Σαν ήμαστε μικρά παιδιά
δεν πρόφτασαν να μας κρατήσουν οι γονείς μας απ’ το χέρι
και να μας πάνε πουθενά
ήτανε κιόλας σκοτωμένοι άρρωστοι ή χαμένοι.
Τότε αντί για καλημέρα λέγαμε
έως πότε έως πότε έως πότε
αντί για καληνύχτα σιωπούσαμε
σχεδιάζοντας μες στην αμφιβολία της νύχτας
παιγνίδια και χαρές στο νέο καιρό της λευτεριάς.
Τότε το ωραίο κορίτσι μας το λέγαμε Γιολάντα.
Η Γιολάντα
μας πότιζε πίκρα και μίσος
έτσι καθώς καμάρωνε τ’ απόγευμα απ’ το παράθυρό της
ντυμένη του προσώπου της το φως και το γαλάζιο φόρεμά της
χωρίς πληγές χωρίς καημό και αίματα
ξεχειλισμένη αληθινό φαΐ και τη γλυκιά ομορφιά της.
Τη βλέπαμε για μια στιγμή μέσα στα μάτια κ’ έλαμπε
ύστερα βλέπαμε το δρόμο που έλαμπε πάντα και μας καλούσε
για τις ουρές της διανομής και τη σκληρή μαυραγορά
που ήτανε θέα απροσπέλαστη σαν έτοιμο μαχαίρι.
Θυμούμαστε πως στον κόρφο μας
φώλιαζε ένα πουλί
μας εκρατούσε από το χέρι η περηφάνια
μας εκρατούσε από το χέρι η οργή
και προχωρούσαμε
με τ’ όραμα μισού πέδιλου από λάστιχο αυτοκίνητου
με τ’ όραμα μισού σπυριού μπομπότας.
Δε μας εγύρισε πίσω ποτέ η βροχή
κι ο άνεμος που μας σώριαζε στο δρόμο.
Τα ξεσχισμένα πόδια μας δε χάθηκαν στη λάσπη
φυλάξαμε τα μάτια μας να μην τα σβήσει η καταχνιά
τα ξυλιασμένα χέρια μας κρατούσαν την καρδιά μας
μην τη σκοτώσει η ανημποριά μην την κερδίσει η πίκρα.
Κι όταν πούλαγε η μάνα μας τα ρούχα της και τα χρυσαφικά της
για ένα κινίνο ή δυο κλωνιά σταφίδα
εμείς μαθαίναμε να περιμένουμε τη λευτεριά.
Δεν κλάψαμε ποτέ.
δεν πρόφτασαν να μας κρατήσουν οι γονείς μας απ’ το χέρι
και να μας πάνε πουθενά
ήτανε κιόλας σκοτωμένοι άρρωστοι ή χαμένοι.
Τότε αντί για καλημέρα λέγαμε
έως πότε έως πότε έως πότε
αντί για καληνύχτα σιωπούσαμε
σχεδιάζοντας μες στην αμφιβολία της νύχτας
παιγνίδια και χαρές στο νέο καιρό της λευτεριάς.
Τότε το ωραίο κορίτσι μας το λέγαμε Γιολάντα.
Η Γιολάντα
μας πότιζε πίκρα και μίσος
έτσι καθώς καμάρωνε τ’ απόγευμα απ’ το παράθυρό της
ντυμένη του προσώπου της το φως και το γαλάζιο φόρεμά της
χωρίς πληγές χωρίς καημό και αίματα
ξεχειλισμένη αληθινό φαΐ και τη γλυκιά ομορφιά της.
Τη βλέπαμε για μια στιγμή μέσα στα μάτια κ’ έλαμπε
ύστερα βλέπαμε το δρόμο που έλαμπε πάντα και μας καλούσε
για τις ουρές της διανομής και τη σκληρή μαυραγορά
που ήτανε θέα απροσπέλαστη σαν έτοιμο μαχαίρι.
