Διαβάζω μια βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Αλέξανδρου
που ο σκληρός πατέρας του, ο Φίλιππος, πλήρωνε τον Αριστοτέλη για να διδάξει
τον νεαρό γόνο και πολεμιστή και να προσθέσει λίγο λούστρο
στους απαλούς του ώμους. Ο Αλέξανδρος που, αργότερα
στην εκστρατεία μες στην Περσία, κουβαλούσε μαζί του ένα αντίτυπο της
Ιλιάδας σ’ ένα κουτί ντυμένο με βελούδο, τόσο πολύ αγαπούσε
αυτό το βιβλίο. Αγαπούσε, επίσης, να πολεμάει και να πίνει.
Έφτασα σ’ εκείνο το σημείο του βίου του, όπου ο Αλέξανδρος, ύστερα από
μια μακριά νύχτα διασκέδασης, μια οινοποσία (το χειρότερο μεθύσι απ’ όλα –
πονοκέφαλος που δεν τον ξεχνάς), έριξε τον πρώτο δαυλό για να ξεκινήσει
που ο σκληρός πατέρας του, ο Φίλιππος, πλήρωνε τον Αριστοτέλη για να διδάξει
τον νεαρό γόνο και πολεμιστή και να προσθέσει λίγο λούστρο
στους απαλούς του ώμους. Ο Αλέξανδρος που, αργότερα
στην εκστρατεία μες στην Περσία, κουβαλούσε μαζί του ένα αντίτυπο της
Ιλιάδας σ’ ένα κουτί ντυμένο με βελούδο, τόσο πολύ αγαπούσε
αυτό το βιβλίο. Αγαπούσε, επίσης, να πολεμάει και να πίνει.
Έφτασα σ’ εκείνο το σημείο του βίου του, όπου ο Αλέξανδρος, ύστερα από
μια μακριά νύχτα διασκέδασης, μια οινοποσία (το χειρότερο μεθύσι απ’ όλα –
πονοκέφαλος που δεν τον ξεχνάς), έριξε τον πρώτο δαυλό για να ξεκινήσει
η φωτιά που έκαψε την Περσέπολη, πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Περσών
(αρχαία ήδη στα χρόνια του Αλεξάνδρου).
Την κατέστρεψε ολότελα. Αργότερα, βέβαια,
το επόμενο πρωινό –όσο, ίσως, έκαιγε ακόμα η φωτιά– ήταν
γεμάτος τύψεις. Που κι αυτές δεν συγκρίνονται καθόλου με τις τύψεις που ένιωσε
το επόμενο βράδυ όταν, κατά τη διάρκεια μιας διαφωνίας που εξελίχθηκε άσχημα
από την πλευρά του αυταρχικού Αλέξανδρου, με το πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο
από τα πολλά κύπελλα με ανέρωτο κρασί, σηκώθηκε στα μεθυσμένα πόδια του,
άρπαξε ένα ακόντιο και το κάρφωσε στο στήθος
του φίλου του, του Κλείτου, ο οποίες του είχε σώσει τη ζωή στον Γρανικό.
Για τρεις μέρες θρηνούσε ο Αλέξανδρος. Έκλαιγε. Αρνήθηκε να φάει. «Αρνήθηκε
να σκεφτεί τις σωματικές του ανάγκες». Μέχρι που ορκίστηκε
πως δεν θα ξαναβάλει κρασί στο στόμα του.
(Κι αν έχω ακούσει τέτοιους όρκους και τους θρήνους που τους συνοδεύουν.)
Περιττό να το αναφέρω, η ζωή του στρατεύματος είχε ολότελα σταματήσει
καθώς ο Αλέξανδρος πααδόθηκε στον πόνο του.
Μα μόλις πέρασαν αυτές οι τρεις μέρες, και καθώς η τρομαχτική ζέστη
άρχισε να κάνει τη δουλειά της στο σώμα του νεκρού φίλου του,
πείστηκε πια ο Αλέξανδρος να αναλάβει δράση. Κατόρθωσε να συνέλθει
και ν’ αφήσει τη σκηνή του, πήρε στα χέρια του τον τόμο του Ομήρου, τον έλυσε
κι έπιασε να γυρίζει τις σελίδες του. Στο τέλος έδωσε εντολή ν’ ακολουθήσουν
κατά γράμμα την περιγραφή της νεκρώσιμης τελετής του Πάτροκλου:
ήθελε να ‘χει ο Κλείτος το ωραιότερο δυνατό ξεπροβόδισμα.
Κι όταν έκαιγε η πυρά και κατά τη διάρκεια όλης της τελετής τα κύπελλα
με το κρασί δεν περνούσαν από μπροστά του; Μα και βέβαια, τι
νομίζατε; Ήπιε ο Αλέξανδρος του σκασμού, ώσπου έπεσε κάτω αναίσθητος.
Χρειάστηκε να τον κουβαλήσουν στη σκηνή του. Χρειάστηκε να τον σηκώσουν
στα χέρια και να τον βάλουν στο κρεβάτι του.
~
μτφ. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος