Ἂν καὶ δὲν πιστεύω πὼς θὲ νὰ πεθάνω,
ἂν καὶ μὲς στὸ ἄνθος εἶμαι τῆς ζωῆς μου,
διαθήκη ὅμως σκέπτομαι νὰ κάνω,
γιὰ νὰ μὴ μὲ τύπτει ἡ συνείδησίς μου.
Ποιός γνωρίζει τάχα τί μοῦ ξημερώνει!
ἐνῷ πᾷς στὸ δρόμο ξένοιαστος… τί φρίκη!
ἅμαξα ἢ κάρρο σὲ καταπλακώνει,
κι’ ἔτσι ξεμπερδεύεις δίχως διαθήκη.
ἂν καὶ μὲς στὸ ἄνθος εἶμαι τῆς ζωῆς μου,
διαθήκη ὅμως σκέπτομαι νὰ κάνω,
γιὰ νὰ μὴ μὲ τύπτει ἡ συνείδησίς μου.
Ποιός γνωρίζει τάχα τί μοῦ ξημερώνει!
ἐνῷ πᾷς στὸ δρόμο ξένοιαστος… τί φρίκη!
ἅμαξα ἢ κάρρο σὲ καταπλακώνει,
κι’ ἔτσι ξεμπερδεύεις δίχως διαθήκη.
Πένα στὴ θανή μου ὕμνους νὰ μὴ γράψει,
οὔτε δάκρυ θέλω νὰ χυθεῖ κανένα,
κι’ οὔτε αὐτὸς ἀκόμη θέλω νὰ μὲ κλάψει,
ποὺ ἐλπίζει ψῆφο νἄχει κι’ ἀπὸ μένα.
Εἰς τὸ Οὐεστμίνστερ θέλω νὰ μὲ θάψουν,
ἀλλ’ ἀφοῦ βεβαίως τοῦτο δὲν θὰ γίνει,
ὅπου σᾶς ἀρέσει, τάφο ἂς μοῦ σκάψουν,
κι’ ὅλη μου ἡ δόξα κτῆμα σας ἂς μείνει.
Γύρω μου νὰ στέκουν μοῦτρα χαρωπά,
ὄχι σκέπες, μαῦρα καὶ κραυγές ὀδύνης,
νὰ μὴν ἔλθει ράσο καὶ γιὰ μὲ παππᾶ,
κι’ οὔτ’ ὁ Ἀναγνώστης τῆς Ἁγιᾶς Εἰρήνης.
Νὰ μὲ πᾷν οἱ φίλοι ἔξω στὰ θυμάρια
μὲ κρασὶ καὶ μπύρα ὅλοι των κουρούνα
καὶ ἀντὶ παππάδων θλιβερὰ τροπάρια
τὴν Μασκὸτ νὰ ψάλλουν καὶ τὴν Παπαρούνα.
Κανεὶς φίλος λόγο νὰ μὴν ἀπαγγείλει,
κι’ ἂν στὸ νοῦ του τέτοιο ἔγκλημα περάσει,
νὰ τὸν σακατέψουν στίς σβερκιές οἱ φίλοι,
κι’ εἴθε τὴ μιλιά του στὴ στιγμὴ νὰ χάσει.
Καὶ τ’ ἀκίνητά μου καὶ τὰ κινητὰ
τὰ χαρίζω ὅλα στὴν καλὴ πατρίδα,
ὄχι γιὰ νὰ κὰμει πόλεμο μ’ αὐτά,
ἀλλὰ ν’ ἀγοράσει λίγη δαμαλίδα.
Τούτη μου τὴν κόμη τὴν ποιητικὴ
ἀπὸ τώρα δίνω γιὰ κληρονομιὰ
εἰς τὸν Λεονάρδο κι’ εἰς τὸν Φιακῆ…
δὲν θὰ βροῦν βαμμένη οὔτε τρίχα μιά.
Τέλος τὸ κεφάλι τὸ ποιητικὸ
στοὺς κρανιοσκόπους μποναμᾶς ἂς μένει,
νὰ τὸ ψάχνουν μέσα κι’ ἔξω μὲ φακό,
γιὰ νὰ βροῦν ποιὰ βίδα εἶναι χαλασμένη.
Ο Γεώργιος Σουρής (Ερμούπολη, 1853 - Νέο Φάληρο, 1919) ήταν σατιρικός
ποιητής και ένας από τους σπουδαιότερους της νεότερης Ελλάδας, έχοντας
χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης». Κατά την διάρκεια της ζωής του
προτάθηκε για Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας συνολικά 5 φορές. Στις 2
Απριλίου 1883, σε ηλικία 30 ετών έβγαλε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας
του, που ο Γεώργιος Δροσίνης τη βάφτισε «Ο Ρωμηός», που ήταν μια έμμετρη
εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Ο «Ρωμηός» κυκλοφόρησε ως τις 17
Νοεμβρίου 1918 (τελευταίο φύλλο), λίγο πριν το θάνατο του Σουρή, για 36
χρόνια και 8 μήνες, σε 1.444 συνολικά τεύχη και 2 παραρτήματα. Το 1897 ο
Σουρής διώχθηκε ποινικά, για το ποίημά του «Ο Φασουλής συνομιλεί με την
κυρίαν Φασουλήν», που δημοσιεύτηκε στις 25 Ιανουαρίου στον «Ρωμηό». Η
Εισαγγελία Αθηνών, εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του ποιητή και ένταλμα
κατάσχεσης του συγκεκριμένου τεύχους, θεωρώντας ότι περιείχε υβριστικούς
υπαινιγμούς για το θεσμό της Βασιλείας γενικά, και της Βασίλισσας Όλγας
ιδιαίτερα. Οι επίμαχοι στίχοι, που ενόχλησαν τους δικαστικούς
λειτουργούς ήταν οι παρακάτω : «...Κυρά Γιώργαινα γυρίστρα, κυρά
Γιώργαινα μπεκρού θα γενείς πομπή του κόσμου του μεγάλου και μικρού,
κυρά Γιώργαινα να λείψουν τα μεθύσια τα πολλά, κυρά Γιώργαινα σου λέω
δεν στεκόμαστε καλά», αφού σε αυτούς γινόταν αναφορά στην φημολογούμενη
αγάπη της Βασίλισσας στο αλκοόλ. Του απαγγέλθηκε κατηγορία «επί
εξυβρίσει του ιερού προσώπου της Βασιλίσσης» και κάθισε στο εδώλιο του
κατηγορουμένου. Αθωώθηκε όμως καθώς στην απολογία του είπε πως σατίριζε
τη γυναίκα του. Το έργο του χαρακτηριζόταν από την ποιητική του
γονιμότητα και την πληθώρα των στίχων του. Έγραφε πάντα καλοπροαίρετα
σχολιάζοντας το λαό, τους άρχοντες, τους Βασιλείς, χωρίς ωστόσο να
βρίζει. Συχνά αυτοσαρκαζόταν και έξοχο δείγμα αυτοσαρκασμού είναι το
ποίημα «Η Ζωγραφιά μου». Η γλώσσα του είναι μικτή. Χρησιμοποιεί πολύ τη
δημοτική, αλλά συχνά στα ποιήματά του υπάρχουν αρκετές λόγιες λέξεις και
φράσεις, για λόγους είτε μετρικούς είτε σατιρικούς. [Βιογραφία]