.1938 και προκάλεσε σκάνδαλο, όχι για το περιεχόμενό της αλλά για το αυτόγραφο ανέκδοτο ποίημα που συνόδευε τη συνέντευξη και που θεωρήθηκε άσεμνο –να θυμίσουμε ότι όλα αυτά γίνονταν μεσούσης της δικτατορίας του Μεταξά. Ο Γ. Περαστικός είναι ο ποιητής Γ. Μυλωνογιάννης, επιστήθιος φίλος του Λαπαθιώτη. (Το χειρόγραφο του ποιήματος "Επεισόδιο" ΕΔΩ)

Γ. Περαστικός: Για να γνωρίσουμε τον άνθρωπο -τον άνθρωπο που ολόκληρη η ζωή του είναι ένας θρύλος, ωραιοποιημένος, αλλά και γεμάτος σπαραγμό- δεν είναι και τόσο εύκολο πράγμα. Η γνωριμία μας, που έγινε από την πρώτη μέρα μια από τις θερμές και αγαπημένες φιλίες της ζωής μου, ξεπερνάει τα δέκα χρόνια. Κι όμως, ξέροντας καλά τον άνθρωπο -αφού πρωτύτερα είχα γνωρίσει κι είχα αγαπήσει τον ποιητή- ομολογώ πως ξεκίνησα μ’ αρκετό δισταγμό για να πάω να τον συναντήσω και να τον παρακαλέσω να μου πει λίγα πράγματα για τη ζωή του και το έργο του, για τους αναγνώστες των «Νεοελληνικών Γραμμάτων».

Όλοι του οι φίλοι ξέρουνε πως ο ποιητής, αντίθετα απ’ ό,τι δείχνεται καμιά φορά, αποφεύγει συστηματικά το θόρυβο γύρω από το άτομο. Ενοχλείται; Δεν είναι ακριβώς η κατάλληλη λέξη, κι όμως μπορώ να πω πως πηγαίνοντας να τον συναντήσω είχα το φόβο, παρ’ όλη τη στενή φιλία που μας συνδέει, πως η επίσκεψή μου μπορούσε να τον στενοχωρήσει.

Είναι άλλωστε γνωστό πως ο ποιητής είχε περάσει ένα ψυχικό δράμα τον τελευταίο καιρό: Έχασε τη μητέρα του, που τη λάτρευε περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο. Στα τραγούδια που δημοσίεψεν έπειτα, άφησε να φανεί όλος ο σπαραγμός της λεπτής κι ευαίσθητης ψυχής του, γι’ αυτή την τραγωδία της ζωής του. Γιατί κείνο που έχει συγκινήσει βαθύτερα το Λαπαθιώτη είναι το δράμα του θανάτου.

Σχεδόν ένα χρόνο τώρα, λοιπόν, έχει αποτραβηχτεί -αυτός, ο εραστής της ζωής- από τον κόσμο και, κλεισμένος τον περισσότερο καιρό στο γνωστό παλιό σπίτι του των Εξαρχείων -αληθινό μεσαιωνικό φρούριο- ζει με τις συγκινήσεις που του προσφέρει ο εαυτός του και το αγαπημένο του περιβάλλον, με το οποίο έχει συνδέσει την ύπαρξή του. Η μόνη του σχεδόν συντροφιά είναι οι γατούλες του -δεκαεφτά τον αριθμό πρώτα, μα με το να του πεθαίνουνε κάθε τόσο, μόλις οχτώ σήμερα- που κυριολεκτικά τις λατρεύει, και η μόνη του παρηγοριά η μουσική, τα βιβλία και η φροντίδα του έργου του.

