Περπάταγα στην αμμουδιά
κι αποφάσισα να σ’ αφήσω.
Πατούσα μια μαύρη λάσπη που τρεμούλιαζε,
κι όπως βούλιαζα και ξανάβγαινα
πήρα την απόφαση να φύγεις
από μέσα μου, με βάραινες
σαν πέτρα κοφτερή,
και σχεδίασα το χαμό σου
βήμα βήμα:
θα έκοβα τις ρίζες σου,
θα σ’ αμόλαγα στον άνεμο μόνη.
Αχ εκείνο το λεπτό,
καρδιά μου, ένα όνειρο
με τα τρομερά φτερά του
σε σκέπαζε.
Ένιωθες να σε καταπίνει η λάσπη,
και με φώναζες κι εγώ δεν ερχόμουν,
και χανόσουν, ακίνητη,
ανυπεράσπιστη
μέχρι που πνίγηκες μέσα στο στόμα της άμμου.
Έπειτα
η απόφασή μου συνάντησε το όνειρό σου,
κι από το χωρισμό
που μας έσκιζε την ψυχή,
αναδυθήκαμε καθαροί ξανά, γυμνοί,
αγαπώντας ο ένας τον άλλον
δίχως όνειρο, δίχως άμμο,
ακέραιοι και ακτινοβολώντας,
σημαδεμένοι από τη φωτιά.
~
κι αποφάσισα να σ’ αφήσω.
Πατούσα μια μαύρη λάσπη που τρεμούλιαζε,
κι όπως βούλιαζα και ξανάβγαινα
πήρα την απόφαση να φύγεις
από μέσα μου, με βάραινες
σαν πέτρα κοφτερή,
και σχεδίασα το χαμό σου
βήμα βήμα:
θα έκοβα τις ρίζες σου,
θα σ’ αμόλαγα στον άνεμο μόνη.
Αχ εκείνο το λεπτό,
καρδιά μου, ένα όνειρο
με τα τρομερά φτερά του
σε σκέπαζε.
Ένιωθες να σε καταπίνει η λάσπη,
και με φώναζες κι εγώ δεν ερχόμουν,
και χανόσουν, ακίνητη,
ανυπεράσπιστη
μέχρι που πνίγηκες μέσα στο στόμα της άμμου.
Έπειτα
η απόφασή μου συνάντησε το όνειρό σου,
κι από το χωρισμό
που μας έσκιζε την ψυχή,
αναδυθήκαμε καθαροί ξανά, γυμνοί,
αγαπώντας ο ένας τον άλλον
δίχως όνειρο, δίχως άμμο,
ακέραιοι και ακτινοβολώντας,
σημαδεμένοι από τη φωτιά.
~
Απόδοση: Αγαθή Δημητρούκα