(I)
Γυρνώντας από το ταξίδι
θα βρω έναν έρωτα.
Πηγαίνοντας στο ταξίδι
θα βρω έναν έρωτα.
Καλύτερα στο γυρισμό να βρω τον έρωτα,
να τον φέρω γρήγορα στο σπίτι.
Περπατώντας στην Πατησίων
θα σκοντάψω στον έρωτα,
Θα ’ναι μια τρύπια δεκάρα,
δε θα τη μαζεύει κανείς.
Θα πάρω μια αλυσιδίτσα,
θα την κρεμάσω στο λαιμό μου.
Όλο στο σπίτι μέσα
θα περιμένω τον έρωτα.
Σηκώνοντας το ακουστικό
θα ορμάει της λεωφόρου ο θόρυβος.
Πάνω και κάτω βηματίζοντας
του κουδουνιού θα προσμένω το χτύπημα.
Θα πλαγιάζω μαζί με τον έρωτα.
Το ξυπνητήρι θα βάζω του έρωτα.
Θα ψήνω καφέ, θα βάφω παπούτσια κατάμαυρα.
Υποχείριος θα ’μαι του έρωτα.
Ποτέ μονάχος πια,
δούλος ιερός του έρωτα.
Ομίχλης σύννεφο στο σπίτι ο έρωτας.
Με φώτα θα διέρχομαι τους διαδρόμους του.
Σαν μαξιλάρι πουπουλένιο ο έρωτας,
για πνίξιμο αθόρυβο κατάλληλος.
Αχ, μουλιασμένος με λαγνείας οράματα
περπατώ στης Αθήνας τα κράσπεδα.
(II)
Κλεισμένος είμαι
καρτεράω το μήνυμα.
Κι άλλα σινιάλα μάζεψα που έκανες∙
το χέρι που απάνω μου ξεχάστηκε,
θερμό ιδιαίτερα της χειραψίας σου το σφίξιμο,
και το φιλί αποχαιρετισμού δεν έμοιαζε.
Κάποιο σημείωμα,
κάποιο βαθύ ξεμακρισμένο τηλεφώνημα
από το δορυφόρο θα χυμήξει επάνω μου.
Του βλέμματός σου θα ’ναι η αντανάκλαση,
λάμψη μεταλλική στο αεροδρόμιο,
την ώρα που περνούσες απ’ τον έλεγχο.
Γελούνε γύρω, για κορόιδο μ’ έχουνε.
Ούτε για πασατέμπο τέτοια δεν τους φτάνουνε.
Μα εγώ τραβάω στις λεωφόρους σαν αόμματος,
ζέστα βαθιά ανακαλύπτω μέσα μου,
καθώς μ’ όλα τα ράκη μου τυλίγομαι
και εισχωρώ μες στην καρδιά της χόβολης.
Το νιώθω τώρα πως θα ’ρθεις,
αν έχει, φτάνει μόνο που με κοίταξες,
εμένα τον ουτιδανό, τον άσχημο,
τον τιποτένιο, το φριχτό και τον απαίσιο.
Αχ, θέλω να τ’ ακούσω από το στόμα σου,
μια γεύση κι εγώ να ’χω απ’ το μαρτύριο.
Ευτυχισμένος πέφτω στο κρεβάτι μου,
δε νιώθω πια την επανάσταση της σάρκας μου.
Εσύ με νοιάζεις και θα έρθεις κάποτε.
Μπορώ να περιμένω χρόνους άπειρους,
να περπατώ και να μη βλέπω γύρω μου.
Έστω για να με φτύσεις, έλα κάποτε.
(III)
Μόνο το σπίτι μου υπάρχει,
όλα τ’ άλλα χάθηκαν.
Είσαι μέσα εσύ, είσαι εντός,
με καρτεράς που έρχομαι.
Περνάς απ’ τις πολύξερες τις κάμαρες,
τη σκόνη παίρνεις, τη φριχτή σκουριά,
το τόσο χνούδι που κρυφομαζεύτηκε.
