Ο άνεμος της εποχής ο πράσινος, ο πρασινάνεμος,
ζαλωμένος χώρο και ύδατα, επαΐων δε σ’ όλες τις ατυχίες,
το πένθιμο ξεδιπλώνει φουριόζος δέρμα της σημαίας του,
πλατινένιος, το λοιπόν, και κρύος εφιλοξενήθη μια μέρα,
εύθραυστος σαν την κρυστάλλινη του γίγαντα σπάθη ανάμεσα
σε τόσες αρχές που προστατεύουν το δειλό στεναγμό του,
το δάκρυ του που πέφτει και την άχρηστη άμμο του,
από δύναμες κυκλωμένος που σταυρώνονται
και στραβώνονται, σαν άντρας γυμνός σε πόλεμο, αίροντας
το άσπρο του κλαδί, την αβέβαιη βεβαιότητά του,
την τρέμουσα αλάτινη στάλα του
και δη εν μέσω δριμείας τινός επιδρομής.
Τι ανάπαυση ν’ αναλάβεις; Ποια φτωχιάν ελπίδα ν’ αγαπήσεις;
Με τι άτονη φλόγα;…με τι φευγαλέα φωτιά;
Ενάντια σε ποιον να σηκώσεις το λιμασμένο πελέκι;
Τι υλικό να σου δημεύσουν; Από ποιο αστροπέλεκι να βγεις,
ν’ αποδράσεις άκρος; Το φως του έχει και δεν έχει μάκρος
και ρίγος, και σέρνεται σα θλιμμένος γαμήλιος συρμός,
με όνειρα ντυμένο θνητά, με χλωμάδα. Γιατί
ό,τι ακούμπησε η σκιά και η αταξία εθώπευσε βαραίνει:
βαραίνει, υγρό, αιωρούμενο, εκτός καταστάσεως ηρεμίας,
βαραίνει απροστάτευτο στα χάη ανάμεσα του διαστήματος,
νικημένο ξίφει και πατημένο θανάτω.
Αχ, η μοίρα μιας μέρας αναμενόμενης,
που τρέχανε να την υποδεχθούν κάρτες, μπάρκα, μπίζνες,
η μοίρα της είν’ να πεθαίνει καθιστική και νοτισμένη
δίχως δικό της ουρανό. Πού είναι τ’ αρωματισμένο της
αντίσκηνο και το βαθύ φύλλωμά της; Πού ο ταχύς
οιωνός της από ξυλοκάρβουνα και η ζωηρή της ανάσα;
Ακίνητη, ντυμένη με λάμψη μελλοθάνατη και με λέπια
αδιάφανα, θα δει τη βροχή που ‘ χει χωρίσει τα δυό της ημίση
και τον άνεμο που τρέφεται με νερά να τους ορμάει το Μάη.
~
Monzon de mayo
( από τη συλλογή ΔΩΜΑ Α΄ Residencia Ι. 1925 -1931)
( από τη συλλογή ΔΩΜΑ Α΄ Residencia Ι. 1925 -1931)