Μην κλαις, μη λες πως τίποτα δε σού’ μειν’ εδώ πέρα.
Σου μένει, απάνω στα βουνά, το πέρασμα της μπόρας,
σου μένει η χαραυγή μακριά στο πέλαγο κι η μέρα
κάτω στον κάμπο κι οι ελιές και το βουητό της χώρας.
Σου μένει ακόμα το φτωχό, τ’ απάνεμο ακρογιάλι,
που, σα βραδιάζει, μέσα του πέφτουν τα βράχια, οι μώλοι,
τα σπίτια, ο γέρος ο ψαράς που λάμνει αγάλι αγάλι.
Μην κλαις! Σου μένει εκεί -για ιδές!- όλ’ η ζωή μας. ‘Ολη.
Σου μένει, απάνω στα βουνά, το πέρασμα της μπόρας,
σου μένει η χαραυγή μακριά στο πέλαγο κι η μέρα
κάτω στον κάμπο κι οι ελιές και το βουητό της χώρας.
Σου μένει ακόμα το φτωχό, τ’ απάνεμο ακρογιάλι,
που, σα βραδιάζει, μέσα του πέφτουν τα βράχια, οι μώλοι,
τα σπίτια, ο γέρος ο ψαράς που λάμνει αγάλι αγάλι.
Μην κλαις! Σου μένει εκεί -για ιδές!- όλ’ η ζωή μας. ‘Ολη.
Σου μένει εκεί με τη βουβή κι αθώα της γαλήνη,
με τη γλυκοχαμόγελη, την ξένοιαστη ομορφιά της,
με τη σκιά της, τη σκιά που αρχίζει να τη σβήνη
σιγά σιγά το σούρουπο και της νυχτιάς ο μπάτης…
Ο Λάμπρος Πορφύρας, (Καρδάμυλα Χίου, 1879 - Πειραιάς, 1932), ψευδώνυμο
του Δημητρίου Συψώμου, ήταν λυρικός ποιητής. Πρώτη φορά εμφανίστηκε στα
γράμματα ενώ ήταν ακόμα μαθητής, με το ποίημα του Η θλίψη του μαρμάρου
που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στάδιον το 1894 και από το 1895 συνδέθηκε
με τους φιλολογικούς κύκλους στην Αθήνα. Ο Πορφύρας ήταν άνθρωπος
μελαγχολικός και έζησε μοναχική ζωή μακριά από τους κοινωνικούς κύκλους
και από τον βιοποριστικό αγώνα αφού είχε καλή οικονομική κατάσταση. Ήταν
θαμώνας της απλής λαϊκής ταβέρνας, όπως της Φρεαττύδας του Πειραιά και
στους στίχους του τραγούδησε τον έρωτα, τη θάλασσα και την ελληνική
φύση, τα ταπεινά πράγματα και τα θλιμμένα ειδύλλια. Ακολούθησε μεν το
συμβολισμό διαμόρφωσε όμως ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η γλώσσα του
είναι απλή και η διάρθρωση των στίχων του δε, διακρίνεται από
πρωτοτυπία. Όμως την ποίησή του τη χαρακτηρίζει η γλυκύτητα της
έκφρασης, η μουσικότητα του τόνου και η αρμονία. Ποιήματα του
μελοποιήθηκαν από Έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. [Βιογραφία]