Ι
Νωχέλεια του πενιουάρ, ραχάτικος καφές
Και πορτοκάλια στη σαιζλόγκ
Κι η πράσινη ανεξαρτησία ενός παπαγάλου
Πάνω στο χαλί σμίγουν να διαλύσουν
Την ιερή σιγή της αρχαίας θυσίας.
Η γυναίκα ονειροπολεί και νιώθει τη σκοτεινή
Επιρροή εκείνης της παλιάς τραγωδίας
Νωχέλεια του πενιουάρ, ραχάτικος καφές
Και πορτοκάλια στη σαιζλόγκ
Κι η πράσινη ανεξαρτησία ενός παπαγάλου
Πάνω στο χαλί σμίγουν να διαλύσουν
Την ιερή σιγή της αρχαίας θυσίας.
Η γυναίκα ονειροπολεί και νιώθει τη σκοτεινή
Επιρροή εκείνης της παλιάς τραγωδίας
Σαν ίσκιους που μαυρίζουν γύρω από φωτεινά νερά.
Τα ξύλινα πορτοκάλια και τα πράσινα, παρδαλά φτερά
Μοιάζουν με πράγματα σε μια κηδεία
Που περνάει αθόρυβα σε άπλετα νερά.
Η μέρα είναι σα θάλασσα σιωπηλή,
Μαρμαρωμένη, καθώς περνούν τα ονειροπόλα πόδια της
Στο δρόμο για την πένθιμη Παλαιστίνη
Επικράτεια του αίματος και του τάφου.
II
Γιατί να δώσει τα πλούτη της στους νεκρούς;
Τι αξίζει η θεότητα που έρχεται μόνο
Σε σιωπηλές σκιές και σε όνειρα;
Δε θα βρει στη ζεστασιά του ήλιου
Στα φρούτα τα ξινά και τα πράσινα παρδαλά φτερά
Σε κάθε βάλσαμο ή ομορφιά της γης
Κάτι που να λατρέψει σαν την ιδέα του Θεού;
Η θεότητα πρέπει να ζει μέσα της:
Πάθη της βροχής η αθυμία στο χιόνι που πέφτει,
Θρήνοι μοναξιάς ή έξαλλες χαρές
Μέσα στην άνθηση του δάσους, βίαια
Αισθήματα σε βροχερούς δρόμους τις νύχτες
Του φθινοπώρου, όλες οι χαρές και όλοι οι πόνοι
Στη θύμηση των φύλλων του καλοκαιριού
Και των γυμνών κλαδιών του χειμώνα
Αυτά είναι τα καθορισμένα όρια της ψυχής της.
III
Ο Δίας μέσα στα σύννεφα δε βγήκε από ανθρώπινη κοιλιά.
Μάνα δεν τον θήλασε, γλυκιά πατρίδα δεν έβαλε
Έμπνευση μεγαλόπρεπη στο μυθικό του νου.
Πέρασε ανάμεσά μας σαν άρχοντας με χαμηλή
Φωνή, εξαίσιος μέσα στους αυλικούς του,
Ώσπου το αίμα μας σε μια αγνή ένωση με τον
Ουρανό, έφερε τέτοια ανταπόδοση στον πόθο μας
Οι ίδιοι οι αυλικοί την ένιωσαν σ’ ένα αστέρι,
θ ’ αποτύχει το αίμα μας; Ή θα γίνει αίμα του παραδείσου;
Και θα μείνει η γη ο μόνος παράδεισος που ξέρουμε;
Ο ουρανός θα είναι πιο φιλικός απ’ ό,τι είναι τώρα
Ένα μέρος μόχθου κι ένα μέρος πόνου,
Και δεύτερος σε δόξα απ ’ την καρτερική αγάπη,
Όχι αυτό το διχασμένο κι αδιάφορο γαλάζιο.
IV
Λέει αυτή, «Τι χαρά μου δίνουν τα πουλιά το πρωί
Πριν πετάξουν όταν με τα γλυκά τους ερωτήματα
Ελέγχουν τη σταθερότητα των βροχερών τοπίων
Αλλά όταν φύγουν τα πουλιά και τα θερμά τοπία τους
Δεν επιστρέφουν, που είναι τότε ο παράδεισος;»
Δεν υπάρχει χώρος προφητείας
Ούτε αρχαία χίμαιρα του τάφου,
Ούτε υπόγειος ουρανός, ούτε νησί
Μελωδίας όπου τα υποδέχονται πνεύματα,
Ούτε φασματικός νότος, ούτε νεφελώδης φοίνικας
Απόμακρος σε ουράνιο λόφο, που να διήρκεσε
Όσο το πράσινο του Απρίλη, η που θα διαρκέσει
Όπως η θύμηση της από ξυπνήματα πουλιών
Είτε ο πόθος της για Ιούνιο και δειλινό που
Ταράζει το ερωτικό φτερούγισμα της χελιδόνας.