Στο αυστηρό και λιτό γραφείο του, με τις ψηλές ως το ταβάνι βιβλιοθήκες και ράφια, πνιγμένα στα βιβλία, με τα λίγα σπάνια κομψοτεχνήματα και έργα τέχνης που στολίζουνε τους τοίχους και τις εταζέρες, ένα περίεργο κηροπήγιο πάνω στο τραπέζι της εργασίας του, που η τέχνη του λες κι έχει την καταγωγή της στα ωραία χρόνια της Αναγέννησης, το μεγάλο βαρύ πιάνο στη γωνία -ο ποιητής είναι ένας εξαιρετικός πιανίστας και συγχρόνως ένας εκλεκτός συνθέτης- εκείνο που τραβά αμέσως τη ματιά του επισκέπτη είναι ένα μεγάλο πορτραίτο, κρεμασμένο κατάντικρα, στον τοίχο. Έργο απαράμιλλης τέχνης του Εγγλέζου καλλιτέχνη Πωλ Σουών, που είχε περάσει πριν από εικοσπέντε χρόνια από την Ελλάδα και είχε συνδεθεί με τους εκλεκτότερους εκπροσώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών του τόπου μας, το Χρηστομάνο, τον Παπαντωνίου, το Θεοτόκη, το Ροδοκανάκη, τον Ταγκόπουλο και άλλους, παριστάνει το Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στα εικοσπέντε του χρόνια. Και βλέποντάς τον νομίζεις πραγματικά πως το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϋ» του Ουάιλντ βρίσκεται μπροστά σου. Είναι τόση η υποβολή που εξασκεί πάνω σου, μέσα σε κείνο το παράξενο περιβάλλον, το σχεδόν μυστικοπαθές, με τα παλιά ολόγυρα, που καθένα έχει διανύσει τη ζωή του και μιλάει πια με την ωραία και νοσταλγική γλώσσα των αναμνήσεων μονάχα, ώστε δεν μπορεί να μη μείνεις μια στιγμή σαν αλλοπαρμένος, βλέποντας το καλλιτεχνικό αυτό αριστούργημα, που καθρεφτίζει τη λαμπηδόνα μιας ζωής αφιερωμένης στη λατρεία του Ωραίου.

ΕΠΤΑ ΠΟΛΕΙΣ ΕΡΙΖΟΥΣΙΝ...


Σ’ αυτό το παράξενο και γεμάτο μυστικούς τρόμους και αναμνήσεις περιβάλλον, συνάντησα μιαν από τις τελευταίες μέρες τον ποιητή κι αγαπημένο μου φίλο Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Το σούρουπο έπεφτε αργά και στο θαμπό φως της αραχνιασμένης κι απέραντης κάμαρας, όπου οι σκιές και τα πράγματα σαν να ’παιρναν ξαφνικά ζωή κι άρχιζαν να μας κυκλώνουν, ενώ ο ποιητής ετοιμάζεται για να βγούμε μαζί έξω, αρχίζω στα ενδιάμεσα της συνομιλίας μας να του υποβάλλω σποραδικά και τις ερωτήσεις μου. Ξέρω πως το μεγάλο και σκανδαλώδες ζήτημα είναι η ηλικία του. Άλλοι τον βγάζουν δέκα ή είκοσι χρόνια μικρότερον κι άλλοι πολύ μεγαλύτερον απ’ ό,τι είναι. Ωστόσο ο ποιητής διατηρείται ο ίδιος πάντα, αγέραστος και νέος, όπως και τότε που τον γνώρισα, πριν από δέκα και περισσότερα χρόνια. Γι’ αυτό αφήνω κατά μέρος αυτή την ερώτηση και τον παρακαλώ να μου πει πού γεννήθηκε. Η απάντηση είναι απροσδόκητη:

- «Γεννήθηκα», μου λέει, «και μεγάλωσα στην Αθήνα, φέρω όμως στο αίμα μου τα ίχνη της συνεργασίας διαφόρων τόπων:  της Κύπρου, της Ύδρας, της Κορίνθου, των Καλαβρύτων, του Μεσολογγιού και των Πατρών…»

- «Δηλαδή επτά πόλεις ερίζουσιν…»

Ο ποιητής γελάει καλόκαρδα.

- «Αλήθεια;» μου λέει. «Εφτά είναι; …Κι όμως αυτή η ποικιλία των διασταυρώσεων με θέλγει, γιατί έτσι δεν ανήκω πουθενά.»

Πραγματικά, τι ευτυχισμένη σύμπτωση! Ο πατέρας του κατάγεται από το χωριό Λάπαθο της Κύπρου -απ’ όπου και το όνομα- η μητέρα του ήταν απ’ την Ύδρα. Διάφοροι άλλοι πρόγονοι είχαν τις ρίζες τους στις παραπάνω πόλεις, έτσι που ο ποιητής να ’χει μέσα στις φλέβες του μια ποικίλη διασταύρωση αιμάτων.

- «Ποιες σπουδές κάνατε;» τον ρωτώ.

