Σκότωσα άνθρωπο
επιτέλους τον ξεφορτώθηκα
με αργό ρυθμό βασανιστηρίων
τη βδελυρή μου πράξη να απολαμβάνω.
επιτέλους τον ξεφορτώθηκα
με αργό ρυθμό βασανιστηρίων
τη βδελυρή μου πράξη να απολαμβάνω.
Τον κατακρεούργησα
Ψαλίδισα πρώτα το κεφάλι
μετά ξεκοίλιασα τα μάτια
αν τολμάει τώρα
ας με κοιτάξει αδιάφορα.
Άλειψα με κόλαση τον κορμό
παράδεισο να μην γνωρίσει.
Άφησα μόνο τα πόδια
κρεμασμένα σε αναπηρική κορνίζα
για παραδειγματισμό.
-Κι έγινες δήμιος
έβαψες τα χέρια σου με αίμα
μιας ανάπηρης φωτογραφίας;
Αφού δεν έφευγε τι να έκανα;
Την έδιωχνα έξω
με σπρωξιές κλοτσιές με κατάρες.
Την πέταγα στο σκουπιδιάρικο
γινόταν πολτός
Μέσα πάλι την έβρισκα
ακέραιη πάλι θρονιασμένη
στο ίδιο
πάλι αδιάφορο βλέμμα της.
-Λάθος πίκρα σκότωσες.
Αυτή που σε φαρμάκωνε
ζει.
~
Κική Δημουλά, Δημόσιος Καιρός, Eκδόσεις Ίκαρος, 2014
πηγή
πηγή
Η Κική Δημουλά (Αθήνα, 1931 - Αθήνα, 2020) ήταν ποιήτρια της δεύτερης
μεταπολεμικής γενιάς και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα
της ποίησης. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949
έως και το 1973. Υπήρξε πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη
(κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών). Έκανε την
εμφάνιση της στα γράμματα το 1952, σε ηλικία 19 χρονών, με τη ποιητική
συλλογή «Ποιήματα», όμως μετά από λίγο αποκήρυξε εκείνη την πρώτη
συλλογή της. Η επίσημη είσοδός της στην ποίηση έγινε το 1956, με τη
συλλογή «Έρεβος». Αργότερα ήρθαν οι «Ερήμην», «Επί τα ίχνη» και η
συλλογή «Το λίγο του κόσμου» για την οποία τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό
Βραβείο Ποιήσεως. Το Κρατικό Βραβείο Ποίησης απέσπασε η συλλογή της
«Χαίρε ποτέ», ενώ το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της απονεμήθηκε για
την «Εφηβεία της λήθης», στην οποία περιλαμβάνεται το ποίημα «Σαν να διάλεξες»,
όπου η ποιήτρια συνδέει μια βόλτα στη λαϊκή αγορά με το μοιραίο του
θανάτου. Ακολούθησαν οι συλλογές «Ενός λεπτού μαζί», «Ήχος
απομακρύνσεων», «Εκτός σχεδίου», «Χλόη θερμοκηπίου», «Μεταφερθήκαμε
παραπλεύρως», «Τα Εύρετρα », «Δημόσιος Καιρός» και «Ανω τελεία».
Παντρεύτηκε τον ποιητή Άθω Δημουλά, το 1954.
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα». [Βιογραφία]
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα». [Βιογραφία]