V
Λέει αυτή, «και στη χαρά ακόμη, νιώθω
Την ανάγκη μιας άφθαρτης ευτυχίας».
Ο θάνατος είναι ο πλάστης της ομορφιάς, άρα
Απ' αυτόν μόνο θα γίνει η εκπλήρωση των πόθων
Και των ονείρων μας. Αν και σκορπίζει τα φύλλα
Σίγουρης καταστροφής στο πέρασμά μας,
Το δρόμο που η άρρωστη οδύνη πήρε,
Τους πολλούς δρόμους όπου ο θρίαμβος έκρουσε
Τον αναιδή του ήχο, ή ο έρωτας ψιθύρισε
Λόγια τρυφερά, κάνει τη λεύκα να τρέμει
Στη λιακάδα για χάρη κοριτσιών που είχαν
Συνήθεια να κάθονται να βλέπουν το γρασίδι,
Παραδομένο εκεί στα πόδια τους. Κάνει
Τ' αγόρια να στοιβάζουν σε πήλινα πιάτα
Φρέσκα δαμάσκηνα κι αχλάδια. Τα κορίτσια τα γεύονται
Κι ερωτευμένα αφήνονται πάνω στα χαλιά των φύλλων.
VI
Δεν υπάρχει κρούσμα θανάτου στον παράδεισο;
Ώριμα φρούτα δεν πέφτουν εκεί; Ή μήπως τα κλαδιά
Γεμάτα καρπό κρέμονται αιώνια σ’ αυτό τον τέλειο,
Τον αναλλοίωτο ουρανό, μα τόσο όμοιο με την
Προσωρινή μας γη, με ποταμούς σαν τους δικούς μας
Που ψάχνουν θάλασσες χωρίς ποτέ να τις βρίσκουν
Κι απόμακρους γιαλούς που αφήνουν άδεια την ψυχή;
Γιατί να φυτέψουμε αχλάδια σ’ αυτές τις όχθες
Ή να γλυκάνουμε τους γιαλούς με αρώματα δαμάσκηνου;
Αλίμονο αν φορούν χρώματα σαν τα δικά μας εκεί,
Τα απαλά υφαντά των απογευμάτων μας
Και παίζουν τ ’ ανιαρά μας φλάουτα!
Ο θάνατος, ο μυστικός, είναι ο πλάστης
της ομορφιάς. Στο φλογερό του στήθος, φανταζόμαστε
Τις γήινες μητέρες που περιμένουν, άγρυπνες.
VII
Πονηρό κι απειθάρχητο, ένα πλήθος ανθρώπων
Θα ψάλλει, σε όργιο, ένα πρωινό καλοκαιριού
Την ταραχώδη πίστη του στον ήλιο,
Όχι ως θεό, αλλά ως πιθανότητα θεού,
Γυμνού ανάμεσά μας σα μια άγρια πηγή.
Το άσμα τους θα είναι άσμα του παραδείσου
Που βγαίνει απ ’ το αίμα τους, κι επιστρέφει στον ουρανό.
Και μέσα στο άσμα τους θα εισδύσουν διάφορες φωνές,
Η ανεμόδαρτη λίμνη όπου ο θεός τους ευφραίνεται,
Τα δέντρα, σαν τα σεραφείμ, και η ηχώ των λόφων,
Με χορωδίες που θ’ αντηχούν για πολύ έπειτα,
θα γνωρίσουν καλά την ουράνια αδελφότητα
Ανθρώπων που πεθαίνουν και των πρωινών του θέρους,
Κι από πού ήρθαν και για πού διαβαίνουν
Η δροσιά πάνω στα πόδια τους θα το δείξει.
VIII
Ακούει η γυναίκα πάνω στα ήρεμα νερά
Μια φωνή που λέει: «Το μνήμα στην Παλαιστίνη
Δεν είναι στοά αργόσχολων πνευμάτων
Αλλά ο τάφος του Ιησού, εκεί που έγειρε».
Ζούμε σ’ ένα αρχαίο χάος ηλιακό,
Ή μια παλιά αποικία της μέρας και της νύχτας,
Ή μοναξιά νησιού, μοιραίου μοναχικού
Πλανώμενου σε απέραντα νερά.
Ελάφια τρέχουν στα βουνά μας, και οι κάργιες
Σφυρίζουν γύρω μας με αυθόρμητες κραυγές,
Γλυκά βατόμουρα ωριμάζουν στις πλαγιές,
Και στ ’ ουρανού την ερημιά
Το βράδυ, αδέσποτα σμήνη περιστεριών
Παράξενα αιωρούνται καθώς βυθίζονται
Στο σκοτάδι με διάπλατα φτερά.
~
Εκλογή από τα άπαντα,
μετάφραση: Γιώργος Σπέντζος,
εκδόσεις Δωδώνη