- «Σπούδασα νομικά, μου απαντά, εντελώς τυχαία και με αρκετή μάλιστα αντιπάθεια σ’ αυτή την επιστήμη. Το αποφάσισα αυτό απ’ έξω απ’ το Πανεπιστήμιο, πέντε λεπτά πριν εγγραφώ για φοιτητής! Κι έφτασα, Θε μου, μέχρι του να πάρω και δίπλωμα, -ευτυχώς μονάχα με "καλώς"…Οι άλλες μου σπουδές ήταν: Γαλλικά, Εγγλέζικα και πιάνο. Απ’ αυτά, δεν απέφεραν καρπούς, παρά μόνο το πιάνο και τα Γαλλικά.»

ΤΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ


Η απάντησή του αυτή μ’ έκανε να θυμηθώ πως και τα Εγγλέζικα τού απέφεραν, αφού, καθώς είναι γνωστό, μετέφρασε αριστουργηματικά το περίφημο έργο "Η μηχανή που τρέχει στο χρόνο" του Ουέλς κι αφού ακόμα του δώσανε την ευκαιρία να γνωρίζει τ’ αριστουργήματα της εγγλέζικης λογοτεχνίας από το πρωτότυπο. Μα αφήνω την παρατήρηση αυτή κατά μέρος και συνεχίζω τις ερωτήσεις μου.

Το μισοσκόταδο του γραφείου του πυκνώνεται ολοένα και περισσότερο, γίνεται πιο βαθύ και υποβλητικό. Η νύχτα απλώνει τα σκοτεινά της πέπλα ολόγυρά μας. Μόλις διακρίνω πια το ευγενικό προφίλ του συνομιλητή μου, καθώς είναι βυθισμένος στους στοχασμούς και στην αναπόληση των περασμένων. Και καθώς τον ρωτώ να μου πει αν θυμάται κανένα χαρακτηριστικό της παιδικής του ζωής, τον ακούω να μου απαντά μ’ ένα τετράστιχο, που το απαγγέλλει αργά και συγκινημένα:

«Ω, αν θυμούμαι! Μα δεν ζω παρά στα περασμένα!
Δεν αγαπώ παρά τα περασμένα,
δεν είμαι παρά μ’ ό,τι έχει χαθεί.
Τ’ άλλα όλα, κατά βάθος, μού είναι ξένα.»


Μια σιωπή μεγάλη και καταθλιπτική απλώνεται ολόγυρά μας. Νιώθω τη συγκίνηση του ποιητή να γίνεται και δική μου συγκίνηση και τη σέβομαι για πολλή ώρα. Ύστερα όμως ο σκοπός της επίσκεψής μου με υποχρεώνει να συνεχίσω:

- «Από την οικογένειά σας συναντήσατε ενίσχυση ή αντίδραση στη φιλολογική σας κλίση;» τον ρωτώ.

- «Το σπίτι μου ήταν ανέκαθεν πολιτισμένο: Ενίσχυση από όλες τις μεριές.»

- «Και πότε πρωτογράψατε;»

- «Εφτά χρονών, παίζοντας με χρωματιστά μολύβια. Το πρώτο ποίημά μου, το διατηρώ ακόμα, σ’ ένα παιδικό μου λεύκωμα, όλο μουντζούρες και χαλκομανίες…»

- «Ποιο είναι το πρώτο σας έργο;»

- «Τυπωμένο, κανένα ευτυχώς.»
 

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΥΠΩΘΗΚΕ


Είναι πασίγνωστη και αρκετά σκανδαλιστική η αντιπάθεια του ποιητή στα...τυπωμένα βιβλία. Ο ίδιος, παρ’ όλο που ανήγγειλε επανειλημμένα διάφορες εκδόσεις βιβλίων του, δεν τύπωσε ποτέ κανένα. Θυμάμαι μάλιστα πως κάποτε, πριν από 8-9 χρόνια πηγαίναμε μαζί κάθε βράδυ στο τυπογραφείο των «Μουσικών Χρονικών» του κ. Ιωσήφ Παπαδόπουλου και κάναμε τις διορθώσεις ενός βιβλίου του. Όλα ήσαν έτοιμα, ώς και τα κλισέ ακόμα -κάτι ωραιότατα σχέδια του Κλώνη-, η στοιχειοθεσία είχε τελειώσει, μα στο τέλος οι δισταγμοί επικράτησαν και το βιβλίο…δεν τυπώθηκε!

Κι όμως ο Λαπαθιώτης είναι από τους ελάχιστους σύγχρονους ποιητές μας που έχει έργο - ένα έργο προσωπικό, μοναδικό μέσ’ στη φιλολογία μας. Τον παρακαλώ να μου πει πού πρωτοδημοσίεψε.

