«Πολλές φορές, λαχταρώ μια μητέρα,
μιαν ήσυχη γυναίκα, με λευκή χωρίστρα.
Μες στην αγάπη της πρωτάνθισε το Εγώ μου,
μπορούσε να ματαιώσει το άγριο μίσος,
που, παγερό, γλιστρούσε στην ψυχή μου.
Μετά, καθόμασταν κοντά ο ένας στον άλλο,
μια φωτιά σιγοβόμβιζε στο τζάκι.
Άκουγα ό, τι τ’ αγαπητά λέγανε χείλη
κ’ ειρήνη κυματούσε πάνω απ’ την τσαγιέρα,
σάμπως πτυχή, γύρω απ’ το φως της λάμπας.»
~
(Για το παραπάνω ποίημα γράφει ο Άρης Δικταίος, μεταφραστής των ποιημάτων του Ρίλκε, στην εισαγωγή του βιβλίου, Ρ. Μ. Ρίλκε, Ποιήματα, εκδόσεις, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος:
μιαν ήσυχη γυναίκα, με λευκή χωρίστρα.
Μες στην αγάπη της πρωτάνθισε το Εγώ μου,
μπορούσε να ματαιώσει το άγριο μίσος,
που, παγερό, γλιστρούσε στην ψυχή μου.
Μετά, καθόμασταν κοντά ο ένας στον άλλο,
μια φωτιά σιγοβόμβιζε στο τζάκι.
Άκουγα ό, τι τ’ αγαπητά λέγανε χείλη
κ’ ειρήνη κυματούσε πάνω απ’ την τσαγιέρα,
σάμπως πτυχή, γύρω απ’ το φως της λάμπας.»
~
(Για το παραπάνω ποίημα γράφει ο Άρης Δικταίος, μεταφραστής των ποιημάτων του Ρίλκε, στην εισαγωγή του βιβλίου, Ρ. Μ. Ρίλκε, Ποιήματα, εκδόσεις, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος:
«Ο Ρίλκε μεγάλωσε παραμελημένος πολύ από τη μητέρα του. Στο παραπάνω ποίημα συνεκφράζεται η ιδανική μητέρα κ’ η πραγματικότητα της μητέρας του. Η «ήσυχη γυναίκα με τη λευκή χωρίστρα» μας δίνει αμέσως την εικόνα της καλής νοικοκυράς, που ολοκληρώνεται μες στην ειρήνη του σπιτιού, με τα παιδιά της. Το πρωί, ξυπνώντας πρώτη, πλένεται και χτενίζεται, φτιάχνοντας προσεχτικά τα μαλλιά της χωρίστρα, όχι ακριβώς από κοκεταρία, μα από νοικοκυροσύνη. Και τη χωρίστρα ο Ρίλκε τη βλέπει λευκή για τον απλούστατο λόγο, ότι όλες οι μητέρες είναι ηλικιωμένες κι όλα τα λευκά μαλλιά αποπνέουν γαλήνη κι εμπνέουν εμπιστοσύνη.
Η πραγματική μητέρα του Ρίλκε αντίθετα, δεν ήταν παρά μια ματαιόδοξη: παρίστανε την αριστοκράτισσα, ξυπνούσε ύστερ’ απ’ το γιο της και δεν τον έβλεπε παρά αφού έπαιρνε, πρώτα, το μπάνιο της, και της άρεσε να μοιάζει με δεσποινίδα. Και, φυσικά, βλέποντας το γιο της σαν ένα παιχνίδι, που το έντυνε με γυναικεία φουστάνια, δε μπορούσε να «ματαιώσει το άγριο μίσος, που παγερό, γλιστρούσε στην ψυχή του». Στο ποίημα, δε μας διευκρινίζεται το αντικείμενο του μίσους αυτού. Μπορούμε, όμως, να το εικάσουμε. Ήταν η ίδια η μητέρα του…»)