Το μεσημέρι με τη λήξη της δουλειάς,
χυμάω σαν το σίφουνα ερχόμενος.
Τρία ποτάμια διασχίζω ολοφούσκωτα.
Ούτε ο Έβρος είναι, ούτε ο Αξιός,
ούτε ο Αλιάκμονας, δικός μας ποταμός:
Σταδίου, Πανεπιστημίου και Ακαδήμειας.
Συμπλέκομαι με άλλους βιαστικούς,
δεν ξέρω αν το κάνουνε επίτηδες.
Κοιτάω στην πλατεία τους αναρχικούς,
τις κλούβες πιο εκεί κι αντιπαρέρχομαι.
Καιρό δεν έχουμε γι’ αυτά,
κοιτάω το μπαλκόνι φλογιζόμενος.
Αχ, βάζω το κλειδί όπως στον έρωτα.
Το σπίτι ευωδιάζει απ’ την ανάσα σου,
τα μέλη σου ανθούνε στο ημίφωτο.
Έλα και τύλιξέ με, δε ζητώ φαΐ,
δεν θέλω ύπνο, μιας στιγμής ξεκούραση.
Ακούμπα με, με το κορμί σου ντύσε με.
Κλειστά τα παραθύρια,
πεσμένα όλα τα παραπετάσματα.
Δεν μας χρειάζονται τα ξένα βλέμματα,
ούτε οι φωνές, ούτε τα ξένα βήματα.
Χαμηλωμένο ας μένει το τηλέφωνο.
Στα μάτια κοίταξέ με, καταδέξου με.
(1980)
Ο Γιώργος Ιωάννου (Θεσσαλονίκη, 1927 - Αθήνα, 1985) ήταν Έλληνας
λογοτέχνης. Το 1954 διορίστηκε βοηθός στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας της
Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Παραιτήθηκε όμως γρήγορα (1955) και
προσελήφθη στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου δίδαξε ένα χρόνο. Την περίοδο
1956-1959 δίδαξε σε ιδιωτικά γυμνάσια της Αθήνας και της επαρχίας, ενώ
παράλληλα ήταν και τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Διαγώνιος στο
οποίο το 1959 δημοσίευσε 18 ποιήματα. Το 1960 διορίστηκε στη δημόσια
εκπαίδευση και τοποθετήθηκε στο Καστρί Κυνουρίας. Το 1961 άρχισε να
γράφει τα πρώτα του πεζά έργα και αποσπάστηκε στη Βεγγάζη της Λιβύης
όπου ίδρυσε το Ελληνικό Γυμνάσιο. Από τη Λιβύη επέστρεψε στην Κυνουρία
το 1963. Το 1964 κυκλοφόρησε το "Για ένα φιλότιμο" το πρώτο του βιβλίο
με πεζογραφήματα. Μετά το 1974 έγινε βασικό μέλος της επιτροπής που
ετοίμασε το Ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού και ο εισηγητής των
περισσότερων κειμένων που ανθολογήθηκαν από το 1975 στα Νεοελληνικά
αναγνώσματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το 1979 μετατέθηκε ως
γυμνασιάρχης στο Καρλόβασι της Σάμου, αλλά παρέμεινε αποσπασμένος στο
υπουργείο Παιδείας. Το 1980 ο Ιωάννου κέρδισε το πρώτο κρατικό βραβείο
πεζογραφίας για το βιβλίο του "Το δικό μας αίμα". Το 1981 εξέδωσε το
θεατρικό έργο για παιδιά Το αυγό της κότας. Μετά το θάνατό του εκδόθηκε
το παιδικό ανάγνωσμά του Ο Πίκος και η Πίκα (1986). Επιπλέον ασχολήθηκε
εντατικά και συστηματικά με τη νεοελληνική παράδοση, καταγράφοντας και
εκδίδοντας δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του θεάτρου σκιών. Το
1985 μετά από εγχειρητικό σηψαιμικό σοκ πέθανε στο Σισμανόγλειο
νοσοκομείο. [Τίτλοι βιβλίων]