ΜΙΚΡΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
(Έρως μελαχρινός)
(Έρως μελαχρινός)
Δεν ήτανε ανάγκη βασίλισσα να με κάνεις του Περού.
Ανάγκη ήτανε να σκύψεις από πάνω μου, να δω στα μάτια σου
τ’ ονειρεμένο σου νησί στην Ωκεανία, ξωτικό, πρωτόγονο,
ηλιοπλημμυρισμένο, καθάρια γαλάζια τα νερά του,
κι οι βυθοί του ανθόσπαρτοι σαν το πιο γόνιμο χωράφι.
(Έρως μελαχρινός)
Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι το πρωί,
σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη
τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου, με τα τρία μου δάχτυλα,
και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού.
(Έρως μελαχρινός)
Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου,
τα χέρια σου δυο μικρά τρυφερά καβούρια.
(Έρως μελαχρινός)
Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες, θέλω
να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, που ‘ναι
σα χόρτα στην άκρη του ποταμού.
(Έρως μελαχρινός)
Τα λουλούδια των δέντρων είναι τα πουλιά.
Το σιγανά κελάηδισμα της θάλασσας είναι η πτώση
της βροχής στο τελευταίο τεμπέλικο κύμα του ακρογιαλιού.
Τη μυρουδιά του ήλιου τη χύνει το σφαγμένο πεπόνι.
Η ποίησή μας είναι η ζωή.
(Έρως μελαχρινός – Μάης Ιούνης και Σεπτέμβρης)
Εθωρούσεν ο νιος πίσω απ’ την αγναντεύτρα κουρτίνα.
Επερίμεναν οι σπιλιάδες του Αυγούστου μες στους φουσκωμένους φλόκους.
Ένα αγιόκλημα εσκαρφάλωνε αναστενάζοντας και μοσχοβολώντας –
ίσαμε που έμπλεξε μες στο σύννεφο του δειλινού.
Τόσα δάση φλέγονται,
τόσα παγόβουνα λιώνουνε,
τόσες μανόλιες μας λιποθυμούν,
τόσοι κάμποι μας παιδεύουνε.
Εμείς ας σταθούμε γοργόνες, τα στήθια ξέσκεπα στον ήλιο
-η κεφαλή ριγμένη πίσω, τα μάτια στο κατάρτι.
Η θάλασσα είναι παντάνασσα – πλένει όλους τους καημούς μας.
(Έρως μελαχρινός)
Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,
όλα τα μάτια, και τους καημούς, τα βράχια, τ’ ακρογιάλια,
τους αετούς, τη μουσική όλων των κλαριών, τον αφρό όλων
των κυμάτων.
Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,
όλους τους ασφοδέλους που φύτεψα στα βράχια, όλα μου
τα μεράκια, τα ντέρτια — το τσιφτετέλι και το ζεϊμπέκικο,
το κρεμεζί μου το μαντίλι και τις γαλάζιες μου τις χάντρες.
Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,
όλα μου τα κολύμπια στην Κινέτα, τον έρωτά μου με το φως
και τα βότσαλα, την αναπνοή μου όταν αγαπώ, το φόβο μου
όταν με διώχνουνε, την έξαρσή μου όταν θέλω, τη χαρά μου
όταν ζω.
Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,
όλες τις μέρες του χρόνου — δικές μου είναι, από τη μιαν
αυγή στην άλλη — με πλημμυρίζουνε ανοιξιάτικες ευωδίες,
ξεφάντωμα και κορεσμός του ήλιου.
~
Η Μάτση Χατζηλαζάρου, πραγματικό όνομα: Μαρία Λουκία Χατζηλαζάρου (Θεσσαλονίκη,1914 – Αθήνα, 1987) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια. Θεωρείται από πολλούς η πρώτη υπερρεαλίστρια ποιήτρια στην Ελλάδα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1944 με την ποιητική συλλογή "Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης" με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου. Το σύνολο του γραπτού έργου της περιλαμβάνει τέσσερις ποιητικές συλλογές (που κυκλοφορούν σε συγκεντρωτική έκδοση με τίτλο "Ποιήματα" από τις εκδόσεις Ίκαρος), και δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά. Από το 1973 και ως το τέλος της ζωής της, το 1987, έζησε στην Αθήνα και εργάστηκε στην υπηρεσία δημοσίων σχέσεων της Εμπορικής Τράπεζας. Το 2013 κυκλοφόρησε και η αλληλογραφία της με τον Εμπειρίκο, μετά την διάλυση του γάμου τους, την εποχή που η Χατζηλαζάρου ζούσε στο Παρίσι.