Από το πάρκο επέρασεν η ώριμη κυρία
Μέσα στους όρθιους των δεντρών, ολόρθη, τους κορμούς.
Φύλλα νεκρά τής έρριξε η χρυσή δεντροστοιχία
Και μείς – τους μαραμένους μας συλλογισμούς.
Θά ’ναι η γυναίκα που έκλαψε πολύ. Στα βλέφαρά της
Η σκιά των τρισευγενικών κατέβη μαρασμών.
Τη λύπην εξεδίψασαν τα δάκρυά της
Και την υδρία της γέμισε στη βρύση των λυγμών.
Μέσα στους όρθιους των δεντρών, ολόρθη, τους κορμούς.
Φύλλα νεκρά τής έρριξε η χρυσή δεντροστοιχία
Και μείς – τους μαραμένους μας συλλογισμούς.
Θά ’ναι η γυναίκα που έκλαψε πολύ. Στα βλέφαρά της
Η σκιά των τρισευγενικών κατέβη μαρασμών.
Τη λύπην εξεδίψασαν τα δάκρυά της
Και την υδρία της γέμισε στη βρύση των λυγμών.
Τα φιλημένα, άλλον καιρό, κρατεί κλεισμένα χείλη,
Κι απάνου απ’ τα ξερόφυλλα περνάει θαμπή, σβυστή,
Στο μύρο της υπομονής, που απλώνουνε το δείλι
Τα πληγωμένα απ’ την βροχή κλαριά, να ξεχαστεί.
Κι εγώ, που από το μάταιο τον κόσμο αναχωρούσα,
Την είδα κι είπα: «Είναι νωρίς· θα μείνω». Μυστικά
Στον πόνο και στη γνώση της να εμπιστευτώ μπορούσα
Τα δάκρυά μου τα τωρινά και τ’ αναμνηστικά.
Τότε θα γύρωμε κι οι δυό σε μιά βαθειά ησυχία,
Οι κουρασμένοι, οι ώριμοι πολύ, να ιστορηθή
Απ’ τον καθέναν η παληά πικρή του αποτυχία
Τρυγώντας του άλλου τα φιλιά οπού έχουν μαραθή.
Γλυκό χινόπωρο της ζωής, σοφή κι ατάραχη ώρα,
Ξέρεις, τα φίλτρα πίνοντας της λύπης, να ευτυχής
Και να γευτής τον έρωτα σαν τη χρυσήν οπώρα
Βαρειά απ’ το μέλι των χυμών στα ρίγη της βροχής.
Την ίδια δόξα επόθησε τη χινοπωρινή
Καθώς με είδεν η ώριμη γυναίκα, κι η καρδιά της
Τα πληγωμένα ετάραξε για μια στιγμή φτερά της –
Όμως τα ξαναδίπλωσε στην πρώτη υπομονή
Και προσπεράσαμε βουβοί, δειλοί κι αγνοημένοι.
Ο λόγος που δεν ήτανε γραφτό μας ν’ ακουστή
Καθώς ξερόφυλλο έπεσε λαμπρό στην κοιμισμένη
Θάλασσα του ανεκπλήρωτου που τόσα μου κρατεί.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι, 1877 – Αθήνα, 1940) ήταν λογοτέχνης,
ποιητής, πολιτικός, διηγηματογράφος, δημοσιογράφος, κριτικός τέχνης και
ακαδημαϊκός, υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας στο γλωσσικό ζήτημα. Η
πρώτη εμφάνιση του Παπαντωνίου στα γράμματα έγινε με σατιρικούς στίχους,
τους οποίους είχε γράψει όταν ήταν ακόμη μαθητής και είχαν δημοσιευτεί
στο βραχύβιο σατιρικό περιοδικό Αἱ Μηχανορραφίαι, με τον Νικόλαο
Κουντουριώτη και Ιωάννη Δεληκατερίνη.Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ήταν ένας
ευαίσθητος, άμεσος και αληθινός άνθρωπος. Με ηθικές αξίες πραγματικά
ρεαλιστικές και απόλυτα αποδεκτές από την κοινωνία, γι’ αυτό και όλα τα
γραπτά του είναι διαχρονικά και αγγίζουν τις ευαισθησίες όλων των
κοινωνικών στρωμάτων. Η αγάπη του προς τα φυτά, τα ζώα, τη φύση και προ
παντός τα παιδιά είναι πολύ μεγάλη. Μεγάλο ευτύχημα για τα παιδιά ήταν
το αναγνωστικό του τα Ψηλά Βουνά. Ήταν το καλύτερο και περιεκτικότερο
στην ιστορία των νεοελληνικών αναγνωστικών και εξακολουθεί να παραμένει.
Πολλές από τις εικόνες και τις σκηνές που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό
είναι βιώματά από τη ζωή του στη Γρανίτσα. Σε πολλά από τα ποιήματά του
και τα έργα του αναφέρεται στη Ρούμελη και το Καρπενήσι, υμνώντας τα
ψηλά βουνά και τις φυσικές τους ομορφιές, για τα οποία έτρεφε κρυφή
λαχτάρα [Βιογραφία]