Και στ’ αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
για τον κίτρινο καπνό κάτω στον δρόμο που γλιστρά
τρίβοντας τη ράχη του στα τζάμια˙
θα υπάρξει χρόνος, θα υπάρξει χρόνος
προετοιμάζοντας ένα πρόσωπο να συναντήσει τα πρόσωπα που συναντάς˙
για τον κίτρινο καπνό κάτω στον δρόμο που γλιστρά
τρίβοντας τη ράχη του στα τζάμια˙
θα υπάρξει χρόνος, θα υπάρξει χρόνος
προετοιμάζοντας ένα πρόσωπο να συναντήσει τα πρόσωπα που συναντάς˙
θα υπάρξει χρόνος να σκοτώσεις και να δημιουργήσεις,
και χρόνος για όλα τα έργα και τις μέρες των χεριών
που ανασηκώνονται και σου σερβίρουν ένα ερώτημα στο πιάτο˙
χρόνος για σένα και χρόνος για μένα,
κι ακόμα χρόνος για εκατοντάδες διλήμματα,
για εκατοντάδες θεωρήσεις κι αναθεωρήσεις,
προτού τη φρυγανιά και το τσάι να αγγίξεις
Μέσα στον κάμαρα γυναίκες έρχονται και πάνε
για τον Μικελάντζελο μιλάνε.
Και στ’ αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
να αναρωτηθείς «τολμάς» και «τολμώ;»
Χρόνος πίσω να κοιτάξω και τα σκαλιά να κατεβώ,
στη φύτρα των μαλλιών μ’ ένα σημείο φαλακρό-
(Θα πουν: «πώς αδυνατίσανε έτσι τα μαλλιά του!»)
Το επίσημό μου πανωφόρι, το κολάρο μου σφιχτοδεμένο στο σαγόνι,
η γραβάτα μου κονομημένη και σεμνή, στερεωμένη με καρφίτσα απλή-
(Θα πουν: «πώς αδυνατίσανε τα χέρια και τα πόδια του!»)
Τολμώ
το σύμπαν να ταράξω;
Για μια στιγμή υπάρχει χρόνος
γι’ αποφάσεις κι αναθεωρήσεις που θ’ ανατρέψει μια στιγμή.
Για όλα όσα έχω γνωρίσει, γνωρίζοντάς τα όλα-
γνωρίζοντας τα πρωινά, τ’ απόβραδα, τα δειλινά,
έχω μετρήσει τη ζωή μου με κουταλάκια του καφέ˙
ξέρω πως σβήνουν θανάσιμα πως καταρρέουν οι φωνές
σ΄ένα δωμάτιο μακρινό πίσω απ’ τις μουσικές.
Και πώς να υποθέσω;
[...]
Κι έχω γνωρίσει ήδη τα χέρια, γνωρίζοντάς τα όλα αυτά-
χέρια με βραχιόλια και λευκά και γυμνά
(αλλά στο φως της λάμπας, με χνούδι ξανθό κατεβασμένα!)
Είναι τ’ άρωμα απ’ το φουστάνι
που εκτός θέματος με βγάζει;
Χέρια σ’ ένα τραπέζι απλωμένα, αλλιώς με σάλι τυλιγμένα.
Κι αν θα μπορούσα να τολμήσω;
Και πώς θα έπρεπε ν’ αρχίσω;
[...]
Και θα είχε μια αξία, ύστερα απ’ όλα αυτά,
μετά τις κούπες, το τσάι, τις μαρμελάδες,
ανάμεσα στις κουβέντες μας, ανάμεσα σε πορσελάνες,
θα είχε μια αξία αυτό,
το ζήτημα μ’ ένα χαμόγελο να καταπιώ,
το σύμπαν σε μια μπάλα να χωρέσω
ερώτηση συντριπτική κυλώντας την αυτή να σημαδέψω,
να πω: «Είμαι ο Λάζαρος, απ’ τους νεκρούς αναστημένος,
να έρθω σε όλους σας να πω, τα πάντα να σας πω»-
Αν κάποιος, τακτοποιώντας το κεφάλι της στο μαξιλάρι
θα έλεγε: «Δεν εννούσα καθόλου αυτό.
Καθόλου, όχι αυτό».
Και θ΄άξιζε εντέλει, ύστερα από όλα αυτά,
Θ’ άξιζε,
μετά τα ηλιοβασιλέματα, τα φλυτζάνια του τσαγιού, τις φούστες που
σέρνονται σ’ ορόφους-
κι αυτό, και τόσα άλλα;-
Αδύνατον να πω επακριβώς τι εννοώ!
Μα σαν ένας μαγικός φανός που διαπερνά τα νεύρα αποτυπώνοντάς τα
σε οθόνη:
Θ’ άξιζε
αν κάποιος, τακτοποιώντας το μαξιλάρι ή βγάζοντας το σάλι,
και στρεφόμενος προς το παράθυρο, έλεγε:
«Καθόλου δεν είναι αυτό,
με τίποτα, δεν εννούσα αυτό»
[...]
Γερνάω... Γερνάω...
Τα μπατζάκια μου θ’ αρχίσω να γυρνάω.
Χωρίστρα να φέρω τα μαλλιά μου από πίσω; Τολμώ να φάω ένα ροδάκινο;
Θα φορέσω λευκά φανελένια παντελόνια, και θα περπατώ στην παραλία.
Έχω ακούσει τις γοργόνες να τραγουδούν, μία προς μία.
Δεν νομίζω πως θα τραγουδήσουνε σε μένα.
Τις έχω δει στην ακροθαλασσιά στα κύματα καβάλα
χτενίζοντας τη λευκή χαίτη των κυμάτων στη θαλάσσια αύρα
τα νερά σηκώνοντας ο άνεμος άσπρα και μαύρα.
Στα δωμάτια της θάλασας με θαλασσοκόριτσα
στεφανωμένα με φύκια καφεκόκκινα ξεχαστήκαμε
μέχρι που ανθρώπινες φωνές μάς ξυπνούν, και πνιγήκαμε.
~
από T.S.Eliot, Η 'Ερημη Χώρα, Προύφροκ, Οι Κούφιοι Άνθρωποι,
Μετάφραση: Γιάννης Αντιόχου, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017
Γεννήθηκε στην Αμερική (1888-1965) με καταγωγή από αριστοκρατική
οικογένεια της Βοστώνης. Σε ηλικία 25 ετών εγκαταστάθηκε στην Αγγλία. Το
1927 ασπάστηκε την Αγγλικανική θρησκεία και αποκήρυξε την αμερικανική
του υπηκοότητα. Έγινε γνωστός με το ποίημά του The Love Song of J.
Alfred Prufrock (1915). Ακολούθησαν έργα που θεωρούνται αριστουργήματα
The Waste Land («Έρημη Χώρα», 1922), The Hollow Men («Οι Κούφιοι
Άνθρωποι», 1925), Four Quartets («Τέσσερα κουαρτέτα», 1943). Έγραψε και
αρκετά πετυχημένα θεατρικά έργα. Παίζονται ακόμα το Murder in the
Cathedral («Φονικό στην Εκκλησιά», 1935) και το The Cocktail Party
(1949). Το 1948 βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας.