Πες πως η πόλη αυτή έχει δέκα εκατομμύρια ψυχές
άλλοι ζούνε σε μέγαρα, άλλοι σε τρύπες μικρές
κ όμως δεν έχει θέση για μας, αγάπη μου, δεν έχει θέση για εμάς.
Είχαμε κάποτε μια πατρίδα και μας φαίνονταν όλα καλά,
ψάξε μέσα στον Άτλαντα και θα την εβρείς κειδά
τώρα να πάμε εκεί δεν μπορούμε, αγάπη μου, να πάμε εκεί δεν μπορούμε.
Στο κοιμητήρι του χωριού ένα σμιλάγκι μεγαλώνει
κάθε άνοιξη απ’ την αρχή μες στο άνθος φουντώνει
άλλοι ζούνε σε μέγαρα, άλλοι σε τρύπες μικρές
κ όμως δεν έχει θέση για μας, αγάπη μου, δεν έχει θέση για εμάς.
Είχαμε κάποτε μια πατρίδα και μας φαίνονταν όλα καλά,
ψάξε μέσα στον Άτλαντα και θα την εβρείς κειδά
τώρα να πάμε εκεί δεν μπορούμε, αγάπη μου, να πάμε εκεί δεν μπορούμε.
Στο κοιμητήρι του χωριού ένα σμιλάγκι μεγαλώνει
κάθε άνοιξη απ’ την αρχή μες στο άνθος φουντώνει
τα παλιά διαβατήρια δεν μπορούν να το κάνουν, αγάπη μου, δεν μπορούν να το κάνουν.
Ο πρόξενος είπε χτυπώντας το γραφείο του εμπρός
“Αν δεν έχεις το διαβατήριο, τυπικά θεωρείσαι νεκρός”
όμως να που ακόμα ζούμε, αγάπη μου, να που ακόμα ζούμε.
Πήγα σε μια επιτροπή, έκαστα να ξαποστάσω
με παρακάλεσαν ευγενικά του χρόνου να ξαναπεράσω
όμως σήμερα πού θα πάμε, αγάπη μου, σήμερα πού θα πάμε;
Ήρθα σε μια συγκέντρωση’ σηκώθηκε ο ομιλητής να πει
“Αν τους αφήσουμε να μπουν, θε να μας κλέψουν το ψωμί”
Μιλούσε για σένα και για μένα, αγάπη μου, για σένα και για μένα.
Σαν ν’ άκουσα μπουμπουνητά στα ουράνια να κατρακυλούν
ήταν ο Χίτλερ στην Ευρώπη, που έλεγε “Πρέπει να εξοντωθούν”
Α, μας είχε στο νου του, αγάπη μου, μας είχε στο νου του.
Είδα μια σκυλίτσα που φορούσε μια ζακέτα κουμπωμένη,
είδα μια πόρτα ολάνοιχτη και μια γάτα να μπαίνει:
όμως δεν ήταν Γερμανοεβραίοι, αγάπη μου, δεν ήταν Γερμανοεβραίοι.
Τράβηξα στο λιμάνι, στο μόλο στάθηκα μπροστά,
είδα τα ψάρια να τρέχουν στο νερό, δε ζούνε στη σκλαβιά:
μόλις τρία μέτρα μακριά μου, αγάπη μου, τρία μέτρα μακριά μου.
Περπάτησα σ’ ένα δάσος, είδα στα δένδρα τα πουλιά’
δεν είχανε πολιτικούς και κελαηδούσαν χαρωπά:
δεν ήταν άνθρωποι σαν και μας, αγάπη μου, δεν ήταν σαν και μας.
Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα χιλιώροφα κτίρια
με χίλιες πόρτες και χίλια παραθύρια
ούτε ένα δεν ήταν δικό μας, αγάπη μου, δεν ήταν δικό μας.
Στάθηκα μες στο χιόνι που ‘πεφτε σε μια ανοιχτή πεδιάδα
δέκα χιλιάδες στρατιώτες βάδιζαν στην αράδα:
Ψάχναν για μας τους δυο, αγάπη μου, ψάχναν για μας τους δυο.
~
Μετάφραση: Κλείτος Κύρου
Ο Ουίσταν Χιου Ώντεν (Wystan Hugh Auden) (1907, Γιορκ της Αγγλίας -1973, Βιέννη) υπήρξε ο ύπατος ποιητής της γενιάς του, που ονομάστηκε «Γενιά του Ώντεν» είτε αλλιώς, «Γενιά του ’30». Τον είπαν ποιητή του τέλειου στίχου. Εισήγαγε την καθημερινή γλώσσα στην αγγλική ποίηση γράφοντας στίχους πολιτικούς και στοχαστικούς, δραματικούς και τολμηρούς. Χωρίς σταθερό εισόδημα και μόνιμο επάγγελμα, γενναιόδωρος και ταπεινός, έμπρακτα φιλάνθρωπος, πεισματικά αδιάφορος για την εμφάνισή του, υπήρξε ωστόσο υποδειγματικά απαιτητικός με το έργο του. Με την πεποίθηση πως το ποίημα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, σε κάθε νέα έκδοση των Απάντων του επέστρεφε στα τετρακόσια περίπου ποιήματα που απαρτίζουν το corpus, για να προσθέσει ή να εξοβελίσει κάποιο, να διορθώσεις ένα στίχο, ν’ αποκρυσταλλώσει το σύνολο, συμφωνώντας με τον Βαλερύ πως «ένα έργο τέχνης δεν το ολοκληρώνεις ποτέ, απλώς το εγκαταλείπεις». Πέρασε τη ζωή του διδάσκοντας λογοτεχνία σε πανεπιστήμια. Τη νύχτας της 28ης-29ης Σεπτεμβρίου 1973, μετά από μια δημόσια ανάγνωση στη Βιέννη, έσβησε στον ύπνο του από καρδιακή προσβολή, μέσα σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. «Την εποχή που πέθανε ο Έλιοτ (1965), ο οποίος είχε κληρονομήσει τη θέση του Γέητς, ήταν αυτονόητο πως ο Ώντεν είναι πράγματι ο διάδοχός του» (Encyclopaedia Britannica).