Στη μεγάλη νύχτα στη μικρή ημέρα
στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
θα σ᾽αγαπώ
Αυτό του τραγουδούσε
Η καρδιά-του επάνω-της μονότονα χτυπούσε
Θάθελα ν᾽αγαπάς εμένα μοναχά
Έλεγε πως ήτανε τρελός γι᾽αυτή
και πως μαζί-του εκείνη ήταν πολύ καλή
Στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
στη μεγάλη μέρα και στη νύχτα τη μικρή
Ναι βέβαια
σου λέω πως σ᾽αγαπώ
σ᾽αγαπώ ως το θάνατο
σ᾽αγαπώ για να ζω
Και δεν θέλω να πω πως μονάχα εσένα αγαπώ
πως δεν θέλω να φύγω
να φύγω για να ξαναγυρίσω
πως δεν μ᾽αρέσει να γελώ
και πως από τα τρυφερά παράπονά-σου δεν προτιμώ
το γέλιο-σου
Μονάχα εμένα ν᾽αγαπάς
λέει εκείνη
αλλιώς δεν αξίζει
Προσπάθησε να καταλάβεις
Να καταλάβω αυτό δεν έχει σημασία
Έχεις δίκιο δεν έχει σημασία
σημασία έχεις να ξέρεις
Δεν θέλω τίποτα να ξέρω
Έχεις δίκιο
δεν έχει σημασία το να ξέρεις
σημασία έχεις να ζεις να είσαι να υπάρχεις
Δεν έχουν σημασία όλα αυτά
θέλω να μ᾽αγαπάς
και μόνο εμένα ν᾽αγαπάς
μα θέλω να σ᾽αγαπάν κι οι άλλες
κι εσύ να λες όχι σ᾽αυτές
για χάρη-μου
Τρομερή η πλεονεξία-σου
Δεν φταίω εγώ έτσι είμαι φτιαγμένη
Καλά λέει εκείνος και φεύγει
Στο μεγάλο ποτέ στη μικρή ημέρα
στη μεγάλη νύχτα στο μικρό πάντα
Δεν αξίζει τον κόπο να ξανάρθω
Του πέταξε τις βαλίτσες απ᾽το παράθυρο
και νάτος μεσ᾽στο δρόμο
μόνος με τις βαλίτσες
Να τώρα είμ' ολομόναχος σαν σκύλος
κάτω απ᾽τη βροχή
έπειτα βλέπει ότι δεν βρέχει
είναι λυπηρό
δεν πέτυχε πολύ
τέλος πάντων δεν μπορεί όλα τα βράδια να έχει
χιονοθύελλα
και το σκηνικό δεν είναι πάντα όπως τ᾽ονειρευτήκαμε
δραματικό
Ο άντρας αφήνει να πέσουν οι βαλίτσες
τα πουκάμισα η ηλεκτρική μηχανή του ξυρίσματος
τα μπουκάλια με τα ποτά
και με τα χέρια στις τσέπες
σηκωμένο το γιακά της καμπαρντίνας
χώνεται μέσα στην ομίχλη
Δεν υπάρχει ομίχλη
αλλά ο άντρας σκέφτεται
Αφήνω τα πράγματα χώνομαι μέσα στην ομίχλη
Λοιπόν υπάρχει ομίχλη
κι ο άντρας είναι μέσα στην ομίχλη
και σκέφτεται τον μεγάλο-του έρωτα
και κουρντίζει τα βιολιά της θύμησης
και βιάζει το βήμα γιατί κάνει κρύο
και περνάει μια γέφυρα και γυρίζει πίσω και περνάει μια
άλλη γέφυρα
και δεν ξέρει γιατί
Άντρες και γυναίκες βγαίνουν από ένα σινεμά όπου
πίσω από μια αφίσα ...
