Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Γιάννης Ρίτσος, «Η Κυρά των Αμπελιών»

Το έργο «Η Kυρά των αμπελιών» γράφτηκε από τον Γιάννη Ρίτσο μετά την κατοχή στα χρόνια 1945 -1947 και δημοσιεύθηκε το 1954 στην συλλογή Αγρύπνια. Ενα έργο που όπως γράφει ο Gerard Pierrat στην εισαγωγή στη γαλλική μετάφραση των ποιημάτων του Ρίτσου με τον τίτλο ”Avant L’Homme” αποτελεί «…μια από τις κυρίες μορφές του Ρίτσου αυτήν όπου η πιο προσωπική τέχνη, αποκαλύπτει τη μνήμη ενός ολόκληρου λαού».
I
 Κυρά των Αμπελιών, που σ’ είδαμε πίσω απ’ το δίχτυ του πευ-
κόδασου
να συγυρίζεις με το χάραμα τα σπίτια των αϊτών και των τσο-
πάνων,

πάνω στη φούστα σου ο αυγερινός διάνευε τους πλατιούς ίσκιους
των κληματόφυλλων
δυό αγουροξυπνημένες μέλισσες κρεμόντανε στ’ αυτιά σου σκου-
λαρίκια
και τα πορτοκαλάνθια σού έφεγγαν τη μαύρη, την καμένη στράτα.

Κυρά μελαχρινή που η αντηλιά σού χρύσωσε τα χέρια σαν της
Παναγιάς το κόνισμα,
πίσω στο σβέρκο σου, στο χνούδι το σγουρό, σπίθιζε το δροσό της
νύχτας
σα να μετάνιωσε λίγο προτού να σβήσει ο γαλαξίας
και δέθηκε γιορντάνι στο λαιμό σου να χυθεί στη ζεστασιά του
κόρφου σου.

Κι είταν η σιγαλιά πηχτή σα γάλα σ' ελατίσιο κάδο
και τ’ οργωμένο χώμα ευώδιαζε σαν εκκλησιά τη μέρα των Βα-
γιώνε
κ' έβγαινε ο μπιστικός από τον ύπνο του καθώς που βγαίνει ο κά-
βουρας από το νερό στο περιγιάλι
κι αστράφτει στο νωπό καβούκι του γαλάζιο το πρωινό με δυο
κουκκίδες άστρα.

Κυρά τρανή τί σιγανή της νεραντζιάς η πρώτη καλημέρα
τί σιγανό το βήμα σου κ' η ανάσα του ψαριού πλάι στο φεγγάρι
τί σιγανό κουβεντολόι του μέρμηγκα μπροστά στης μαργαρίτας
το ξωκλήσι
Ά, τι χρυσάφι αφήνει η αχτίνα στη σταγόνα της δροσιάς
όταν η πούλια σού κρεμάει στο μέτωπο το εφτάκλωνο κλαδάκι
της γαζίας.
ά, πόση λουλουδόσκονη στριμώγνεται στης μέλισσας το σώμα για
το μέλι
πόση σιωπή μες τη καρδιά σου για τραγούδι.

Δω πέρα σμίγει η νύχτα την αυγή σ’ άτρεμο ρίγος
και σένα, τα δυο σου χέρια, δετά γύρω στο γόνα της γαλήνης
φέγγουν
σάμπως δυο περιστέρια φως ασάλευτα πάνω απ’ το δάσος.
~
[η συνέχεια στους παρακάτω συνδέσμους]


01   Κυρά μελαχρινή που η αντηλιά σού χρύσωσε τα χέρια/σαν της Παναγιάς το κόνισμα...

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης