Γινόμαστε υπερβολικά συναισθηματικοί
όταν πεθαίνουν ζώα.
Σπαραξικάρδιοι.
Όμως μόνο για τα ζώα που έχουνε γούνα,
μόνο για κείνα που μας μοιάζουνε,
έστω και κατά προσέγγιση.
όταν πεθαίνουν ζώα.
Σπαραξικάρδιοι.
Όμως μόνο για τα ζώα που έχουνε γούνα,
μόνο για κείνα που μας μοιάζουνε,
έστω και κατά προσέγγιση.
Αυτά που έχουνε μεγάλα μάτια,
μάτια που κοιτάνε κατά μέτωπο.
Αυτά που έχουνε μικρές μύτες
και μικρά ράμφη.
Κανείς δε θρηνεί μια αράχνη.
Ούτ’ ένα καβούρι.
Οι νηματέλμινθες δεν προκαλούν ολοφυρμούς.
Ούτε τα ψάρια.
Για τα βρέφη της φώκιας η θλίψη αναβαθμίζεται.
Και για τους σκύλους, και για τις κουκουβάγιες,
μερικές φορές.
Για τις γάτες σχεδόν πάντοτε.
Μήπως επειδή παρομοιάζουμε αυτά τα ζώα με νεκρά μωρά;
Μήπως επειδή μας φαίνεται πως είναι κομμάτι δικό μας,
η ψυχή του ζώου που έχουμε μέσα μας
παραχωμένη κάπου στο μέρος της καρδιάς,
γουνάτη και γεμάτη εμπιστοσύνη,
ζωική παρόρμηση, πάντα σ’ επιφυλακή,
βίαιη προς άλλες μορφές ζωής,
ευδαίμων τον περισσότερο καιρό,
αλλά και ανόητη κάποτε;
Γιατί σχεδόν πάντα οι γάτες; Γιατί οι νεκρές γάτες
προκαλούν τόσα γελοία κλάματα;
Γιατί τέτοιο βαρύ πένθος;
Γιατί δεν μπορούμε πια να βλέπουμε
στο σκοτάδι, χωρίς αυτές;
Γιατί κρυώνουμε χωρίς τη γούνα τους;
Μήπως επειδή έχουμε χάσει τον κρυφό δεύτερο εαυτό μας
αυτόν στο οποίο θ’ αλλάζαμε
αν θέλαμε να διασκεδάσουμε,
αν θέλαμε να σκοτώσουμε
χωρίς κανέναν ενδοιασμό,
τότε που θα θέλαμε να πετάξουμε από πάνω μας
το σκοτεινό γκρίζο βαρίδι
που κουβαλάμε ως άνθρωποι;
μάτια που κοιτάνε κατά μέτωπο.
Αυτά που έχουνε μικρές μύτες
και μικρά ράμφη.
Κανείς δε θρηνεί μια αράχνη.
Ούτ’ ένα καβούρι.
Οι νηματέλμινθες δεν προκαλούν ολοφυρμούς.
Ούτε τα ψάρια.
Για τα βρέφη της φώκιας η θλίψη αναβαθμίζεται.
Και για τους σκύλους, και για τις κουκουβάγιες,
μερικές φορές.
Για τις γάτες σχεδόν πάντοτε.
Μήπως επειδή παρομοιάζουμε αυτά τα ζώα με νεκρά μωρά;
Μήπως επειδή μας φαίνεται πως είναι κομμάτι δικό μας,
η ψυχή του ζώου που έχουμε μέσα μας
παραχωμένη κάπου στο μέρος της καρδιάς,
γουνάτη και γεμάτη εμπιστοσύνη,
ζωική παρόρμηση, πάντα σ’ επιφυλακή,
βίαιη προς άλλες μορφές ζωής,
ευδαίμων τον περισσότερο καιρό,
αλλά και ανόητη κάποτε;
Γιατί σχεδόν πάντα οι γάτες; Γιατί οι νεκρές γάτες
προκαλούν τόσα γελοία κλάματα;
Γιατί τέτοιο βαρύ πένθος;
Γιατί δεν μπορούμε πια να βλέπουμε
στο σκοτάδι, χωρίς αυτές;
Γιατί κρυώνουμε χωρίς τη γούνα τους;
Μήπως επειδή έχουμε χάσει τον κρυφό δεύτερο εαυτό μας
αυτόν στο οποίο θ’ αλλάζαμε
αν θέλαμε να διασκεδάσουμε,
αν θέλαμε να σκοτώσουμε
χωρίς κανέναν ενδοιασμό,
τότε που θα θέλαμε να πετάξουμε από πάνω μας
το σκοτεινό γκρίζο βαρίδι
που κουβαλάμε ως άνθρωποι;
~
Μετάφραση: Μαρία Τσάτσου
(από τη συλλογή «The Door», 2007)