Εγώ ποτέ δεν φύλαξα κοπάδια,
αλλά σαν να τα φύλαξα είναι.
Η ψυχή μου είναι ένας βοσκός,
γνωρίζει τον άνεμο και τον ήλιο
κι απ’ τα χέρι κρατώντας τις Εποχές
Όλη ή γαλήνη της Φύσης δίχως ανθρώπους
έρχεται να καθίσει δίπλα μου.
Άλλα εγώ μένω θλιμμένος όπως ένα ηλιοβασίλεμα
στη Φαντασία μας,
όταν πέφτει παγωνιά μακριά στην κοιλάδα
και νιώθεις τη νύχτα να μπαίνει
σαν πεταλούδα από τό παράθυρο.
Αλλά η θλίψη μου είναι ηρεμία
γιατί είναι φυσική και δίκαιη
και είναι αυτό που πρέπει να νιώθει η ψυχή
σαν σκέφτεται πως υπάρχει
και τα χέρια μαζεύουν λουλούδια χωρίς καν να το βλέπει.
Σαν θόρυβος από κουδούνια
πέρα από τη στροφή του δρόμου,
οι σκέψεις μου είναι ευχαριστημένες.
Λυπάμαι μόνο που ξέρω πως είναι ευχαριστημένες,
γιατί, αν δεν το ήξερα,
αντί να είναι εύχαριστημένες και θλιμμένες,
θα ήταν ευχαριστημένες και χαρούμενες.
Να σκέφτεσαι είναι ενοχλητικό σαν να βαδίζεις στη βροχή
όταν ο άνεμος δυναμώνει και μοιάζει σαν να βρέχει περισσότερο.
Δεν έχω φιλοδοξίες μήτε επιθυμίες
να ’μαι ποιητής δεν είναι δική μου φιλοδοξία.
Είναι ο τρόπος μου να είμαι μόνος.
Κι αν κάποτε επιθυμώ,
με τη φαντασία μου, αρνάκι να ’μαι
(ή το κοπάδι ολόκληρο
σκόρπιο να τρέχει σ’ όλη την πλαγιά,
να ’μαι πολλά πράγματα ευτυχισμένα τήν ίδια στιγμή),
είναι μόνο γιατί αισθάνομαι αυτό που γράφω στο ηλιοβασίλεμα,
ή όταν ένα σύννεφο απλώνει το χέρι του πάνω από το φως
κι η σιωπή τρέχει έξω στο χορτάρι.
Όταν κάθομαι να γράψω στίχους ή,
βαδίζοντας σε δρόμους και μονοπάτια,
γράφω στίχους στο χαρτί που υπάρχει στη σκέψη μου,
νιώθω μιαν αγκλίτσα στα χέρια
και βλέπω το περίγραμμα του εαυτού μου
στην κορφή του λόφου,
να κοιτάζει το κοπάδι μου και να βλέπει τις ιδέες μου
ή να κοιτάζει τις ιδέες μου και να βλέπει το κοπάδι μου,
και να χαμογελάει αόριστα σαν κάποιος που δεν καταλαβαίνει τι λένε
και θέλει να παριστάνει πως καταλαβαίνει.
Χαιρετάω όλους όσοι θα με διαβάσουν,
βγάζοντάς τους το πλατύγυρο καπέλο μου
όταν θά με δουν στην πόρτα μου
μόλις η άμαξα φανεί στην κορφή του λόφου.
Τους χαιρετώ και τους εύχομαι ήλιο,
και βροχή, όταν η βροχή είναι αναγκαία,
και τα σπίτια τους να ’χουν
ένα παράθυρο ανοιχτό και στο πλάι
την αγαπημένη τους καρέκλα
για να κάθονται να διαβάζουν τους στίχους μου.
Και διαβάζοντάς τους να σκέφτονται
πως είμαι κάτι φυσικό —
για παράδειγμα, το αρχαίο δέντρο
που στη σκιά του παιδιά όταν ήταν
σωριάζονταν, κουρασμένα απ’ το παιχνίδι,
σκουπίζοντας τον ιδρώτα του ζεστού μετώπου τους
με το μανίκι της ριγέ ποδιάς τους.
~
Από το βιβλίο “Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέϊρο”,
σε μετάφραση Μαρίας Παπαδήμα,