Το σπίτι που πέθανε δεν είχε μπάτλερ,
καμαριέρες, κηπουρούς.
Στους τοίχους του δεν κρεμόντουσαν πανάκριβα gobelins,
ή πίνακες με Παρθένες του Correggio.
Από το μπαλκόνι της δεν έβλεπε τη Villa Borghese
ή τα σιντριβάνια της Piazza Navona.
Το επίθετό της ήταν μια φάρσα.
Να έχεις πατέρα έναν Moncada,
αλλά να μη ξέρεις τίποτα γι’ αυτόν,
καμαριέρες, κηπουρούς.
Στους τοίχους του δεν κρεμόντουσαν πανάκριβα gobelins,
ή πίνακες με Παρθένες του Correggio.
Από το μπαλκόνι της δεν έβλεπε τη Villa Borghese
ή τα σιντριβάνια της Piazza Navona.
Το επίθετό της ήταν μια φάρσα.
Να έχεις πατέρα έναν Moncada,
αλλά να μη ξέρεις τίποτα γι’ αυτόν,
να μην τον έχεις ποτέ συναντήσει;
Τι παραμύθι πριγκηπικό ήταν αυτό;
Τι νόημα είχαν οι τίτλοι και τα οικόσημα;
Τη βρήκαν ημίγυμνη στο μπάνιο,
πεσμένη πάνω στα κρύα πλακάκια.
Ενδείξεις:
Ίχνη κοκαΐνης στο τραπέζι της κουζίνας.
Ένα σημείωμα στο συρτάρι του κομοδίνου που έγραφε:
«δεν θα καταλάβεις ποτέ γιατί τη μισούσα τόσο».
Πέντε συλλογές σου στα ράφια της βιβλιοθήκης
και δύο έγχρωμες φωτογραφίες – στη μία την κρατάς αγκαλιά
στην αυλή του εξοχικού σας στις Σπέτσες.
Ιατρικό πόρισμα:
«Καρδιακό επεισόδιο.
Ο θάνατος υπήρξε ακαριαίος».
Το έμαθες ενώ βρισκόσουν στο Βερολίνο.
Λίγο πριν ανέβεις στο βήμα
για να διαβάσεις αποσπάσματα
από το αυτοβιογραφικό σου μυθιστόρημα
χτύπησε το κινητό σου και μια ξένη φωνή σού ανακοίνωσε ότι
«la tua sorella e morta».
Έτσι ξερά, χωρίς άλλες λεπτομέρειες.
Ο ήλιος εκείνη τη στιγμή έλουζε το πρόσωπό σου.
Τα νερά της λίμνης Wannsee άστραφταν μέσα στο τρομαχτικό φως.
Η Μαρίνα είχε πεθάνει.
Το Μαρινάκι σου είχε πεθάνει.
Μόνη, χωρίς κανέναν στο πλευρό της.
Ποιο πρόσωπο άραγε πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια της
τη στιγμή που ένιωσε τον πόνο στο στήθος;
Της μητέρας της; Το δικό σου;
Και τι σκέφτηκε;
Πως το αίμα είχε γίνει εντέλει νερό;
Πως όλοι την πρόδωσαν;
Κι εσύ;
Ναι.
Γιατί ήταν junkie και δεν άντεχες άλλο τα ψέματα και τους εκβιασμούς.
Δεν άντεχες άλλο τις διαρκείς ματαιώσεις,
το βάρος, το imbarazzo.
Ομολόγησέ το επιτέλους!
~
ποίημα του Χάρη Βλαβιανού για τον θάνατο της αδερφής του Μαρίνας
Ο Χάρης Βλαβιανός γεννήθηκε στη Ρώμη το 1957. Σπούδασε Οικονομικά και
Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και Πολιτική Θεωρία και Ιστορία
στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Έχει εκδώσει δεκατρείς ποιητικές
συλλογές, με πιο πρόσφατη την Αυτοπροσωπογραφία του Λευκού (2018) –
Κρατικό Βραβείο Ποίησης, Βραβείο Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών, Βραβείο
Ποίησης του Περιοδικού «Αναγνώστης» – και τέσσερις συλλογές δοκιμίων.
Τον Νοέμβριο του 2011 κυκλοφόρησε το βιβλίο του, Η ιστορία της δυτικής
φιλοσοφίας σε 100 χαϊκού: από τους Προσωκρατικούς έως τον Ντερριντά. Το
2015 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Το αίμα νερό
(αυτοβιογραφικό «μυθιστόρημα»). Ακολούθησε
το 2016 Το κρυφό ημερολόγιο του Χίτλερ και το 2020 το Τώρα θα μιλήσω
εγώ (αφήγημα για τον θάνατο της αδελφής του Μαρίνας από ηρωίνη). Έχει
μεταφράσει έργα κορυφαίων Αμερικανών και Ευρωπαίων ποιητών, όπως των
Walt Whitman, Ezra Pound, William Blake, John Ashberry, Zbigniew
Herbert, Fernando Pessoa, e.e.cummings, Michael Longley, Wallace Stevens
και Anne Carson. To 2013 κυκλοφόρησε η μετάφρασή του των Τεσσάρων
Κουαρτέτων του Τ.S.Eliot και πρόσφατα η μετάφραση της Άγονης γης,
σύνθεσης εμβληματικής στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ποιήματά του έχουν
μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες και έργα του έχουν εκδοθεί στην
Αγγλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στη Σουηδία, στην Ολλανδία, στην
Ιρλανδία και στην Ισπανία. Διευθύνει το περιοδικό Ποιητική (εξαμηνιαίο
περιοδικό για την τέχνη της ποίησης, που εκδίδουν οι Εκδόσεις Πατάκη).
Διδάσκει ιστορία και πολιτική θεωρία στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος,
δημιουργική γραφή στο ΕΑΠ και είναι υπεύθυνος εκδόσεων στις Εκδόσεις
Πατάκη.