Το σπίτι ήταν μονόπατο, με κήπο,
και το δωμάτιο ζεστό· το ραδιόφωνο
έπαιζε μια γλυκιά, απαλή μουσική.
Ήπιαμε τσέρι, μου ’δειξε φωτογραφίες.
Ύστερα, βλέποντας τα λασπωμένα μου άρβυλα
και την τσαλακωμένη μου στολή,
«Σεις είσθε χάλια», μου είπε, «επιτρέψτε μου
και το δωμάτιο ζεστό· το ραδιόφωνο
έπαιζε μια γλυκιά, απαλή μουσική.
Ήπιαμε τσέρι, μου ’δειξε φωτογραφίες.
Ύστερα, βλέποντας τα λασπωμένα μου άρβυλα
και την τσαλακωμένη μου στολή,
«Σεις είσθε χάλια», μου είπε, «επιτρέψτε μου
να σας περιποιηθώ».
Πήρε τη χλαίνη και μου την ξελέκιασε
μ’ ένα πανί και με λίγη βενζίνα·
πήρε τα ρούχα και μου τα σιδέρωσε
με το μικρό ηλεκτρικό του σίδερο·
πήρε τα άρβυλα και τα ’βαψε με προσοχή.
Κι εγώ τον κοίταζα με τι λεπτότητα
τακτοποιούσε το χιτώνιό μου,
με τι φροντίδα μού καθάριζε τα ντοκ.
Δεν του ’πα ευχαριστώ, μόνο τον ρώτησα
σαν έφτασε η στιγμή, κοφτά: «Τι δίνεις;»
Δαγκάθηκε· με κέρασε ακόμη μια φορά
κι ύστερα μου άνοιξε διακριτικά την πόρτα.
Η άρνηση είναι το χειρότερο, σκέφτηκα τότε.
~
Από τη συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950)