Θυμάσαι φως μου, εκείνο που αντικρίσαμε
κάποιο καλοκαιριάτικο πρωί τόσο γλυκό;
Σ’ ενός μονοπατιού το στρίψιμο κειτότανε
ένα ψοφίμι στα χαλίκια φριχτό!
Με πόδια σηκωμένα σαν γυναίκα ακόλαστη,
που φλόγα και φαρμάκια ο ίδρως της ξερνά,
άνοιγε την κοιλιά του την δυσώδικη,
νωχελικά και κυνικά εκεί δα!
κάποιο καλοκαιριάτικο πρωί τόσο γλυκό;
Σ’ ενός μονοπατιού το στρίψιμο κειτότανε
ένα ψοφίμι στα χαλίκια φριχτό!
Με πόδια σηκωμένα σαν γυναίκα ακόλαστη,
που φλόγα και φαρμάκια ο ίδρως της ξερνά,
άνοιγε την κοιλιά του την δυσώδικη,
νωχελικά και κυνικά εκεί δα!
Ο ήλιος πάνω στη σαπίλα αυτή αχτιδόλαμπε
για να την ψήσει όσο μπορούσε πιο πολύ,
να ξαναδώσει στη μεγάλη φύση τρίδιπλα,
ό, τι είχε μια φορά συνθέσει αυτή.
Κι ο ουρανός κοιτούσε το λαμπρό το σκέλεθρο
σα λουλουδιού μια ολάνοιχτη καρδιά.
κι ήτανε τόση η δυσωδία, που `νιωθες
να σου `ρχεται στα χόρτα σαν λιγοθυμιά.
Πάνω στη σάπια αυτή κοιλιά οι μύγες βούιζαν,
κι έβγαινε από κει μέσα μαύρη, η στρατιά
των σκουλικιών που σαν λασπόνερο έτρεχε,
στα σάρκινα κουρέλια της, τα ζωντανά.
Κι όλ’ αυτά ανέβαιναν, σαν κύμα και κατέβαιναν,
πετούσανε σαν σπίθες λαμπερές
και το ψοφίμι φουσκωμένο, λες, απ’ άυλο φύσημα,
εζούσε σε μυριάδες τώρα δα ζωές.
Ζωές που ξέχυναν μια μουσική παράξενη,
σαν του νερού που τρέχει και του αγέρα τη φωνή,
ή σαν του σιταριού που ρυθμικά στο λιχνιστήρι του
το γυροφέρνει ο λυχνιστής και το κουνεί.
Κι οι φόρμες σβήναν, μοιάζαν πια σαν όνειρο,
σα σχέδιο που ο καλλιτέχνης αρχινά,
και το ξεχνάει στο τελάρο μισοτέλειωτο,
αποτελειώνοντάς το μες το νου του μοναχά.
Πίσω απ’ τα βράχια, κάποια σκύλα ανήσυχη
μας κοίταζε με μάτι όλο θυμό,
παραμονεύοντας να ξαναπάρει από το σκέλεθρο,
το κόκκαλο που άφησε πάνω στο φευγιό.
Κι όμως θα γίνεις σαν και το ψοφίμι αυτό το απαίσιο,
σαν τη σαπίλα τούτη τη φριχτή,
αστέρι των ματιών μου κι ήλιε, εσύ, της πλάσης μου,
εσύ άγγελέ μου, αγάπη μου τρελή.
Ναι, τέτοια θα γενείς, στις χάρες, εσύ ρήγισσα
όταν την ύστερη πνοή θ’ αφήσεις της ζωής,
και πας κάτω απ’ τα χόρτα, απ’ την παχιά την άνθηση
για να σαπίσεις πλάι στους σκελετούς της γης!
Πες στο σκουλίκι τότε, ωραία μου,
που θα σε τρώει με φιλιά, πως στην καρδιά,
τη φόρμα και τη θεία ουσία φύλαξα,
του έρωτά μου του αποσυνθεμένου πια!
για να την ψήσει όσο μπορούσε πιο πολύ,
να ξαναδώσει στη μεγάλη φύση τρίδιπλα,
ό, τι είχε μια φορά συνθέσει αυτή.
Κι ο ουρανός κοιτούσε το λαμπρό το σκέλεθρο
σα λουλουδιού μια ολάνοιχτη καρδιά.
κι ήτανε τόση η δυσωδία, που `νιωθες
να σου `ρχεται στα χόρτα σαν λιγοθυμιά.
Πάνω στη σάπια αυτή κοιλιά οι μύγες βούιζαν,
κι έβγαινε από κει μέσα μαύρη, η στρατιά
των σκουλικιών που σαν λασπόνερο έτρεχε,
στα σάρκινα κουρέλια της, τα ζωντανά.
Κι όλ’ αυτά ανέβαιναν, σαν κύμα και κατέβαιναν,
πετούσανε σαν σπίθες λαμπερές
και το ψοφίμι φουσκωμένο, λες, απ’ άυλο φύσημα,
εζούσε σε μυριάδες τώρα δα ζωές.
Ζωές που ξέχυναν μια μουσική παράξενη,
σαν του νερού που τρέχει και του αγέρα τη φωνή,
ή σαν του σιταριού που ρυθμικά στο λιχνιστήρι του
το γυροφέρνει ο λυχνιστής και το κουνεί.
Κι οι φόρμες σβήναν, μοιάζαν πια σαν όνειρο,
σα σχέδιο που ο καλλιτέχνης αρχινά,
και το ξεχνάει στο τελάρο μισοτέλειωτο,
αποτελειώνοντάς το μες το νου του μοναχά.
Πίσω απ’ τα βράχια, κάποια σκύλα ανήσυχη
μας κοίταζε με μάτι όλο θυμό,
παραμονεύοντας να ξαναπάρει από το σκέλεθρο,
το κόκκαλο που άφησε πάνω στο φευγιό.
Κι όμως θα γίνεις σαν και το ψοφίμι αυτό το απαίσιο,
σαν τη σαπίλα τούτη τη φριχτή,
αστέρι των ματιών μου κι ήλιε, εσύ, της πλάσης μου,
εσύ άγγελέ μου, αγάπη μου τρελή.
Ναι, τέτοια θα γενείς, στις χάρες, εσύ ρήγισσα
όταν την ύστερη πνοή θ’ αφήσεις της ζωής,
και πας κάτω απ’ τα χόρτα, απ’ την παχιά την άνθηση
για να σαπίσεις πλάι στους σκελετούς της γης!
Πες στο σκουλίκι τότε, ωραία μου,
που θα σε τρώει με φιλιά, πως στην καρδιά,
τη φόρμα και τη θεία ουσία φύλαξα,
του έρωτά μου του αποσυνθεμένου πια!
~
Μτφρ: Άγγελος Σημηριώτης