- «Η τιμή αυτή ανήκει στην "Εστία"», μου απαντά. «Ένα παιδικό μου ποίημα πρωτομπήκε εκεί, από ένα φίλο δημοσιογράφο. Αυτή ήταν και η μόνη μου επαφή με το φύλλο αυτό, με το οποίο με χωρίζουν έκτοτε αμοιβαίες -αμοιβαίες, ευτυχώς για μένα!- αντιπάθειες… Πρώτες μου εμφανίσεις σοβαρότερες στο "Νουμά", στην "Ηγησώ", στα "Παναθήναια".»

- «Ποιο έργο σας προτιμάτε;»

- «Πάντα εκείνο που θα ήθελα να γράψω.»

- «Έχετε ανέκδοτη εργασία;»

- «Πολλή και διαφόρων ποιοτήτων.»

- «Ποιες είναι οι συνήθειές σας όταν γράφετε;»

- «Καμιά τάξη σ’ αυτό! Αναλόγως. Έν’ άρπαγμα τυχαίο, στο ύπαιθρο ή στο γραφείο μου, μέσ’ στη σιωπή ή μέσ’ στο θόρυβο, - αλλά πάντοτε σ’ ευδιάθετες στιγμές, τις ασυννέφιαστες ώρες της ζωής μου. Τότε νιώθω τη βαθειά μελαγχολία που με οιστρηλατεί στο καθετί.»

- «Δουλεύετε επίμονα τα κείμενά σας ή εμπιστευόσαστε στην πρώτη σας έμπνευση;»

- «Επίμονα κι υπομονητικά. Πολλές φορές αφήνω κατιτί, για να το ξαναπιάσω μετά χρόνια. Και περιμένω προ παντός να ξανάβρω τη συγγενική διάθεση που μ’ εκίνησε να το πρωτοσυλλάβω.»
 

ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΤΟΥ


Έχει πια σκοτεινιάσει για καλά και ο ποιητής ανάβει τη μικρή λάμπα του γραφείου του -στο σπίτι του, παλιό αρχοντικό, δεν έχει ηλεχτρικό- , που το θαμπό της φως γεμίζει με σκιές το δωμάτιο: τις σκιές των περασμένων. Είναι έτοιμος τώρα να βγούμε μαζί, μα τον παρακαλώ να περιμένει λίγο, για να τον ρωτήσω μερικά πράγματα ακόμα. Και πρώτα - πρώτα ποιους αγαπά από την παγκόσμια φιλολογία, παλιά και νέα.

- «Πολλούς», μου λέει. «Έρωτές μου, κατά περιόδους, ήταν ο Πόε, ο Άντερσεν, ο Αντρέγεφ, ο Λαφόργκ, ο Ουάιλντ, ο Μαίτερλινκ, ο Ταγκόρ, ο Σαμαίν - κι απ’ τους δικούς μας ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παπαδιαμάντης κι ο Καβάφης. Δεν σας λέω ποιους δεν αγαπώ, γιατί θ’ απορούσατε, - και πολύ δικαίως…»

- «Και ποιο βιβλίο έχετε διαβάσει περισσότερες φορές στη ζωή σας;»

- «Κανένα περισσότερο από δυο φορές.»

- «Τι σας δίνει περισσότερη χαρά και ξεκούραση στις ώρες της σχολής σας;»

- «Η μουσική, το βιβλίο, -κι οι γάτες μου. Οι γάτες μου, έπειτ’ από τους γονείς μου, είναι οι τελευταίοι συγγενείς μου, κι απ’ τους φίλους μου, οι πιο αγαπημένοι.»

Και μια ερώτηση λίγο παράδοξη:

- «Ποιο ρόλο έπαιξε η γυναίκα στην καλλιτεχνική σας δημιουργία;»


Μα η απάντηση έρχεται κατηγορηματική:

- «Κανένα και ποτέ. Δεν νιώθω τη γυναίκα παρά μόνο σα μητέρα κι αδελφή. Με άλλη όψη δεν υπάρχει καν για μένα. Εξαιρώ τις μεγαλοφυείς γυναίκες, τις επιστήμονες και τις ποιήτριες· αλλ’ αυτές τις βάζω με τους άνδρες... Στα παιδικά μου χρόνια είχα κάποιες έντονες συμπάθειες αλλά στην ακαθόριστη εκείνη ηλικία, τη μεταβατική, συμβαίνουν, κάποτε, τέτοιες διαστροφές…»

- «Θα προτιμούσατε να ’χετε ζήσει σε μιαν άλλη εποχή της ανθρωπότητας;»

- «Ίσως λίγο αργότερα: την εποχή που η ανθρωπότης θα ’χει ξεπεράσει τη σημερινή της αθλιότητα και που θα ’χει πια επικρατήσει μια αντίληψη πιο φωτεινή και δικαιότερη.»

