Απόψε ήρθε η νύχτα αντάμα με τη βροχή
– χειροπιασμένες στρίγκλες –
και μας σύναξε στο τσαντίρι μας νωρίς.
Κουρνιάζουμε άλαλοι, κι αφήνουμε
– μόνη τη βροχή –
να μας μιλάει – ιστορία ψιχαλιστή –
για κάμπους κι ασημένιες αυλακιές,
για τα σπαρτά και για τις παπαρούνες.
Ο μύλος στη ρεματιά – άσπρο τραγούδι,
ν’ αλέθει, ν’ αλέθει τον καρπό.
– χειροπιασμένες στρίγκλες –
και μας σύναξε στο τσαντίρι μας νωρίς.
Κουρνιάζουμε άλαλοι, κι αφήνουμε
– μόνη τη βροχή –
να μας μιλάει – ιστορία ψιχαλιστή –
για κάμπους κι ασημένιες αυλακιές,
για τα σπαρτά και για τις παπαρούνες.
Ο μύλος στη ρεματιά – άσπρο τραγούδι,
ν’ αλέθει, ν’ αλέθει τον καρπό.
Ο Βαγγέλης, ο βουνίσιος αδερφός μας, σωπαίνει.
Ακουμπάει στη διχάλα του χεριού του.
Κι’ ο νους του δρασκελά τη θάλασσα…
Ήταν ξωμάχος, ένας ηλιοκαμένος ποιητής.
Που έσπερνε με το ξινάρι του
Καταπράσινες σελίδες.
Μα τώρα η γη η αγάπη του, τώρα η γη η ψυχή του,
που τη χτένιζε σα μονάκριβη θυγατέρα.
Τώρα η γη ξενυχτάει κάτ’ απ’ τον ουρανό,
απότιστη κι ανάλλαγη σαν έρημη εκκλησιά,
που περιμένει τη λειτουργία των χεριών του.
Τώρα εκεί όλα είναι ένα λείψανο.
Τώρα ο μύλος αλέθει μόνο ερημιά.
Και τ’ αχούρια γεμίζουνε μούχλα.
Τα γράμματα πηγαινόρχονται ογρά.
«Ακριβέ μας, νοικοκύρη μου… ρημάξαμε..»
Κι’ ο νους τρέχει, τρέχει, τρέχει…
Λαβωμένο πούπουλο, μαζί με το Νοτιά.
Αγγίζει σαν εικόνισμα το κατώφλι.
Σκύβει πάνω απ’ τον ύπνο των παιδιών.
Και το πρωί ξαναγυρίζει στο τσαντήρι.
Απόψε ήρθε η νύχτα μαζί με τη βροχή.
Και στα τσαντίρια κοιμηθήκανε τα φώτα.
Νύχτωσε στη θάλασσα, νύχτωσε κι’ εδώ.
Νύχτωσε κι έξω από τα μάτια.
Και μοναχά στο μαξιλάρι μας
αγρυπνά ένα ό ν ε ι ρ ο,
που κοιμάται και ξυπνά μαζί μας.
Ο Μενέλαος Λουντέμης, πραγματικό ονοματεπώνυμο Δημήτριος Βαλασιάδης,
(Αγία Κυριακή της Γιάλοβας Αιγιαλού στη Μικρά Ασία, 1912 - Αθήνα, 1977)
ήταν Έλληνας συγγραφέας και ποιητής. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση
και εντάχθηκε στο ΕΑΜ, όπου διετέλεσε και γραμματέας της οργάνωσης
διανοουμένων. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στη Μακρόνησο και
τον Άη Στράτη και το 1958 πέρασε από δίκη για το βιβλίο του
"Βουρκωμένες μέρες". Από το 1958 ως τη μεταπολίτευση του 1974 έζησε
αυτοεξόριστος στη Ρουμανία, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του
Παπαδόπουλου του είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια. Το λογοτεχνικό του
ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε απ' τον ποταμό Λουδία της μετέπειτα πατρίδας
του. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία,
δημοσιεύοντας ποιητικές συλλογές στην «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας το
1927 και το 1928, τις οποίες υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα
(Δημήτριος Βαλασιάδης). Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα
του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το
ψευδώνυμο του ήταν το 1934 στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από
μια πόλη με πολλά αστέρια». Τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο Πεζογραφίας
το 1938 για τη συλλογή διηγημάτων του. Τα πλοία δεν άραξαν και με τη
Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το1951. Επίσης τιμήθηκε και με το
βραβείο «Μενέλαου Λουντέμη» που το καθιέρωσε προς τιμήν του η Ελληνική
Εταιρία Λογοτεχνών και απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο πεζογράφημα
του προηγούμενου έτους. Το σύνολο του έργου του καλύπτει όλα σχεδόν τα
είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική
λογοτεχνία, μετάφραση κ.α.). Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους έλληνες
λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Η
ιδιοτυπία του έργου του έγκειται στον "ερασιτεχνικό" τρόπο γραφής, τον
οποίο υπηρέτησε εν πλήρει συνειδήσει, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δεν
τον ενδιαφέρει η Τέχνη αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η
κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Ο Μενέλαος Λουντέμης άφησε πίσω του
πνευματική κληρονομιά περίπου σαράντα πέντε βιβλίων, που τον καθιστούν
έναν από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς. [βιογραφία]