Φαίνανε πανὶ στὸν ἀργαλειὸ
καὶ σὲ ταρσανᾶ ξομπλίαζαν κατάρτι
ἀντικρὺ στὸ Νήρυτο καὶ στὸ Δασκαλιὸ
γιὰ ἕνα κοριτσάκι ἀπὸ τὴ Σπάρτη.
Κι ἄρχισε μία τέτοια φασαρία,
Κέρδισε τὴ νίκη μία φοράδα
δίχως νοῦ καὶ δίχως γρηγοράδα –
τό ῾γραψε κι ὁ Γέρος στὴν Ἰλιάδα.
Φύγαμε μπατίδοι ἀπὸ τὴν Τροία.
Ἔχω καὶ χαρτὶ καὶ μαρτυρία.
Δὲ θυμᾶμαι μόνο τὴν πορεία.
Σίγουρα κυβέρναγε τὸ διάκι
ἕνας γιὸς τσοπάνου ἀπὸ τὸ Θιάκι.
Εἶχε δαγκωνιὰ στὸ μάγουλό του
ποὺ καὶ κείνη βγῆκε σὲ καλό του.
Γιὰ τὴ ναυτοσύνη δάσκαλο εἶχα
ἕνα γεμιτζῆ ἀπὸ τὴ Δολίχα.
Τσοῦρμο ἀπὸ Κάστο κι ἀπὸ Ἐχινάδες,
ὅλοι τους παιδιά: κλάφτε, μανάδες.
Χίπηδες λεβέντες μὲ μαλλιὰ δασά,
κι ἦταν οἱ χιτῶνες μας τσαντίρια.
Μᾶς ξεπροβοδίζαν ξένα τρεχαντήρια,
πούπουλο κρεβάτι καὶ καλὰ κρασιά.
Κάπου ἐκεῖ κοντὰ στοὺς Λαιστρυγόνες
ἀγκαστρώσαμε ὅλες τὶς γοργόνες.
(Ἂν τὰ τελευταῖα τὰ γράφω πρῶτα
εἶναι ποὺ μπερδέψαμε τὴ ρότα.)
Εἶχες καὶ τὸ φόβο τῆς τιμῆς σου.
Οἱ ἀνθρωποφάγοι τὰ σκυλιά,
πρὶν σὲ φᾶν᾿, σοῦ κάναν τὴ δουλειά,
γιὰ νὰ νοστιμίσει τὸ κορμί σου.
Σμίξαμε κοντὰ στὴν Ἀσκανία
μὲ τοὺς κατεργάρηδες τοῦ Αἰνεία.
Πήγαμε ὅλοι τσοῦρμο στὰ πορνεῖα.
Κεῖνες οἱ ρουφιάνες τ᾿ ἀποσπόρια,
πῆγαν καὶ τοὺς κάψαν τὰ παπόρια.
Νὰ καὶ ἡ Ναυσικὰ ἀπὸ τσοὺ Κορφοὺς
τυλιγμένη μὲς στὴ σαπουνάδα.
Εἶχε τρεῖς φονιάδες ἀδερφοὺς
κάπου στὸ Μαντούκι, στὴ Σπιανάδα.
Φαῖνε, Πηνελόπη, τὸ πανί σου,
κλώσσαγε τὴν τίμια ἀναμονή σου.
Τοῦ θεοῦ τὸ ἀσκί, τοῦ Αἰόλου,
μᾶς σκορπάει κατὰ διαόλου.
Τὴν εὐχή μου! Βρέστε μου, παιδιά,
κάτι νὰ ριμάρει μὲ παιδεία.
Θέλει καὶ κουράγιο, καὶ καρδιά.
Ὅλοι μία φωνή : – Ἕνα … δύο …
Ἀθήνα, 1974
~
Τραβέρσο (1975)
(Τα παραμύθια του Φίλιππου)
(Τα παραμύθια του Φίλιππου)