ΤΑ ΑΙΩΝΙΑ, ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ, Τ' ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΑ


Συνεχίζουμε τη συνομιλία μας και ο ποιητής μού μιλάει με νοσταλγία και μ’ αγάπη για τα ταξίδια που έκανε, μικρός στην Ιταλία και στη Γαλλία και μεγάλος στην Αίγυπτο, για την οποία ξέρω πως έχει γράψει και ωραιότατες σελίδες, που έχουνε μείνει ανέκδοτες μέχρι σήμερα. Ύστερα, όταν τον ρωτώ αν έχει κανένα δημιουργικό όνειρο για το μέλλον, παίρνω την απροσδόκητη απάντηση:

- «Κανένα απολύτως.»

- «Κι από τι εμπνεόσαστε περισσότερο;»

- «Μόνον από το δράμα του θανάτου.»

- «Τι όνειρο κάνετε για την ανθρωπότητα;»

- «Ν’ αποκτήσει την ελεύθερη συνείδηση, να λυτρωθεί από ό,τι της διαστρέφει τη σκέψη και τα πεπρωμένα. Να ξαναβρεί το δρόμο της Αγάπης, της Ισότητος και της Δικαιοσύνης, που είναι σήμερα γράμματα νεκρά. Ν’ αναπνεύσει, να σκεφθεί και να πολιτισθεί… Τότε μόνο θα εξιλεωθεί για τα εγκλήματα και τις ηλιθιότητες, που την εξωθούν, από άγνοια, να κάνει…»

- «Η μέχρι σήμερα εργασία σας ώς ποιο σημείο σάς ικανοποιεί;»

- «Καθόλου δεν με ικανοποιεί, σε τίποτε.»

- «Μα τότε, γιατί γράφετε;»

- «Γράφω, γιατί μ’ αρέσει, -τίποτ’ άλλο.»

- «Πώς βλέπετε πνευματικά και καλλιτεχνικά τον τόπο μας;»

- «Επιπόλαιο κι ανόητο, -έξω από μερικές, πολύ ελάχιστες, εξαιρέσεις.»

- «Είστε, λοιπόν, απαισιόδοξος για την πνευματική και καλλιτεχνική μας εξέλιξη;»

- «Προς το παρόν, όχι και τόσο απαισιόδοξος.»

Τον παρακαλώ να μου πει κανένα επεισόδιο από την τόσο πλούσια φιλολογική του ζωή. Μα ο ποιητής αρνείται:

- «Όχι, μου απαντά, γιατί ίσως να τρομάζατε! Το καλύτερο, και για τους δυο μας, είναι να σταθούμε ώς εδώ.»

Αφού το θέλει, δεν μπορώ να επιμείνω. Μα ο πειρασμός με σπρώχνει να του κάνω μια τελευταία ερώτηση:

- «Τι γνώμη έχετε για τη "μοντέρνα" ποίηση;»


Η απάντησή του είναι επιγραμματική και φωτεινή συγχρόνως, τέτοια που θα ’δινε κάθε αληθινός καλλιτέχνης:

- «Δεν έχω καμία σχέση με τη μόδα της "μοντέρνας" τέχνης. Δεν έχω σχέση με κανένα είδος μόδας. Δεν μ’ ενδιαφέρουν παρά τα αιώνια, τα θεμελιώδη, τ’ αναλλοίωτα.»

Κι ενώ κατεβαίνουμε προς τα Εξάρχεια, αντηχούνε ακόμα στ’ αφτιά μου οι τρεις τελευταίες λέξεις του ποιητή: «Τα αιώνια, τα θεμελιώδη, τ’ αναλλοίωτα…» Μέσα σ’ αυτές τις τρεις επιγραμματικές λέξεις, δεν κλείνεται τάχα όλο το μυστικό της τέχνης;

Γ. ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ

πηγή της συνέντευξης

Βιογραφία: Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης