Ώρα καλή στου απείρου την καρδιά
γλάρε µου βραδυνέ που φεύγεις – πλοίο,
μετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά,
η κάμαρά µου, ένα φωσάκι, ένα βιβλίο.
Πηγαίνεις συ… Εγώ εκπεσµένο αλαργινό
αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω·
ένα βιβλίο, ένα φωσάκι –και πονώ–
µια καµαρούλα – αδέρφι µου υψωμένο.
γλάρε µου βραδυνέ που φεύγεις – πλοίο,
μετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά,
η κάμαρά µου, ένα φωσάκι, ένα βιβλίο.
Πηγαίνεις συ… Εγώ εκπεσµένο αλαργινό
αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω·
ένα βιβλίο, ένα φωσάκι –και πονώ–
µια καµαρούλα – αδέρφι µου υψωμένο.
Κι όλο πετάς. Ώρα καλή κι έχω δουλειά
στο χούμα δω που βρέθκαν οι καημοί µου,
άσπρα να κάμω τα χρυσά µου τα µαλλιά
κι ύστερα να λυγίσω το κορμί µου.
Κι από κοντά (μην απορείς και µη ρωτάς)
σιγά θα φύγω έχω δουλειά γλάρε µου – πλοίο
ένα βραδάκι που λευκός συ θα πετάς
σαν να ‘σαι το ανοιγμένο µου βιβλίο…
Ο Γιάννης Σκαρίμπας (Αγία Ευθυμία Φωκίδος, 1893 – Χαλκίδα, 1984) ήταν
λογοτέχνης, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος. Το
έργο του, εντυπωσιακό σε έκταση και ποικιλία, σημαδεύτηκε από την έντονη
αντιδικία του με τις καθιερωμένες αξίες της ζωής και του αστικού
πολιτισμού. Εισήγαγε επίσης υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ελληνική
πεζογραφία. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της ελληνικής
λογοτεχνίας. Ο μπαρμπα-Γιάννης Σκαρίμπας, όπως ήταν γνωστός στους φίλους
του, έζησε όλη του τη ζωή στη Χαλκίδα και ταξίδεψε ελάχιστα. Κείμενά
του υπάρχουν δημοσιευμένα και σε περιοδικά ενώ αρκετοί στίχοι του έχουν
μελωποιηθεί. Τα πιο γνωστά μελοποιημένα ποιήματά του είναι Σπασμένο καράβι, Ουλαλούμ και Εαυτούληδες. [Βιογραφία]