«Εγώ είμαι που είχα πει: θα σ’ αγαπώ για πάντα.
Μα όσο περνούν τα χρόνια το για πάντα
όλο και τρέμει πιο πολύ σαν αναφιλητό
κι η αγάπη είναι μια λέξη που αποφεύγουμε
όπως τα μάτια αυτών που γύρισαν από εξορία – και που
θα ξαναπάν […]
Από μια μοναξιά σ’ άλλη περνάμε – αυτό είναι όλο,
αφήνουμε τα χέρια που κρατούσαμε ως τώρα
(χωρίς να μάθουμε ποτέ μας πως μας είχαν χρόνια πριν
εγκαταλείψει)
ζητώντας άλλα χέρια που κι αυτά θα μας εγκαταλείψουν
– μα τι χέρια να ‘ναι αυτά;
Τουλάχιστον αυτή τη μοναξιά την είχες συνηθίσει,
ήξερες πια τους τοίχους, τις γωνιές, να μη σκοντάφτεις στο
σκοτάδι,
ήξερες να μην πέφτεις πάνω στις πληγές των άλλων
γνώριζες τα βήματα του «κανείς…»
και το συρτό αλύχτημα της επιθυμίας στα σωθικά σου.
Τουλάχιστον αυτή τη μοναξιά την ήξερες,
γιατί γυρεύεις άλλη; …
– Όχι, μη, μη μου μορφάζεις στο σκοτάδι σαν πληγή,
δεν είμαι εγώ που στήνω αυτό το δίλημμα,
εγώ παραμιλώ – άμμος μεθυσμένη από ήλιους και κύματα,
άμμος που πίστη δεν κρατάει, μα επιθυμία μονάχα…
Παραμιλώ γιατί φοβάμαι
το ξέγδαρμα της μέρας που περνάει και φεύγει
τη σκόνη στα γαρίφαλα των βάζων
τους στοιχειωμένους δρόμους, τ’ αυτοκίνητο
που σταματάει μπροστά στον κήπο
– να, σβήνει τώρα τα χρυσά λεπρά του μάτια,
άκου τον παφλασμό της πόρτας του ( σα να πέφτει
και να πνίγεται ένα κορμί στην ίδια του σκιά).
Έρχονται φίλοι που άλλοτε αγωνίζονταν, και τώρα
σταδιοδρομούν,
γεμίζουνε τις κάμαρες προσέχοντας να μην αγγίξουν
τα χθεσινά τους λόγια που έμειναν με βλέφαρα ανοιχτά
πάνω στους τοίχους,
πίνουν, καπνίζουν σαν ερείπια
μαθαίνοντας ο ένας στον άλλον πως γίνεται κανείς,
από άνθρωπος, σκιά – φοβάμαι,
είναι στιγμές που κιτρινίζουν τα πόδια μου
κι ας είμαι ακόμα νέα, νέα πολύ,
τριγυρισμένη από θροΐσματα αστεριών
και στίχους νοτισμένους απ’ το πρόσωπό σου…
Με τα βαριά πολυταξιδεμένα μου ριγμένα τώρα
απ’ τους ανέμους σ’ άλλα πρόσωπα,
πόσο θα σε κρατήσω ακόμα, πόσο,
φως κουρασμένο μέσα μου,
άσπιλη νοσταλγία – πόσο ακόμα; –
με τα μαλλιά ριγμένα τώρα σ’ άλλα πρόσωπα…»
~
Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, Ύψιλον/ βιβλία
Ο Βύρων Λεοντάρης (Νιγρίτα Σερρών, 1932 - Αθήνα, 2014) ήταν ποιητής και
κριτικός δοκιμιογράφος της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Πέρασε τα
πρώτα χρόνια της ζωής του στη Σάμο, από όπου καταγόταν, και το 1939
εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική
Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1952-1956) και εργάστηκε ως δικηγόρος.
Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με την ποίηση, ενώ δημοσίευσε επίσης
κριτικά δοκίμια. Πρωτοεμφανίστηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή
"Γενική αίσθηση". Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Κριτική", "Εφημερίδα των
Ποιητών", "Μανδραγόρας", "Επιθεώρηση Τέχνης" και άλλα. Εξέδωσε το
δοκιμιακό τόμο για τον Αλεξανδρινό Καβάφη ο έγκλειστος. Το ποιητικό του
έργο τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής ποιητικής γενιάς.
Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και τουρκικά. Το 1997 έλαβε
το Κρατικό Βραβείο ποίησης για το έργο του "Εν γη αλμυρά". Μια
σημαντική λυρική φωνή, της ελληνικής λογοτεχνίας. Σύζυγος του Βύρωνα
Λεοντάρη είναι η ποιήτρια Ζέφη Δαράκη.