Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου,
έσκυβε και με ρωτούσε, «Τι έχεις αγόρι μου;»
Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου,
έσκυβε και με ρωτούσε, «Τι έχεις αγόρι μου;»
Δε μίλαγα, μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από 'σένα.
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι,
ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια,
όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής, ήταν που αργούσες ακόμα,
όταν τη νύχτα κοίταζα τα αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου και άνοιγα,
δεν ήταν κανείς, κάπου όμως μες στον κόσμο
ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά, θυμάσαι;
μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει
μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Μα και βέβαια με γνώριζες.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει
μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Θυμάσαι αλήθεια την πρώτη μεγάλη μέρα μας;
Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα
έν' απλό φτηνό φόρεμα, μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο.
Οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια.
Σου πήγαινε στο πρόσωπο σου ο ήλιος
σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο
κι αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή - σου πήγαινε.
Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα.
Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα
έν' απλό φτηνό φόρεμα, μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο.
Οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια.
Σου πήγαινε στο πρόσωπο σου ο ήλιος
σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο
κι αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή - σου πήγαινε.
Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα.
Βαδίζαμε δίχως λέξη. Μα και τι να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου τόσο μεγάλα.
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου τόσο μεγάλα.
Ένα παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις λεμονάδες του.
Ήπιαμε μια στα δυο.
Κι αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου.
Κι αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου.
Τι σου είπε λοιπόν;
Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου.
Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου.
Δεν μπορεί, κάτι θα σου είπε.
Το ξενοδοχείο ήταν μικρό σε μια παλιά συνοικία πλάι στο σταθμό
που μες στην αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουμε τα τραίνα.
Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό,
εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που
κράταγα πρώτη φορά γυμνό αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα
στο τέλος να κρατήσω - πόσο σου πήγαιναν.
που μες στην αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουμε τα τραίνα.
Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό,
εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που
κράταγα πρώτη φορά γυμνό αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα
στο τέλος να κρατήσω - πόσο σου πήγαιναν.
Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ... έβρεχε.
Ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα.
Έτρεμε στ' ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα.
"Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις", έγραφε.
Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες,
σαν ένα μικρό παιδικό φέρετρο μέσα στη σκόνη.
Πού είσαι λοιπόν; πες μου, πού είσαι;
Πού είσαι λοιπόν; πες μου, πού είσαι;
σ' αναζητάω σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας
σ' ένα σπίτι που 'πιασε φωτιά.
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω.
Δε θα χτυπούσες καν την πόρτα.
Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα.
Η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα 'λυνες ξαφνικά
εκείνα τ' ασύγκριτα τυραννικά μαλλιά σου.
Η παλιά ντουλάπα θα 'τρεχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια
θα σου 'βγαζε τα παπούτσια.
Θα γελούσαν οι καθρέφτες,
θα ξυπνούσαν οι γείτονες...
Όλα έχουν μείνει όπως τα 'φησες θα σου 'λεγα.
Κι η χτένα σου, να τη εκεί.
Κι η χτένα σου, να τη εκεί.
Η μαύρη μεγάλη χτένα σου,
σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα.
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος
σε παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες στη μεγάλη σου άνοιξη.
Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ' αγαπώ.
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει.
Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου πάνω στο χιόνι,
εμένα είναι ο κόσμος μου.
Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις.
Θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, κι αν αυτό σε πειράζει
μπορώ να 'ρχομαι πίσω σου σα σκυλί.
Κι όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάσει
δε θα 'ναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών,
μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της.
Ποδοπάτησέ με να 'χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ' αγγίζεις...
~
Ο Τάσος Λειβαδίτης (Αθήνα, 1922, - Αθήνα, 1988) ήταν γιος του Λύσανδρου
Λειβαδίτη και της Βασιλικής Κοντοπούλου. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η
ποίηση. Τις σπουδές του διέκοψαν η γερμανική κατοχή και η συνακόλουθη
ένταξή του στην Αντίσταση και στράτευσή του στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διάρκεια
της κατοχής πέθανε ο κατεστραμμένος οικονομικά πατέρας του και το 1951,
ενώ ο ποιητής ήταν εξορισμένος στη Μακρόνησο, η μητέρα του. Είχε τέσσερα
μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Στα 1943, εν μέσω
της Κατοχής, αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Νέων Ελλήνων
Λογοτεχνών. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στον χώρο της
αριστεράς. Τον αποκάλεσαν «Ποιητή του Έρωτα και της Επανάστασης». Το
1946 παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα, παιδική του φίλη και πολύτιμη σύντροφο
σε ολόκληρη τη ζωή του. Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε και την πρώτη
του εμφάνιση στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του ποιήματός του Το
τραγούδι του Χατζηδημήτρη στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα. Το 1947
συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού Θεμέλιο. Την τετραετία 1948-1952
εξορίστηκε στο Μούδρο, τον Άη- Στράτη και τη Μακρόνησο μαζί με άλλους
αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενος, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Άρης
Αλεξάνδρου, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί άλλοι και συνέχισε να γράφει
ποιήματα. Το 1952 σημειώθηκαν οι εκδόσεις των έργων του Μάχη στην άκρη
της νύχτας και Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας. Τρία χρόνια αργότερα
οδηγήθηκε σε δίκη στο Πενταμελές Εφετείο με αφορμή την ποιητική συλλογή
του Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου και αθωώθηκε πανηγυρικά. Σταθμό
στην ποιητική του διαδρομή και σχηματικό ορόσημο της πορείας του προς τη
δεύτερη, εσωτερικότερη και υπαρξιακής αγωνίας, φάση της δημιουργίας του
αποτέλεσε κατά τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας το βιβλίο του Οι
γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958). Το 1986 εξέδωσε τη συλλογή του
Βιολέτες για μια εποχή που θεωρήθηκε ως το κύκνειο άσμα του. Μετά το
θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο
Χειρόγραφα του Φθινοπώρου. Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο
Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του Φυσάει
στα σταυροδρόμια του κόσμου), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου
Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του Συμφωνία αρ.Ι), το Β΄ Κρατικό Βραβείο
Ποίησης (1976 για τη συλλογή Βιολί για μονόχειρα), το Α΄ Κρατικό Βραβείο
Ποίησης (1979 για το Εγχειρίδιο ευθανασίας). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της
Εταιρείας Συγγραφέων. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη, το
Μάνο Λοΐζο, το Γιώργο Τσαγγάρη και άλλους έλληνες συνθέτες. Η ποίηση
του Τάσου Λειβαδίτη κυριαρχείται από την σπαρακτική υπαρξιακή του
αγωνία, η οποία εκδηλώνεται αρχικά ως έκφραση τρυφερότητας και συμπόνιας
στα πλαίσια του αισιόδοξου σοσιαλιστικού ρεαλισμού και στη δεύτερη φάση
του έργου του ως εσωτερική αναδίπλωση και αναζήτηση του νοήματος της
ζωής στο παρελθόν μετά από τη διάψευση των προσδοκιών και την προδοσία
του καλλιτέχνη ως αγωνιστή για έναν καλύτερο κόσμο. [βιογραφία]