Όταν φωνάξαν για φαΐ,
ορμήσαν οι τύραννοι
και οι περαστικές κοκότες τους,
και ήταν ωραίο να τις βλέπεις να περνάνε
σαν σφήκες με θρεμμένο μπούστο,
ακολουθούμενες από κείνους τους χλομούς
και δύστυχους δημόσιους τίγρεις.
Τη μαύρη μερίδα το ψωμί του
έφαγε ο αγρότης στον αγρό,
ήταν μόνος του κι ήταν αργά,
ήταν τριγυρισμένος από στάρι,
μα δεν είχε άλλο ψωμί.
Το ‘φαγε με δόντια σκληρά,
κοιτώντας το με μάτια σκληρά.
Τη γαλάζια ώρα του μεσημεριάτικου τραπεζιού,
την ανυπόμονη ώρα του ψητού,
ο ποιητής παραπατάει τη λύρα του,
παίρνει το μαχαίρι, το πιρούνι
και βάζει το ποτήρι του στο τραπέζι.
Οι ψαράδες τρέχουνε
στη μικρή θάλασσα της σουπιέρας.
Οι πατάτες, καυτές, διαμαρτύρονται
ανάμεσα στις γλώσσες του λαδιού.
Έχει χρυσίσει το αρνάκι στη θράκα
και ξεγδύνεται το κρεμμύδι.
Είναι θλιβερό να τρως με φράκο,
είναι σαν να τρως σ’ ένα φέρετρο,
άλλα και να τρως σε μοναστήρια
είναι σαν να τρως κιόλας κάτω απ’ τη γη.
Είναι πολύ μικρό να τρως μοναχός,
μα το να μην τρως είναι βαθύ,
είναι κούφιο, είναι πρασινίλα, έχει αγκάθια
σαν αλυσίδα από αγκίστρια
που πέφτει απ’ την καρδιά
και σου γαντζώνει τα μέσα.
Να πεινάς είναι σαν τανάλιες,
είναι πώς δαγκώνουνε οι καβουρομάνες,
καίει, καίει χωρίς να υπάρχει φωτιά:
η πείνα είναι κρύα πυρκαγιά.
Ας καθίσουμε αμέσως να φάμε
μ’ όλους όσοι δεν έχουνε φάει,
ας απλώσουμε τα πλατιά τραπεζομάντιλα,
το αλάτι στις λίμνες του κόσμου,
ψωμάδικα του πλανήτη,
τραπέζια με φράουλες στον πάγο,
κι ένα πιάτο σαν το φεγγάρι
όπου όλοι θα φάμε το μεσημεριανό μας.
Για την ώρα δε ζητάω άλλο
απ΄ τη δικαιοσύνη στο φαΐ.
ορμήσαν οι τύραννοι
και οι περαστικές κοκότες τους,
και ήταν ωραίο να τις βλέπεις να περνάνε
σαν σφήκες με θρεμμένο μπούστο,
ακολουθούμενες από κείνους τους χλομούς
και δύστυχους δημόσιους τίγρεις.
Τη μαύρη μερίδα το ψωμί του
έφαγε ο αγρότης στον αγρό,
ήταν μόνος του κι ήταν αργά,
ήταν τριγυρισμένος από στάρι,
μα δεν είχε άλλο ψωμί.
Το ‘φαγε με δόντια σκληρά,
κοιτώντας το με μάτια σκληρά.
Τη γαλάζια ώρα του μεσημεριάτικου τραπεζιού,
την ανυπόμονη ώρα του ψητού,
ο ποιητής παραπατάει τη λύρα του,
παίρνει το μαχαίρι, το πιρούνι
και βάζει το ποτήρι του στο τραπέζι.
Οι ψαράδες τρέχουνε
στη μικρή θάλασσα της σουπιέρας.
Οι πατάτες, καυτές, διαμαρτύρονται
ανάμεσα στις γλώσσες του λαδιού.
Έχει χρυσίσει το αρνάκι στη θράκα
και ξεγδύνεται το κρεμμύδι.
Είναι θλιβερό να τρως με φράκο,
είναι σαν να τρως σ’ ένα φέρετρο,
άλλα και να τρως σε μοναστήρια
είναι σαν να τρως κιόλας κάτω απ’ τη γη.
Είναι πολύ μικρό να τρως μοναχός,
μα το να μην τρως είναι βαθύ,
είναι κούφιο, είναι πρασινίλα, έχει αγκάθια
σαν αλυσίδα από αγκίστρια
που πέφτει απ’ την καρδιά
και σου γαντζώνει τα μέσα.
Να πεινάς είναι σαν τανάλιες,
είναι πώς δαγκώνουνε οι καβουρομάνες,
καίει, καίει χωρίς να υπάρχει φωτιά:
η πείνα είναι κρύα πυρκαγιά.
Ας καθίσουμε αμέσως να φάμε
μ’ όλους όσοι δεν έχουνε φάει,
ας απλώσουμε τα πλατιά τραπεζομάντιλα,
το αλάτι στις λίμνες του κόσμου,
ψωμάδικα του πλανήτη,
τραπέζια με φράουλες στον πάγο,
κι ένα πιάτο σαν το φεγγάρι
όπου όλοι θα φάμε το μεσημεριανό μας.
Για την ώρα δε ζητάω άλλο
απ΄ τη δικαιοσύνη στο φαΐ.
~
μτφρ: Δανάη Στρατηγοπούλου
συλλογή «Εστραβαγάριο» (Εκδόσεις Καστανιώτη)
συλλογή «Εστραβαγάριο» (Εκδόσεις Καστανιώτη)