Σ' αυτή την πρόσκαιρη ζωή μας διατί
να μη χαρεί το ζωντανό το σώμα;
Ως κι οι μωροί το λεν πως είμεθα θνητοί,
πως θα μας βάλουν μια φορά στο χώμα.
Μα ούτοι δεσποτάδες μας οι κορδωτοί,
ούτε οι πλέον διαβασμέν' ανθρώποι
γνωρίζουν τι θα γίνουμε κατόπι,
αυτού που θε να πάμε...
- Βάλτε να φάμε!
- Βάλτε να πιούμε!
Γιατί αυτό κανείς δεν το αμφισβητεί:
φαγεί' και πιει' αλλού δεν θα τα βρούμε!
Ανέλπιστα γυρνά της Τύχης ο τροχός
κι ο Χρόνος που περνά δεν στρέφ' οπίσω.
Της χθες ο Κροίσος είναι σήμερα φτωχός,
κι εγώ ο νέος αύριον θ' ασπρίσω.
Αυτά τα ξεύρουν όλοι πλέον, ευτυχώς·
κι όμως πολλοί στερούνται και νηστεύουν!
Θα ελαφρύνουν τάχα για ν' ανέβουν
αυτού που θε να πάμε;..
- Βάλτε να φάμε!
- Βάλτε να πιούμε!
Γιατί ως κι οι τρελοί το ξέρουν, δυστυχώς,
φαγεί' και πιεί' αλλού δεν θα τα βρούμε!
Κι όποιος μια κόρη, μιαν ωραίαν αγαπά,
ας της χαρεί τα πρώτα πρώτα κάλλη.
Λύπες κι αρρώστιες θα της πάρουν τα λοιπά
και θα του μείνει μόν' η παραζάλη.
Αυτό στ' αυτί καλά, βεβαίως, δεν χτυπά.
Μα, πλην αυτού, ξάφνου προβάλλ' ο Χάρος
κι ειδοποιεί: “Αφέντη, μη προς βάρος,
κοπιάστενε να πάμε!..”
- Βάλτε να φάμε!
- Βάλτε να πιούμε!
Γιατί φαγεί' και πιει' και κάλλη χαρωπά,
στου Χάρου το κελλί δεν θα τα βρούμε!
πηγή
να μη χαρεί το ζωντανό το σώμα;
Ως κι οι μωροί το λεν πως είμεθα θνητοί,
πως θα μας βάλουν μια φορά στο χώμα.
Μα ούτοι δεσποτάδες μας οι κορδωτοί,
ούτε οι πλέον διαβασμέν' ανθρώποι
γνωρίζουν τι θα γίνουμε κατόπι,
αυτού που θε να πάμε...
- Βάλτε να φάμε!
- Βάλτε να πιούμε!
Γιατί αυτό κανείς δεν το αμφισβητεί:
φαγεί' και πιει' αλλού δεν θα τα βρούμε!
Ανέλπιστα γυρνά της Τύχης ο τροχός
κι ο Χρόνος που περνά δεν στρέφ' οπίσω.
Της χθες ο Κροίσος είναι σήμερα φτωχός,
κι εγώ ο νέος αύριον θ' ασπρίσω.
Αυτά τα ξεύρουν όλοι πλέον, ευτυχώς·
κι όμως πολλοί στερούνται και νηστεύουν!
Θα ελαφρύνουν τάχα για ν' ανέβουν
αυτού που θε να πάμε;..
- Βάλτε να φάμε!
- Βάλτε να πιούμε!
Γιατί ως κι οι τρελοί το ξέρουν, δυστυχώς,
φαγεί' και πιεί' αλλού δεν θα τα βρούμε!
Κι όποιος μια κόρη, μιαν ωραίαν αγαπά,
ας της χαρεί τα πρώτα πρώτα κάλλη.
Λύπες κι αρρώστιες θα της πάρουν τα λοιπά
και θα του μείνει μόν' η παραζάλη.
Αυτό στ' αυτί καλά, βεβαίως, δεν χτυπά.
Μα, πλην αυτού, ξάφνου προβάλλ' ο Χάρος
κι ειδοποιεί: “Αφέντη, μη προς βάρος,
κοπιάστενε να πάμε!..”
- Βάλτε να φάμε!
- Βάλτε να πιούμε!
Γιατί φαγεί' και πιει' και κάλλη χαρωπά,
στου Χάρου το κελλί δεν θα τα βρούμε!
πηγή
Ο Γεώργιος Βιζυηνός, πραγματικό ονοματεπώνυμο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή
Μιχαηλίδης, (Βιζύη, 1849 – Αθήνα, 1896), ήταν πεζογράφος, ποιητής και
λόγιος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της
ελληνικής λογοτεχνίας. [Βιογραφία]