Θυμούμαστε πως στον κόρφο μας
φώλιαζε ένα πουλί
μας εκρατούσε από το χέρι η περηφάνια
μας εκρατούσε από το χέρι η οργή
και προχωρούσαμε
με τ’ όραμα μισού πέδιλου από λάστιχο αυτοκίνητου
με τ’ όραμα μισού σπυριού μπομπότας.
Δε μας εγύρισε πίσω ποτέ η βροχή
κι ο άνεμος που μας σώριαζε στο δρόμο.
Τα ξεσχισμένα πόδια μας δε χάθηκαν στη λάσπη
φυλάξαμε τα μάτια μας να μην τα σβήσει η καταχνιά
τα ξυλιασμένα χέρια μας κρατούσαν την καρδιά μας
μην τη σκοτώσει η ανημποριά μην την κερδίσει η πίκρα.
Κι όταν πούλαγε η μάνα μας τα ρούχα της και τα χρυσαφικά της
για ένα κινίνο ή δυο κλωνιά σταφίδα
εμείς μαθαίναμε να περιμένουμε τη λευτεριά.
Δεν κλάψαμε ποτέ.
~
Θωμάς Γκόρπας ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ [1957-1983] εκδ. ποταμός
Ο Θωμάς Γκόρπας (Μεσολόγγι, 1935 - Αθήνα, 2003) ήταν Έλληνας ποιητής,
δημοσιογράφος και συγγραφέας. Από το 1954 έζησε στην Αθήνα, από το 1975
έως το 1980 στο Παρίσι, και από το 1990 μοίραζε τον καιρό του ανάμεσα
στην Αθήνα και την Αίγινα. Πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής στο έκτο τεύχος
του περιοδικού Ο Λογοτέχνης τον Ιανουάριο του 1957 με το ποίημα «Αθήνα
1956, οδός Αθηνάς». Πρώτη ποιητική συλλογή του ήταν η «πλακέτα»
Σπασμένος καιρός του 1957. Οι συλλογές του εκδόθηκαν το 1995 σε ένα
συγκεντρωτικό τόμο, σύμφωνα και με το «Σχεδίασμα εργοβιβλιογραφίας» της
Άρτεμης Θεοδωρίδου. Τελευταίο βιβλίο του ήταν το 1995 το Ισιδώρα!
Ισιδώρα! Ο τραγικός έρωτας της Ντάνκαν με τον ποιητή Γεσένιν. Έκανε
πολλά επαγγέλματα πριν και μετά τη δημοσιογραφία (εργάτης, λογιστής,
βιβλιοπώλης, εκδότης). Υπήρξε συντάκτης στις εφημερίδες Ανεξάρτητος
Τύπος, Μεσημβρινή, Εξπρές, Νέα Πολιτεία και στα περιοδικά Ρουμελιώτικο
Ημερολόγιο, Ρουμελιώτικη Βίγλα, Ο Λογοτέχνης, Η Τέχνη στην Αθήνα, Η
Καλλιτεχνική, Μουσικά Θέματα, Πολιτικά Θέματα. Ήταν σύμβουλος έκδοσης
της Ποιητικής Αντι-Ανθολογίας του Δημήτρη Ιατρόπουλου. Έγραψε για τον
κινηματογράφο και την τηλεόραση, για το ρεμπέτικο και τον Καραγκιόζη,
δίδαξε σε θεατρική σχολή, στήριξε την πρωτοπορία στο θέατρο, στον
κινηματογράφο και στα εικαστικά, υπερασπίστηκε το λαϊκό τραγούδι.
Ασχολήθηκε με τη στήριξη κλασικών έργων, τη συγγραφή προλόγων, εισαγωγών
και βιογραφικών, με τη μετάφραση, απόδοση διασκευή και συμπλήρωση
έργων. Το 1979 ο Γκόρπας εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Πρώτο Διεθνές
Φεστιβάλ Ποίησης Μπιτ στην Όστια της Ρώμης. [Βιογραφία]