~
Ζακ Πρεβέρ, Ποιήματα, μετάφραση: Βαγγέλη Χατζηδημητρίου,
έκδ. 4η, έκδ. Θεωρία, Αθήνα 1982
στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
θα σ᾽αγαπώ
Αυτό του τραγουδούσε
Η καρδιά-του επάνω-της μονότονα χτυπούσε
Θάθελα ν᾽αγαπάς εμένα μοναχά
Έλεγε πως ήτανε τρελός γι᾽αυτή
και πως μαζί-του εκείνη ήταν πολύ καλή
Στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
στη μεγάλη μέρα και στη νύχτα τη μικρή
Ναι βέβαια
σου λέω πως σ᾽αγαπώ
σ᾽αγαπώ ως το θάνατο
σ᾽αγαπώ για να ζω
Και δεν θέλω να πω πως μονάχα εσένα αγαπώ
πως δεν θέλω να φύγω
να φύγω για να ξαναγυρίσω
πως δεν μ᾽αρέσει να γελώ
και πως από τα τρυφερά παράπονά-σου δεν προτιμώ
το γέλιο-σου
Μονάχα εμένα ν᾽αγαπάς
λέει εκείνη
αλλιώς δεν αξίζει
Προσπάθησε να καταλάβεις
Να καταλάβω αυτό δεν έχει σημασία
Έχεις δίκιο δεν έχει σημασία
σημασία έχεις να ξέρεις
Δεν θέλω τίποτα να ξέρω
Έχεις δίκιο
δεν έχει σημασία το να ξέρεις
σημασία έχεις να ζεις να είσαι να υπάρχεις
Δεν έχουν σημασία όλα αυτά
θέλω να μ᾽αγαπάς
και μόνο εμένα ν᾽αγαπάς
μα θέλω να σ᾽αγαπάν κι οι άλλες
κι εσύ να λες όχι σ᾽αυτές
για χάρη-μου
Τρομερή η πλεονεξία-σου
Δεν φταίω εγώ έτσι είμαι φτιαγμένη
Καλά λέει εκείνος και φεύγει
Στο μεγάλο ποτέ στη μικρή ημέρα
στη μεγάλη νύχτα στο μικρό πάντα
Δεν αξίζει τον κόπο να ξανάρθω
Του πέταξε τις βαλίτσες απ᾽το παράθυρο
και νάτος μεσ᾽στο δρόμο
μόνος με τις βαλίτσες
Να τώρα είμ' ολομόναχος σαν σκύλος
κάτω απ᾽τη βροχή
έπειτα βλέπει ότι δεν βρέχει
είναι λυπηρό
δεν πέτυχε πολύ
τέλος πάντων δεν μπορεί όλα τα βράδια να έχει
χιονοθύελλα
και το σκηνικό δεν είναι πάντα όπως τ᾽ονειρευτήκαμε
δραματικό
Ο άντρας αφήνει να πέσουν οι βαλίτσες
τα πουκάμισα η ηλεκτρική μηχανή του ξυρίσματος
τα μπουκάλια με τα ποτά
και με τα χέρια στις τσέπες
σηκωμένο το γιακά της καμπαρντίνας
χώνεται μέσα στην ομίχλη
Δεν υπάρχει ομίχλη
αλλά ο άντρας σκέφτεται
Αφήνω τα πράγματα χώνομαι μέσα στην ομίχλη
Λοιπόν υπάρχει ομίχλη
κι ο άντρας είναι μέσα στην ομίχλη
και σκέφτεται τον μεγάλο-του έρωτα
και κουρντίζει τα βιολιά της θύμησης
και βιάζει το βήμα γιατί κάνει κρύο
και περνάει μια γέφυρα και γυρίζει πίσω και περνάει μια
άλλη γέφυρα
και δεν ξέρει γιατί
Άντρες και γυναίκες βγαίνουν από ένα σινεμά όπου
πίσω από μια αφίσα ...
~
Ζακ Πρεβέρ, Ποιήματα, μετάφραση: Βαγγέλη Χατζηδημητρίου,
έκδ. 4η, έκδ. Θεωρία, Αθήνα 1982
Ο Ζακ Πρεβέρ (Jacques Prevert, 4 Φεβρουαρίου 1900 - 11 Απριλίου 1977) υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα των γαλλικών γραμμάτων, με ιδιαίτερη συνεισφορά στο χώρο της ποίησης και του θεάτρου. Κατα τη διάρκεια τωv σχολικών του χρόνων στο Παρίσι έδειξε ιδιαίτερη αγάπη για το θέατρο, μια αγάπη που καλλιέργησε και ο πατέρας του που υπήρξε κριτικός θεάτρου. Ολοκλήρωσε μόνο την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και εγκατέλειψε το σχολείο μόλις έλαβε το Certificat d''etudes. Εργάστηκε στο παρισινό πολυκατάστημα Le Bon Marche μέχρι το 1918, οπότε κατετάγη στο στρατό για την εκπλήρωση της υποχρεωτικής θητείας του. Ο «ζωγράφος της γαλλικής σύγχρονης ποίησης», όπως χαρακτηρίστηκε από τον Πικάσο, δεν ανήκει σε καμιά σχολή, είναι εκρηκτικός τόσο στη φόρμα όσο και στο ύφος του. Εκφράζεται με ποικίλους τρόπους: σύντομα πεζά, τραγούδια, μικρές ιστορίες, στιγμιότυπα και καταγραφές γεγονότων. Το έργο του δεν μπορεί να ταξινομηθεί σε κανένα ποιητικό είδος. Περιφρονεί τους κλασικούς μετρικούς κανόνες όσον αφορά το ρυθμό και τη στίξη, αποδομώντας τα γλωσσικά στερεότυπα και τους κοινούς τόπους. Εκτός από τις ποιητικές συλλογές («Paroles» , 1946, «Histoires», 1946, «Spectacle», 1951, «Fatras», 1966, «Choses et autres», 1972, «Adonides», 1975), έγραψε θεατρικά, καθώς και σενάρια για γνωστές ταινίες του γαλλικού κινηματογράφου αλλά και για ταινίες κινουμένων σχεδίων. Το έργο του υμνεί την ελευθερία, την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, τη νιότη, τον έρωτα και διαπνέεται από ανθρωπισμό, αντικομφορμισμό και μποεμισμό.